ΣΥΡΙΖΑ

Μια ατυχής και αχρείαστη στιγμή του Συνεδρίου

Για το Συνέδριο, ασφαλώς, θα πρέπει να γράψουμε στο Commonality πολλά σημειώματα και αναλύσεις, για τις εργασίες και τις αποφάσεις του. Για το κλίμα, κυρίως, που διαμόρφωσε η «κοινωνία» που συγκρότησαν για τέσσερις μέρες οι τρεις χιλιάδες περίπου σύνεδροι και o κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κόσμος που προσήλθε να ακούσει και να συζητήσει, και περισσότερο να νιώσει, ένα ζωντανό βουλευόμενο σώμα συντροφισσών και συντρόφων να καταθέτουν την εμπειρία τους. Εμπειρία μιας δύσκολης, συχνά οδυνηρής, αλλά και γεμάτης ελπίδες διαδρομής που εξέταζε το συνέδριο. Η Εποχή με τον τίτλο της προσπάθησε να αποδώσει, με έναν τρόπο, αυτό το κλίμα: «γόνιμος διάλογος, ενεργός ανησυχία». Συγκρατημένη αισιοδοξία διαπερνούσε τους συνέδρους. Ο καθένας και η καθεμιά, ασφαλώς με την απόχρωσή τους, έφερνε τη δική του συμβολή. Όμως, όλοι μαζί το έκαναν με επίγνωση της ιστορικότητας του εγχειρήματός μας.

Στο ίδιο κλίμα ξεκίνησαν οι ψηφοφορίες μετά το τέλος των διαδικασιών. Από την πλούσια πείρα μας γνωρίζουμε ότι πάντα οι προτάσεις που αφορούν το καταστατικό εμπεριέχουν σοβαρή πιθανότητα άγονων διαφωνιών και τον πειρασμό διαδικαστικών προτάσεων. Δυστυχώς, η πλειοψηφία δεν δέχθηκε την εύλογη –και καταστατική– πρόταση, εφόσον το πρώτο εξάμηνο του 2017 θα γίνει καταστατικό συνέδριο, όλα τα συναφή ζητήματα να πάνε εκεί. Επέλεξε, αντίθετα, να γίνει συζήτηση και να παρθούν αποφάσεις για ορισμένα μόνο ζητήματα τώρα και τα υπόλοιπα να παραπεμφθούν στο καταστατικό συνέδριο. Δημιούργησε έτσι την υπόνοια σε μεγάλο μέρος του σώματος ότι αυτή η βιασύνη δεν αποβλέπει, ακριβώς, στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του κόμματος, αλλά μάλλον στον από τα πάνω έλεγχό του. Με αποτέλεσμα, κάποιες προτάσεις να καταψηφιστούν προκαλώντας αμηχανία σε μέρος της ηγεσίας.

Εφόσον άνοιξε η διαδικασία υποβολής προτάσεων για το καταστατικό, το δικαίωμα αυτό δεν το είχε μόνο η Επιτροπή Καταστατικού, η οποία έκανε, όπως φαίνεται, επιφανειακή δουλειά, αλλά ο κάθε σύνεδρος. Έτσι, μια πρόταση που υποβλήθηκε από τα «κάτω» ήταν αυτή που διευρύνοντας την πρόνοια του καταστατικού ότι, εφόσον το κόμμα είναι στην κυβέρνηση, τότε γενικοί γραμματείς, υπουργοί και πρόεδροι οργανισμών θα εκλέγονται μεν στην Κεντρική Επιτροπή, χωρίς όμως να υπερβαίνουν το 25% των μελών της, ώστε να συμπεριλαμβάνει στο 25% και τους βουλευτές. Η πρόταση υπερψηφίστηκε. Τα διάσπαρτα σηκωμένα χέρια, πυκνά σε όλη την αίθουσα, υπερέβαιναν καταφανώς και τις τάσεις.

Οι λόγοι που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα, λόγοι τους οποίους δεν κατανόησε το προεδρείο, τμήμα της ηγεσίας, αλλά και ο σύντροφος Αλέξης Τσίπρας ήταν πολλοί. Πρώτον, λίγο πριν είχε εγκριθεί πρόταση που μείωνε τον αριθμό των μελών της ΚΕ σε 151 από 201. Δεύτερον, και το πιο σοβαρό, το σώμα αντιλήφθηκε ότι, με 151 μέλη και τους βουλευτές χωρίς όριο στην ΚΕ, ελάχιστα πολιτικά στελέχη, αυτά που θα κληθούν να οικοδομήσουν το κόμμα τη νέα περίοδο, θα μπορέσουν να εκλεγούν, με τα στελέχη κυρίως της Περιφέρειας να μένουν εκτός. Τρίτον, διότι υπάρχει τριβή στις σχέσεις μεταξύ βουλευτών και νομαρχιακών στελεχών, όχι πάντα δικαιολογημένη, αλλά υπάρχει. Συχνά, έχει τη ρίζα της σε πρωτοβουλίες βουλευτών που παρακάμπτουν Ο.Μ. και νομαρχιακές. Τέταρτον, διότι αρκετοί διέκριναν σε όλα αυτά πρόθεση ελέγχου της ηγεσίας πάνω στο Κόμμα.

Η παρέμβαση του σ. Αλέξη Τσίπρα παρέβλεψε όλους αυτούς τους λόγους και παρενέβη όχι όταν η πρόταση συζητιόταν, πράγμα εύλογο και σωστό, αλλά πολύ αργότερα, με επιχειρήματα μάλιστα, όχι ουσιαστικά, που συμπυκνώνονταν στο ότι το σώμα έκανε… λάθος, ότι αυτό που αποφάσισε ήταν αντίθετο στην εισήγησή του και ότι πρέπει γι’ αυτό, με νέα απόφαση, να το αλλάξει. Το σώμα, όπως ήταν φυσικό, πάγωσε! Κλήθηκε να παραδεχθεί ότι έκανε λάθος, κατηγορούμενο ότι αλλάζει το καταστατικό, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή, παρά τη διαφωνία μεγάλου μέρους του σώματος, το ίδιο έκανε και μάλιστα κατ’ επανάληψη το Προεδρείο του Συνεδρίου! Η μόνη διαφορά, που προκάλεσε εν προκειμένω την επίκληση του καταστατικού, ήταν ότι αυτή τη φορά το σώμα υπερψήφισε μια πρόταση αντίθετη από αυτήν της ηγεσίας.

Ας ξεχάσουμε για λίγο τους συνειρμούς που προκλήθηκαν στη σκέψη των συνέδρων την εξαιρετικά δυσάρεστη αυτή στιγμή, τους επιθετικούς προσδιορισμούς, τους οξείς και πικρούς σχολιασμούς που ακούγαμε στην αίθουσα και στους διαδρόμους, ακόμη και την επόμενη μέρα. Όποιος ξεγελαστεί από την τελική «υπερψήφιση» της πρότασης του σ. προέδρου και βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα, θα κάνει μεγάλο λάθος. Ακόμη και η, αμήχανη επιπλέον, «αποδοχή» ήταν πολιτική επιλογή και έγινε μετά γνώσεως, απ’ όσους την έκαναν, για να σταματήσει, όπως όπως, η επαπειλούμενη βλάβη, για να πάμε πάρα κάτω, γιατί θεώρησαν, ενδεχομένως, ότι έπρεπε να προφυλαχθεί το έργο του Συνεδρίου. Το αβίαστο συμπέρασμα ακούγοντας τις συζητήσεις στα περιστύλια είναι μάλλον αισιόδοξο. Είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιδρά και αντιδρά ώριμα σε αρχηγικές ασκήσεις. Τα αποτελέσματα για την ΚΕ απέδειξαν ότι οι σύνεδροι διαμόρφωσαν στην πράξη μια αρμονική ισορροπία μεταξύ «κομματικών» και κυβερνητικών-κοινοβουλευτικών στελεχών.

Γιατί συνέβησαν, όμως, όλα αυτά; Έτσι, στα καλά καθούμενα; Η συζήτηση για την ανίχνευση των λόγων πρέπει να γίνει με ψυχραιμία. Μια πρώτη προσέγγιση είναι ότι κάποιοι στην ηγεσία θεώρησαν πως οι δύσκολες στιγμές που περνάμε, το τραχύ έργο της κυβέρνησης, οι πολιτικές πρωτοβουλίες που κατ’ αυτούς πρέπει να παρθούν χρειάζονται ένα πιο ελεγχόμενο από «τα πάνω» κόμμα. Αυτό δηλώνει η επιμονή να υπάρξει ένα ακόμη ενδιάμεσο όργανο, η Περιφερειακή Επιτροπή. Αυτό πολύ περισσότερο, δηλώνει, η αποδυνάμωση του ρόλου των τμημάτων. Ευτυχώς και οι δυο αυτές προτάσεις καταψηφίστηκαν. Επιβάλλεται, επιπλέον, κατά την άποψή τους να μειωθεί λίγο το βάρος κάποιων τάσεων ή κεντρικών ιστορικών στελεχών, που ενδεχομένως δεν είναι δεκτικά σε αυτές τις πολιτικές πρωτοβουλίες. Διότι ο αριθμός 151 αντί 201 και η συμμετοχή των βουλευτών στην ΚΕ ίσως αυτό επιδιώκει.

Πρόκειται για σχεδιασμούς αναντίστοιχους των ιστορικών μας ευθυνών. Για σχεδιασμούς που απέχουν από το κόμμα που έχουμε ανάγκη να οικοδομήσουμε, ως μια συμβολή στον διάλογο της διεθνούς ανανεωτικής, δημοκρατικής, κινηματικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς να οργανώσει το κόμμα της για τον 21ο αιώνα. Γι’ αυτό και ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε σιωπηρά, χαμηλόφωνα, αλλά πολύ αυστηρά. Είναι να απορείς πώς είναι δυνατό να μην έχουν αφομοιωθεί τόσες θεωρητικές προσεγγίσεις για το κόμμα άξιων συντρόφων μας, προσεγγίσεις που δημοσιεύουμε συχνά και στα έντυπά μας.

Commonality