Αισθητά αποδυναμωμένο αφήνει τον Ντόναλντ Τραμπ η εκλογική νίκη των Δημοκρατικών στην πολιτεία της Αλαμπάμα, που πλέον περιορίζει σε μία έδρα την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία. Τα περιθώρια ελιγμών για την αμερικανική κυβέρνηση μειώνονται. Και ο Τραμπ έχει δεχτεί ένα βαρύ προσωπικό πλήγμα με την καταψήφιση ενός υποψηφίου που αποκήρυξε μεν αμέσως μετά την ήττα του, αλλά στήριζε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Οι εκλογές για την αναπλήρωση της θέσης που άφησε κενή ο Τζεφ Σέσιονς όταν διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατέληξαν την προηγούμενη Τρίτη στη μάλλον ανέλπιστη επικράτηση του υποψηφίου των Δημοκρατικών Νταγκ Τζόουνς έναντι του Ρεπουμπλικανού Ρόι Μουρ. Η νίκη του Τζόουνς έδωσε για πρώτη φορά στους Δημοκρατικούς την έδρα της Αλαμπάμα στη Γερουσία μετά το 1992. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η πολιτεία του αμερικανικού Νότου είχε ψηφίσει Τραμπ με ποσοστό 63% στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
Η αναμέτρηση της Τρίτης σημαδεύτηκε από σειρά καταγγελιών για σεξουαλικές επιθέσεις του Μουρ στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Έπειτα από αυτό, η υποψηφιότητα εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά από τον κομματικό μηχανισμό των Ρεπουμπλικανών. Όχι όμως και από τον ίδιο τον Τραμπ, που συνέχισε να τον υποστηρίζει σθεναρά μέχρι τέλους. Συμμετείχε σε προεκλογική του συγκέντρωση και εξέφρασε την υποστήριξή του προς αυτόν με σειρά μηνυμάτων του στο Twitter.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην υπόθεση των σεξουαλικών παρενοχλήσεων, αφήνοντας στην άκρη το εξίσου απωθητικό πολιτικό προφίλ του Μουρ. Εκφραστής ό,τι πιο αντιδραστικού και ρατσιστικού έχει να παρουσιάσει μια πολιτεία με ούτως ή άλλως «βεβαρυμένο» παρελθόν, ο ευαγγελιστής δικαστικός είχε ταχθεί στο παρελθόν υπέρ της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας και της αποστολής στρατευμάτων στα σύνορα με το Μεξικό.
Όταν ρωτήθηκε σε μία από τις προεκλογικές του εμφανίσεις για το πότε πίστευε ότι η Αμερική ήταν τελευταία φορά «σπουδαία», η απάντησή του εξέπληξε ακόμη και τους υποστηρικτές του. Αντί να αναφερθεί, όπως θα έκαναν πολλοί στη θέση του, στα χρόνια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν δίστασε να πει ότι θα πρέπει «να ανατρέξει κανείς πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο», δηλαδή στα χρόνια της ακμής του δουλοκτητικού Νότου. Μέχρι το 2010, το Ίδρυμα για Ηθική Νομοθεσία του διοργάνωνε άλλωστε γιορτές για την ημέρα της απόσχισης του Νότου από τις υπόλοιπες ΗΠΑ.
Sweet home Alabama
Όλα αυτά θα ακούγονταν τρελά αν δεν μιλούσαμε για την Αλαμπάμα, μια πολιτεία που βρέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο επίκεντρο της διεθνούς δημοσιότητας και για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Ο Φίλιπ Άλστον, εμπειρογνώμονας των Ηνωμένων Εθνών για θέματα ακραίας φτώχειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων πραγματοποίησε περιοδεία στην πολιτεία και αυτά που αντίκρισε πραγματικά τον σοκάρισαν.
«Νομίζω ότι είναι κάτι πολύ ασυνήθιστο στον Πρώτο Κόσμο» δήλωσε σε δημοσιογράφους από την πολιτεία Μπάτλερ. «Δεν είναι ένα θέαμα που βλέπει κανείς συχνά. Εγώ τουλάχιστον δεν το έχω ξαναδεί» τόνισε. Τι είδε τελικά; Είδε ολόκληρους συνοικισμούς χωρίς αποχετευτικό σύστημα και κατοίκους τόσο φτωχούς ώστε να αναγκάζονται να κατασκευάζουν τις δικές τους αποχετεύσεις από πλαστικούς σωλήνες. Είδε παιδιά να παίζουν δίπλα στα απόβλητα και διαπίστωσε ότι μεγάλος αριθμός κατοίκων υποφέρουν από ασθένειες του γαστρεντερικού συστήματος που κανονικά έχουν εξαλειφθεί εδώ και δεκαετίες.
Εκτιμάται πως σήμερα περίπου το 80% των κατοίκων της κομητείας Λάουντις στην Αλαμπάμα δεν έχει πρόσβαση σε αποχετευτικό σύστημα. Η εγκατάστασή του σε κάθε νοικοκυριό κοστίζει γύρω στα 15.000 δολάρια και οι περισσότεροι κάτοικοι μετά βίας βγάζουν 700 τον μήνα. Περιττό να επισημάνουμε ότι στο Λάουντις η πλειονότητα του πληθυσμού είναι μαύροι.
Τα χρόνια των αγώνων του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα την δεκαετία του ’60, η περιοχή ήταν γνωστή ως «ματωβαμένο Λάουντις». Κάθε κινητοποίηση των μαύρων κατοίκων πνιγόταν με βαναυσότητα από την αστυνομία ή τις ρατσιστικές οργανώσεις ενώ τα σπίτια όσων τολμούσαν να ψηφίσουν δέχονταν πυρά ή πυρπολούνταν.
Διαψεύδοντας όλες τις εκτιμήσεις που τους θέλουν να αδιαφορούν για τις εκλογικές αναμετρήσεις, οι μαύροι της Αλαμπάμα συμμετείχαν στις εκλογές της Τρίτης με απροσδόκητη μαζικότητα. Σύμφωνα με τα exit polls της “Washington Post”, το 28% των ψηφοφόρων ήταν Αφροαμερικανοί, τη στιγμή που το μερίδιό τους στον πληθυσμό της πολιτείας δεν ξεπερνά το 26%.
Η συμμετοχή ήταν μάλιστα ιδιαίτερα αυξημένη στις κοινότητες των μαύρων. Στην κομητεία Γκριν, έναν από τους πιο συχνούς σταθμούς των περιοδιών του Μάρτιν Λουθερ Κινγκ στον αμερικανικό Νότο, η συμμετοχή έφτασε το 78% των προεδρικών εκλογών, ένα αναμφίβολα εντυπωσιακό ποσοστό με δεδομένο ότι σε παρόμοιες αναμετρήσεις σπανίως ξεπερνά το 40%. Εκτιμάται πως οι μαύροι ψηφοφόροι ψήφισαν τελικά υπέρ του υποψήφιου των Δημοκρατικών σε ποσοστό 90%.
«Μπορεί να μην είμαστε στους δρόμους, αλλά είμαστε στα κοινωνικά δίκτυα και κάνουμε πράγματα σε αυτό το επίπεδο» σχολιάζει η 24χρονη Γουίτνεϊ Γουάσινγκτον, απορρίπτοντας την διαδεδομένη αντίληψη ότι οι Αφροαμερικανοί της γενιάς της αδιαφορούν για την πολιτική. Και είναι μια εκτίμηση που επιβεβαίωσαν οι κάλπες της Τρίτης, καθώς ιδιαίτερα αυξημένη ήταν η συμμετοχή των ψηφοφόρων ηλικίας 18-34 ετών, μιας ηλικιακής κατηγορίας που έχει γίνει γνωστή ως millennials επειδή τα μέλη της γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν πάνω στην αλλαγή της χιλιετίας.
Millennials εναντίον Τραμπ
Τι να σκέφτονται άραγε τα μέλη αυτής της ηλικιακής ομάδας για τις σημερινές πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ; Πριν από λίγες μέρες, το δίκτυο NBC και το Πανεπιστήμιο του Σικάγο πραγματοποίησαν μια έρευνα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πλειονότητα των νέων στη χώρα είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένη τόσο με τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου όσο και με το πολιτικό σύστημα που τον ανέδειξε.
Στο ερώτημα «τι περιγράφει καλύτερα τα αισθήματά σας για τον Ντόναλντ Τραμπ ως Πρόεδρο», το 74% επιλέγει είτε την «ανησυχία» είτε τον «φόβο», ενώ μόλις το 6% δηλώνει ενθουσιασμένο. Οι μισοί ερωτηθέντες πιστεύουν επίσης ότι ο Τραμπ θα μείνει στην αμερικανική Ιστορία ως ένας «κακός Πρόεδρος», με 6% να θεωρεί πως οι μελλοντικές γενιές θα τον θυμούνται ως έναν «σπουδαίο Πρόεδρο».
Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον βρίσκεται στην απάντηση των Αμερικανών νέων στο ερώτημα «πιστεύετε ότι το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό Κόμμα εκπροσωπούν επαρκώς τον αμερικανικό λαό και αν όχι, νομίζετε πως χρειάζεται ένα τρίτο μεγάλο κόμμα;». Ένα συντριπτικό 71% απαντά ότι πράγματι χρειάζεται, δείχνοντας έτσι το πόσο βαθιά έχει κλονίσει το αμερικανικό πολιτικό σύστημα η εκλογή Τραμπ. Απομένει να φανεί αν τα δύο κόμματα θα βρεθούν ανάμεσα στα υπόλοιπα συντρίμμια που θα αφήσει πίσω του και αν ο Αμερικανός επιχειρηματίας θα μείνει τελικά στην Ιστορία ως Πρόεδρος που γκρέμισε τον δικομματισμό στη γενέτειρα του.
Μιχάλης Τρίκκας
Πηγή: Η Αυγή