Συνέντευξη στον Γιώργη Δάβο
Συμπληρώνεται φέτος μία εκατονταετία από την Οκτωβριανή Επανάσταση και την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Σήμερα, το πώς μιλούμε για την Αριστερά και τον κομμουνισμό έχει αλλάξει. Ποια θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι τα χαρακτηριστικά των εννοιών αυτών σήμερα, πρώτα σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν και, δεύτερον, για το μέλλον;
Όταν σήμερα μιλούμε για κομμουνισμό, εννοούμε κατά βάση την ικανότητα, τη δυνατότητα, να οργανωθεί η κοινωνική συνεργασία με τρόπο δημοκρατικό. Τι πάει να πει αυτό; Ότι θα δημιουργούνται θεσμοί. Όχι όμως θεσμοί κυριαρχίας, αλλά θεσμοί που θα παράγονται από τη βάση. Θεσμοί που θα νομιμοποιούνται όχι από το κράτος το ίδιο, αλλά από την άσκηση μιας άμεσης δημοκρατίας, από μια άμεση δυνατότητα συμμετοχής. Θα οικοδομούν τις ίδιες τις δομές παραγωγής και ακριβώς τούτο θεωρώ ότι αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κομμουνισμού. Διότι ο κομμουνισμός, πέρα από μια συγκεκριμένη πολιτική μορφή, αντικατοπτρίζει συνάμα κι έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής, μια μορφή πάνω στην οποία παράγεται και αναπαράγεται η ίδια η ζωή, αλλά με βάση τις υλικές συνθήκες. Είναι ένας τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, είναι ένα πράγμα ριζωμένο βαθιά μέσα στην ανθρώπινη και την κοινωνική πραγματικότητα, είναι αυτό το ίδιο, υλικότητα. Συνεπώς, ο κομμουνισμός είναι μια μορφή, μια ικανότητα να ενώνονται η επανάσταση και η μεταβολή των θεσμών μαζί με την οργάνωση της εργασίας σε κοινή βάση. Αυτό είναι στην ουσία του ο κομμουνισμός, κάτι που είναι ορατό ότι αποτελεί μια εφικτή δυνατότητα για το μέλλον. Μόνο που το μέλλον αυτό δεν είναι πλέον και τόσο μακριά, γιατί στην πραγματικότητα η συνεργασία τούτη ήδη υφίσταται. Σήμερα, όταν οι εργάτες πηγαίνουν στο εργοστάσιο, πηγαίνουν όχι για να τους διατάσσουν κι αυτοί να υποτάσσονται, γιατί το εργοστάσιο, υπό την παλιά του έννοια, ήδη έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη εταιρεία, στην οποία κυριαρχούν η γνωστική εργασία (cognitive work), οι γνώσεις, η ικανότητα της συνάντησης και της συνεργασίας. Κι αυτές οι συνθήκες συνεργασίας αποτελούν ένα πραγματικά θεμελιώδες και βασικό στοιχείο, που προϋπάρχει της ικανότητας παραγωγής κέρδους. Αυτό σημαίνει πως η παραγωγή έχει μετατραπεί σε κάτι που εξαρτάται απόλυτα και έχει άμεση επιρροή πάνω στους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο καπιταλισμός είναι πλέον μια ξεπερασμένη μορφή εξουσίας πάνω σε μια κοινωνία που γίνεται σταδιακά όλο και πιο ανεξάρτητη. Είναι μια κοινωνία εργατική (operaia), των εργαζομένων, μια κοινωνία στην οποία η εργασία αποτελεί μια μορφή ζωής, είναι κατά βάση διανοητική, νοητική, αλλά χωρίς το γεγονός τούτο να εξαιρεί και τη σωματικότητα, τη βιωματικότητα. Τώρα, ο ερχομός του κομμουνισμού είναι μεν κάτι που μπορεί να διαγνωστεί ότι πλησιάζει, αλλά ποια ακριβώς θα είναι η μορφή του, αυτό δεν μπορούμε ακόμη να το πούμε και τούτο γιατί η μορφή του θα είναι μία από όλες αυτές τις παραλλαγές που σας επεσήμανα παραπάνω: θα μπορούσε μάλιστα να λάβει χίλιες μορφές και να εγκολπώνει όλες τούτες τις παραλλαγές. Αλλά το πώς θα έλθει απομένει ακόμη ως ζητούμενο. Θα έλθει μέσα από όλες τούτες τις μορφές άμεσης συνεργατικότητας, μέσα από μια κοινή άμυνά τους, μέσα από μια κοινή οργάνωση αντιεξουσιαστικών δομών. Εμείς ήδη εργαζόμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση –όχι απλώς υπό το πρίσμα της θεωρίας, αλλά και μέσα από την πολιτική δράση– προς μια αντιεξουσιαστική θεωρία, μια αντιεξουσία του πλήθους. Πράγμα που σημαίνει ότι, μολονότι υπάρχει πληθώρα κινημάτων κατά της εξουσίας, που εναλλάσσονται κατά καιρούς στο προσκήνιο, τα κινήματα τούτα οφείλουν να εφεύρουν τους δικούς τους θεσμούς, εκείνους τους θεσμούς που θα αντιτάσσονται στη δεσποτεία των διευθυντηρίων (governance) και θα μπορούν να δημιουργούν και να παγιώνουν σχέσεις μετασχηματισμού, μεταλλαγής, να απελευθερώνουν δυναμικές τέτοιου είδους που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην έξοδο από τον καπιταλισμό. Ο κομμουνισμός δε, ως έννοια, αντικατοπτρίζει επίσης και μια λύση για την κρίση τούτη.
Μολαταύτα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, και με εφαλτήριο την κρίση, όλοι είχαμε πιστέψει πως ο καπιταλισμός ως κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής έπνεε τα λοίσθια. Απεναντίας, σήμερα διαπιστώνουμε πως ο καπιταλισμός συνεχίζει να κυριαρχεί μέσα από άλλους τύπους κυριαρχίας, όπως η ανεργία, οι μεταναστευτικές ροές, τα διάφορα ρατσιστικά και ακροδεξιά ρεύματα. Εσείς πιστεύετε πως τα κινήματα τούτα έσφαλαν κάπου;
Όχι, δεν πιστεύω ότι έσφαλαν σε κάποιο σημείο. Το ζήτημα είναι ότι τα κινήματα τούτα είναι απλώς κινήματα, δηλαδή έχουν βραχεία διάρκεια. Τα κινήματα οφείλουν να βρουν την ικανότητα να μετασχηματιστούν σε θεσμούς. Σήμερα αυτή είναι η πρώτιστη ανάγκη, το πώς τα απλά κινήματα θα γίνουν θεσμοί. Όσον αφορά τη μέθοδο, υπάρχουν πολλά εμπειρικά παραδείγματα, όπως η περίπτωση της Νάπολης στην Ιταλία, όπου έχει γίνει δυνατή η σύσταση μίας σειράς από συλλογικούς θεσμούς που έχουν αναπτύξει στενούς διαλεκτικούς δεσμούς, αντίθεσης αλλά και προώθησης πολιτικής, απέναντι στην κεντρική εξουσία του Δήμου. Το ίδιο κατά μία έννοια συμβαίνει, αλλά με ριζικά άλλον τρόπο, και στη Βαρκελώνη, όπου η δήμαρχος [η Αντα Κολάου, η οποία αναδείχθηκε από το κίνημα κατά των εξώσεων] έχει κατορθώσει να έχει επαφή με τα δυναμικά κινήματα της τοπικής κοινωνίας.
Η δική σας ανάγνωση για τη σχέση των κινημάτων με την κεντρική εξουσία, όπως αυτή μεταφράστηκε στην ελληνική εμπειρία;
Όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία και καταστάσεις που είναι εμφανές ότι θα πρέπει να εργαστούμε για να τα οικοδομήσουμε. Ιδωμένο υπ’ αυτό το πρίσμα, το ελληνικό πείραμα για παράδειγμα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτυχημένο, απλώς μάλλον εξελίχτηκε όπως εξελίχτηκε και ωρίμασε, με ταχύτητα, βεβιασμένα. Ήταν δε κάτι διαφορετικό στην ιστορία των κινημάτων, γιατί πάνω του επενέργησε μία ανώτερη δύναμη που το ισοπέδωσε. Το μεγάλο πρόβλημα στην ελληνική περίπτωση είναι το πώς θα μπορούσε να ανανεωθεί ένα είδος διακυβέρνησης, μιας ανοικοδόμησης των συλλογικών δυνάμεων του πλήθους έτσι ώστε να μπορεί να βρει τον τρόπο οργάνωσης της δυνατότητας αντίστασής του και προώθησης των προτάσεών του. Υπάρχει απόλυτη ανάγκη να τίθεται διαρκώς σε κίνηση μια διπλή εξουσία: διπλή εξουσία που στην περίπτωση της Αριστεράς δεν θα είναι πλέον μια που θα μοιάζει με εκείνη των μπολσεβίκων, αλλά θα είναι μια εξουσία που αφενός θα έχει έναν ισχυρό κρατικό χαρακτήρα κι αφετέρου θα υπάρχει και θα είναι ενεργό και το πλήθος. Κοντολογίς, σε κάθε κοινωνία υπάρχουν χιλιάδες κινήματα, χιλιάδες δυνατότητες εξουσίας και θα πρέπει να συσταθεί κάπως ένας τρόπος σχέσεων δυναμικός και κατά κάποιον τρόπο ενιαίος. Τους συντρόφους μου στην Ελλάδα, θα τους συμβούλευα να ανανεώσουν την πολιτική τους δράση, τις οργανώσεις δράσης κατά της εξουσίας, τις συλλογικότητες και την κοινότητα. Η περίοδος εκείνη της ανόδου και της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια υπέροχη περίοδος, θα πρέπει λοιπόν να επαναληφθεί. Θα πρέπει να υποχρεωθεί η κυβέρνηση να συνεργαστεί με όλες εκείνες τις συλλογικές εμπειρίες. Εγώ πιστεύω πως αυτό πρέπει να συνιστά μια ατέρμονη σχέση, έναν συσχετισμό δυνάμεων, που να επιβάλλονται στην κυβέρνηση. Συσχετισμοί δυνάμεων που φυσικά όμως δεν θα επιβάλλονται για να κυβερνήσουν οι ίδιοι, αλλά για να πειθαναγκάζουν κάθε φορά την κυβέρνηση να κινείται στο πεδίο της συγκρότησης κοινοτικών φορέων άσκησης πολιτικής, μέσα από τους οποίους θα μπορεί διαρκώς να εκπορεύεται μια πολιτική βούληση για μετασχηματισμό. Εάν δεν επιμείνουμε στο συγκροτησιακό αυτό πεδίο, δεν θα μπορέσουμε να επιτύχουμε τίποτα, γιατί από μόνη της η ανατροπή δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Έχουμε πάνω απ’ όλα ανάγκη να συνδυάσουμε την αγωνιστική μας ικανότητα με την ικανότητα να εκφέρουμε πολιτική πρόταση. Σήμερα μάλιστα, τούτη η δυνατότητα υπάρχει, γιατί το επιτρέπει ακριβώς ο τρόπος παραγωγής. Κι αυτό είναι το μήνυμά μου, όχι απλώς σαν κομμουνιστής, αλλά πάνω απ’ όλα σαν μαρξιστής.
Πηγή: Η Αυγή