Ο Ησίοδος και το Πολυτεχνείο
Παράδοξο ή όχι, τον θεμελιώδη πολιτικό χαρακτήρα του Πολυτεχνείου τον θυμούνται πρωτίστως, με βαθιά ενόχληση, οι κατεξοχήν αντίπαλοί του, όσοι παρέλαβαν από τους χουνταίους τη σκυτάλη της ύβρεως εναντίον του. Αυτοί πρωταγωνιστούν, δεκαετίες τώρα, στη συστηματική εκστρατεία κατασυκοφάντησής του. Αυτοί έσπευσαν πρώτοι να χλευάσουν την επέτειο σαν πανηγυράκι σουβλατζήδων, ώστε αναδρομικά να μειώσουν μέχρι μηδενισμού και τη σημασία της 17ης Νοέμβρη του 1973. Αυτοί χλευάζουν την «κεφάλα του Σβορώνου». Αυτοί αρνούνται ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι εκείνες τις μέρες: «Μύθος οι νεκροί του Πολυτεχνείου». Αυτοί διακινούν την κακοήθη φήμη ότι η εξέγερση «στήθηκε από Αμερικανούς πράκτορες». Αυτοί εμπορεύονται πολιτικά τον κατάπτυστο ισχυρισμό ότι για τον διαμελισμό της Κύπρου δεν φταίνε άλλοι από τους ελεύθερους εγκλωβισμένους του Πολυτεχνείου.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, είναι ολοφάνερη μια «ποιοτική διαφορά». Οι αρνητές του Πολυτεχνείου δεν πλασάρουν πια τη χολή τους αποκλειστικά από περιθωριακά ημίμαυρα κανάλια και από λαθρόβια κιτρινιάρικα έντυπα. Ορισμένοι από αυτούς έχουν αναρριχηθεί πλέον (τοκίζοντας πολιτικά και τη χλεύη τους κατά του Πολυτεχνείου) σε υψηλά αξιώματα. Μετατοπίστηκαν σταδιακά από την ακροδεξιά περιοχή του ιδεολογικού φάσματος (οπότε και υφυπούργευσαν ως στελέχη του ΛΑΟΣ) στη Δεξιά, και μάλιστα σε μια Δεξιά που πολύ θα ήθελε να πιστέψουν κι άλλοι –εκτός από τους υμνητές της στα Μέσα– ότι τυγχάνει Κεντροδεξιά. Κι έγιναν υπουργοί.
Και κομματικοί αντιπρόεδροι. Και μάλιστα ενός κόμματος του οποίου ηγείται ο κατά δήλωσή του νεαρότερος αντιστασιακός παγκοσμίως, αφού ήταν «πολιτικός κρατούμενος της χούντας σε ηλικία έξι μηνών». Και ο οποίος τώρα, διά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως και Ασφαλείας, διατάζει τα ΜΑΤ να εισβάλουν στα πανεπιστήμια, με ποικίλες προφάσεις.