Τελικά ποιος επέβαλε τα capital controls πέρυσι το καλοκαίρι; Υπήρξαν προϊόν απόφασης ή αποτέλεσμα κακών χειρισμών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ή μια πρωτόγνωρη προσπάθεια επηρεασμού και στη συνέχεια ακύρωσης του αποτελέσματος των εθνικών εκλογών του Ιανουαρίου του 2015; Το τελευταίο διάστημα κάποιοι προσπάθησαν να ξαναπαίξουν το ίδιο παιχνίδι εκβιασμού της ελληνικής κυβέρνησης. Όμως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνον ως φάρσα.
Είναι γνωστή, στα βασικά της στοιχεία, η ιστορία της εξάμηνης σκληρής και αδυσώπητης σειράς εκβιασμών από την πλευρά των δανειστών καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης από τη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έλεγαν και επιμένουν να λένε, κόντρα στα γεγονότα, πως εμείς επιβάλαμε τα capital controls, με την υπογραφή μας ή εξαιτίας της πολιτικής μας. Πράγματι, η απόφαση προφανώς έφερε την υπογραφή του τότε υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όμως, δεν επρόκειτο παρά για την τυπική αναγκαία υπογραφή μιας προαναγγελθείσας πιστωτικής ασφυξίας που μας επέβαλαν, παραβιάζοντας κατάφορα τις ίδιες τις συνθήκες πάνω στις οποίες στηρίζεται το καπιταλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Στην επιβολή των capital controls φτάσαμε μέσα από έναν πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα πόλεμο με στόχο να οδηγηθεί μια εκλεγμένη κυβέρνηση στην κατάρρευση, κι έτσι να εκπληρωθεί η περίφημη προφητεία ξένων και εγχώριων πολιτικών και επιχειρηματικών παραγόντων περί «αριστερής παρένθεσης». Με αντίστοιχα απροκάλυπτο τρόπο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε εκβιάσει την πορτογαλική κυβέρνηση οδηγώντας τη χώρα σε μνημόνιο και ρίχνοντας την κυβέρνηση Σόκρατες το 2011, το ίδιο είχε κάνει το 2010 με την Ιρλανδία, και το ίδιο προσπαθεί να κάνει ξανά σε αυτές τις χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κορυφαίοι θεσμοί της δεν δίστασαν να συμπεριφερθούν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια με τον τρόπο που, στις χειρότερες στιγμές τους, συμπεριφέρονταν οι ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική.
Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΚΤ ανέλαβε, εκ μέρους όλων των θεσμών, να οδηγήσει τη χώρα σε πιστωτικό στραγγαλισμό, σταματώντας την παροχή ρευστότητας με το αιτιολογικό ότι η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε συμφωνημένο πρόγραμμα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Όμως η ίδια ΕΚΤ χορηγούσε την απαραίτητη ρευστότητα επί δύο μήνες, με κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, όταν, επίσης, η χώρα ήταν εκτός προγράμματος! Σύμφωνα με το ίδιο το καταστατικό της, η ΕΚΤ οφείλει να διασφαλίζει τη σταθερότητα και τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της ευρωζώνης, αλλά και σε κάθε χώρα χωριστά. Στη δική μας περίπτωση, η μόνη επιμέλειά της ήταν η προσπάθεια εξαναγκασμού σε παραίτηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι πρέπει να παραβιάσει τη βασική καταστατική της υποχρέωση απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους πολίτες της Ελλάδας. Συνεπώς δρούσε μεροληπτικά και πολιτικά, και όχι ως ανεξάρτητος πολιτικά θεσμός όπως υποτίθεται ότι είναι σύμφωνα με τις ιδρυτικές της συνθήκες.
Πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, όταν γινόταν ξεκάθαρο ότι ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, άρχισε η μεθόδευση της εκροής κεφαλαίων (bankrun) με στόχο να επηρεαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ στη συνέχεια, όταν αυτό απέτυχε, νέος στόχος ήταν να μην μπορέσει να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Σαμαράς, αν και ήταν πρωθυπουργός (!), δήλωνε ότι «από την ημέρα της ανάληψης της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κλειστά τα ΑΤΜ». Θυμίζω και τις δηλώσεις Γεωργιάδη ότι θα πάρει τα λεφτά του στο εξωτερικό, καθώς και άλλες ανάλογες πολλών στελεχών της Ν.Δ. Στο χορό είχαν μπει τα ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, που εξαπέλυαν αδίστακτη τρομοκρατία με μαύρη προπαγάνδα, σε συγχορδία με τα στελέχη της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, αναφέροντας χρεοκοπία τραπεζών, «κούρεμα» ή και δήμευση καταθέσεων, κρυφό σχέδιο για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη.
Τον θεσμικό τους ρόλο δεν σεβάστηκαν ούτε καν οι «σοβαροί» Ευρωπαίοι. Ανενδοίαστα ο πρόεδρος του eurogroup Ντάισελμπλουμ μίλησε στις 19 Μαρτίου για «σενάρια Κύπρου» και για «περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων», με άμεση συνέπεια την άλλη μέρα να εκτοξευθεί η εκροή κεφαλαίων κατά 300 εκατομμύρια! Λίγο αργότερα, η υποτιθέμενη «σοβαρή» και «θεσμική» κυρία Ντόρα Μπακογιάννη βγήκε και είπε ότι το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος θα κλείσουν οι τράπεζες, δηλώσεις που υπερπροβλήθηκαν από όλα τα ΜΜΕ προκαλώντας ανησυχία στους καταθέτες. Η προσπάθεια τρομοκρατίας κορυφώθηκε την εβδομάδα του δημοψηφίσματος, που όμως συνετρίβη από το περήφανο «Όχι» των απλών Ελλήνων.
Η τεράστια διεθνής και εγχώρια επιχείρηση εκφοβισμού των καταθετών πριν και κατά τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε παρά να έχει αναπόφευκτα αποτέλεσμα: από το Δεκέμβριο του ’14 με εκροή 4,197 δισ., συνέχισε ανά μήνα με ασύλληπτα νούμερα: 12,786 δισ., 2,189, 4,658, 3,865, 7,581, που μετά την εφαρμογή των capital controls έπεσαν στο 1,509 δισ. τον Ιούλιο και στα μόλις 449 εκατ. τον Αύγουστο.
Ο μοναδικός τρόπος να αντισταθεί κανείς σε αυτήν τη συντονισμένη επιχείρηση αρχικά επηρεασμού και στη συνέχεια ακύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος ήταν, όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένως σε ομιλίες μου στη Βουλή, να έχουμε επιβάλει capital controls αρκετά νωρίτερα, με τους δικούς μας όμως όρους. Οι περιορισμοί αυτοί θα αφορούσαν όσους καταθέτες ήθελαν να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό ή καταθέτες που ήθελαν να κρύψουν τα μετρητά «στο στρώμα», που δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανάληψη μεγάλων ποσών, π.χ. προσκομίζοντας προσύμφωνο για αγορά κατοικίας. Άλλωστε και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η εκροή των καταθέσεων κατά τη διάρκεια των «καυτών» μηνών του 2015 κατέληξε στα σεντούκια οδηγώντας ακόμη και σε τραγελαφικές καταστάσεις, καθώς φοβισμένοι άνθρωποι έκρυβαν πρόχειρα τεράστια ποσά στα σπίτια τους με κατάληξη να πέσουν θύματα κλοπής των οικονομιών τους. Τέτοιοι περιορισμοί θα απέτρεπαν τη φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό και θα περιόριζαν τη δυνατότητα εκβιασμού της κυβέρνησης.
Το παιχνίδι των εκβιασμών από την πλευρά των θεσμών ξαναέφεραν στο φως οι διαρροές των WikiLeaks, όπου ο Τόμσεν, ως κακέκτυπο του Μέτερνιχ, επιδίωκε να ξαναπαίξει το ίδιο έργο της πιστωτικής ασφυξίας, για να εκβιάσει πάλι την κυβέρνηση μας στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις. Η ιστορία όμως δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνον ως φάρσα… Πόσο μάλλον όταν ο Τόμσεν θέλησε να εκβιάσει όχι μόνο την ελληνική κυβέρνηση αλλά και όλη την ΕΕ, λόγω του επιπρόσθετου μείζονος προβλήματος του βρετανικού δημοψηφίσματος. Ήθελε ακόμη να εκβιάσει ειδικά τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να στηρίξει τις ακραίες θέσεις του, καθώς η Μέρκελ έχει δεσμευτεί στην Βundestag για την εκ των ων ουκ άνευ παρουσία του ΔΝΤ στα προγράμματα «διάσωσης».
Ο Μάκης Μπαλαούρας είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.