Συνεντεύξεις

Λήξη του μνημονίου δεν σημαίνει λήξη των προβλημάτων-Συνέντευξη με τον Χριστόφορο Παπαδόπουλο, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Πώς θα χαρακτήριζες την έως εδώ συμφωνία με τους δανειστές; Έχω τη γνώμη ότι η επίσημη κυβερνητική διατύπωση «εντέλει, ισορροπημένη και βιώσιμη», χωρίς να παραβλέπω το «εντέλει», κρύβει δύσκολες πτυχές της. Αν τη λέγαμε «συμφωνία ανάγκης», ή όπως ειπώθηκε μετά τη Μάλτα «στενάχωρη συμφωνία», για την πλειοψηφία του λαού δεν θα ήταν πιο ακριβές;

Όπως και να την ονομάσεις, είναι μια δυσάρεστη συμφωνία στο βαθμό που περιλαμβάνει μέτρα εις βάρος των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία είναι στραμμένη η προσοχή μας, δεδομένου ότι θίγονται οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι. Δεν ήταν επιλογή μας αυτά τα μέτρα, αντίθετα, ήταν εκβιασμός του ΔΝΤ προκειμένου να μείνει στο πρόγραμμα, στον οποίο συναίνεσαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Αυτονόητο είναι ότι, σε περίπτωση που το ΔΝΤ αποσυρθεί, τα μέτρα δεν θα εφαρμοστούν, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών. Τούτων δοθέντων, η διαπραγματευτική στρατηγική επικεντρώθηκε στα αντίμετρα, με τα οποία επιχειρείται να ανακτηθεί η κοινωνική προστασία υπέρ των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο ισολογισμός δεν είναι ούτε ουδέτερος, ούτε αμελητέος, όπως επιχειρεί να το παρουσιάσει η αντιπολίτευση, αντίθετα. Σταχυολογώ μερικά από αυτά που έχουν αντίκτυπο σε ευρύτατες κοινωνικές ομάδες και μάλιστα σε κοινωνικές ομάδες που θίγονται από τα μέτρα ή σε κοινωνικές ομάδες που είναι αθέατες από τον πολιτικό ανταγωνισμό και τον επικριτικό λόγο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιδότηση ενοικίου, σχολικά γεύματα, οικογενειακά επιδόματα, βρεφονηπιακοί σταθμοί για όλους, μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, μείωση του φορολογικού συντελεστή, της εισφοράς αλληλεγγύης και του ΕΝΦΙΑ, είναι πολιτικές υπέρ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν υποτιμώ ότι στα αντίμετρα περιλαμβάνονται η αύξηση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά τα κεφάλαια της ανεργίας, όπως και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, δεν εξαντλούνται από τα αντίμετρα.

Τα καλά παραδείγματα

Μπορούμε, συμπληρωματικά ή ως αυτόνομη ερώτηση να δοκιμάσουμε έναν απολογισμό ως τώρα, με βάση τη σχηματική, αλλά χρήσιμη προσέγγιση των «τριών κουβάδων».

Για τον πρώτο κουβά τα είπαμε, στον δεύτερο, σε εκείνα που διαπραγματευτήκαμε με επιτυχία, δεσπόζουσα θέση κατέχει η συμφωνία για τις εργασιακές σχέσεις και τις συλλογικές συμβάσεις από τον επόμενο χρόνο, η οποία δημιουργεί μια «κανονικότητα» για το χώρο της εργασίας, ιδιαίτερα όταν η κανονικότητα ιδωθεί από κοινού με τις πολιτικές του υπουργείου Εργασίας και της Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) για την αδήλωτη εργασία, τον περιορισμό των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και την παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, αν και όλα αυτά ανήκουν εν μέρει και στον «τρίτο κουβά», δηλαδή στο τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα. Από εκεί και πέρα, στον τρίτο κουβά, επίσης, περιλαμβάνονται η επανίδρυση του κοινωνικού κράτους, με καλά παραδείγματα το σχεδιασμό για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια και την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανθρωπιστικής κρίσης. Στα καλά παραδείγματα συμπεριλαμβάνονται οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για ένα άλλο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Λείπουν, όμως, πολλά στη διαχείριση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, στο προσφυγικό, στο διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, στο πεδίο της απονομής δικαιοσύνης.

Η δεύτερη αξιολόγηση υποτιμήθηκε μάλλον όσον αφορά τη σημασία και τις δυσκολίες της, ενώ θα προδίκαζε πολύ σοβαρά πράγματα, όπως τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα πλεονάσματα, τη συμμετοχή του ΔΝΤ, εντέλει, την έξοδο από το μνημόνιο, το δανεισμό απ’ τις αγορές, την ποσοτική χαλάρωση. Αν συγκρίνουμε το περιεχόμενό της με τις προσδοκίες που διαμορφώσαμε στους πολίτες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, τι συμπεράσματα βγάζουμε;

Ενδεχομένως δεν είχαμε προβλέψει την έκταση και την πολυπλοκότητα των αντιθέσεων, το βλέπαμε κάπως σχηματικά, ότι από τη μια μεριά είμαστε εμείς και από την άλλη οι δανειστές και ότι το ζήτημα είναι να «βγαίνουν οι αριθμοί», όπως έλεγε ο Τόμσεν. Από τη στιγμή, όμως, που οι αριθμοί έβγαιναν, φάνηκε ότι το παιχνίδι ήταν ευρύτερο ακόμα και του ελληνικού προβλήματος. Σίγουρα οι προεκλογικοί σχεδιασμοί της Γερμανίας παίζουν το ρόλο τους, όπως παίζει ρόλο και η «αριστερή παρένθεση», δηλαδή η τιμωρητική πολιτική απέναντι στον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Τα νέα μέτρα που επέβαλε το ΔΝΤ για παράδειγμα δεν ήταν μόνο οι συνταγές των εγχειριδίων του Ταμείου, αλλά και αποσκοπούσαν στο να αποκοπεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τις κοινωνικές του εκπροσωπήσεις. Οι αντιθέσεις, ωστόσο, είναι διεθνικές, ευρύτερες: η αντίθεση ΗΠΑ και ΕΕ ή «ο Τραμπ εναντίον της Μέρκελ», όπως απεικονίστηκε στον Τύπο, είναι στην πραγματικότητα αντιθέσεις για την ηγεμονία και την ίδια στιγμή αντιθέσεις για τις υφεσιακές πολιτικές και τη οικονομική στασιμότητα. Όμως και στο επίπεδο της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σοβούν αντιθέσεις που έχουν να κάνουν με τις πολιτικές λιτότητας και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Ταυτόχρονα, μεγάλες διαφωνίες έχουμε ακόμη και αναφορικά με τους ίδιους τους θεσμούς πολιτικής διαμεσολάβησης, όπως είναι η Κομισιόν, και την αντικατάστασή τους από μηχανισμούς αυτόματης επιβολής. Πίσω από όλα αυτά είναι η κρίση χρέους και δεν αφορά μόνο το χρέος της Ελλάδας, αλλά ολόκληρου του ευρωπαϊκού Νότου, της Γαλλίας και της Ιταλίας συμπεριλαμβανομένης. Με αυτή την έννοια η διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος παίζεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο με άδηλη την τελική κατάληξη.

Τι μπορούμε να προβλέψουμε από τα έως τώρα γνωστά για τη συμφωνία για το χρέος και τα πλεονάσματα;

Προβλέψεις μπορούμε να κάνουμε μόνο για το μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή ότι σύντομα θα έχουμε ένα συμβιβασμό μεταξύ των ευρωπαϊκών Θεσμών και του ΔΝΤ, που θα αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και την εξομάλυνση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα από το 3,5%, τουλάχιστον για την περίοδο μετά το 2020. Γεγονότα ικανά ώστε να μπει η χώρα στην ποσοτική χαλάρωση και το δανεισμό από τις αγορές, που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σχετική οικονομική και πολιτική «αυτονομία».

Η επιτήρηση και ο αγώνας θα συνεχιστούν

Η λήξη του μνημονίου, η έξοδος, φθάνει, αλλά πώς θα είναι; Θα είναι «ομαλή», θα έχει «ουρές», «συμφωνημένη» διαδρομή για τα μετά; Ήδη βλέπουμε από τώρα να πιάνουν θέση όλοι, και όλα δείχνουν ότι και τότε δεν θα είναι μια «γιορτή αποφοίτησης». Πώς πρέπει να προετοιμαζόμαστε, καθώς θα είμαστε μάλιστα μία ανάσα από τις εκλογές;

Η λήξη του μνημονίου δεν σημαίνει και τη λήξη της επιτήρησης, η ίδια η διαπραγμάτευση έδειξε την πρόθεση των δανειστών να δημιουργήσουν όρους μιας συνεχούς επιβολής σε κάθε πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας. Από αυτήν τη σκοπιά, η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας και της νομοθετικής αυτονομίας θα είναι ένας συνεχής αγώνας, όχι μόνο σήμερα, αλλά και αύριο. Όσον αφορά την προετοιμασία, η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό, αλλά και τις συμμαχίες πανευρωπαϊκά, με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που διαπιστώνουν ότι το πρόβλημα τις αφορά, αποκλειόμενης φυσικά της ακροδεξιάς.

Ασφαλώς πρέπει να επιμείνουμε στη διεύρυνση των συμμαχιών μας (Νότος, Πράσινοι, σοσιαλδημοκράτες κτλ.). Πόσο, όμως, βοήθησαν έως τώρα; Να κάνουμε μια εκτίμηση, διότι γίνονται εν μέσω κινηματικής άπνοιας. Στο κρίσιμο σημείο, όταν ΔΝΤ και Γερμανία συμφώνησαν και άφησαν τις κακές τους θέσεις (υψηλά πλεονάσματα, πρόσθετα μέτρα) σε βάρος μας, οι συμμαχίες φάνηκαν ανίσχυρες. Τουλάχιστον αυτό ισχύει έως τώρα.

Είναι σαφές πως οι συμμαχίες που περιγράφεις θα αποκτήσουν βάθος και περιεχόμενο, άρα και περαιτέρω διαπραγματευτική ισχύ, αν και εφόσον στοιχηθούν ή/και προκαλέσουν την κοινωνική κίνηση. Μετά το παγκόσμιο 2011, αλλά και τους επιμέρους αγώνες ενάντια στη λιτότητα, η ταξική πάλη στον ευρωπαϊκό χώρο έχει καταλαγιάσει. Ο θεσμικός –και εκλογικός– αντίκτυπος, αν θέλετε, ήταν και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητική δύναμη, των Podemos σε τρίτο κόμμα και κυβερνητική ροπή, τον επαναπροσδιορισμό των Εργατικών του Κόρμπυν κλπ. Η κοινωνική αντίσταση δεν πέτυχε να ανατρέψει τη λιτότητα και ήταν ασύμμετρη, δημιούργησε όμως τριγμούς. Είναι απολύτως ζωτική για τις όποιες αλλαγές σε προοδευτική κατεύθυνση –άρα και τις αντίστοιχες πολιτικές συμμαχίες– η επανεκκίνηση μιας ευρωπαϊκής κινηματικής διαδικασίας, που πλέον δεν θα αμφισβητεί απλώς τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, αλλά θα θελήσει να την ανατρέψει και να την αντικαταστήσει.

Αφαιρώντας από το κεφάλαιο, προσθέτοντας στην εργασία

Το αμείλικτο ερώτημα για την κυβέρνηση είναι ότι, όσο λέει ότι «εντέλει» η συμφωνία είναι ισορροπημένη ή ότι αυτός ο συμβιβασμός για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση έγινε για το «εξιτήριο» από το μνημόνιο, που είναι ο μείζων στόχος, κοινωνικός και εθνικός, η κοινωνία μπορεί να μην έχει πλέον υπομονή να ακούσει ύστερα από την επταετή μνημονιακή διαδρομή. Αυτό πώς το αντιμετωπίζουμε;

Θα είμαι σαφής: δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι η όποια ευημερία των αριθμών θα αντικατοπτριστεί εκλογικά, πολιτικά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Η έξοδος από την επιτροπεία με την κοινωνία όρθια είναι ένα σχήμα λόγου με δύο σκέλη, και η δική μας έμφαση αφορά και το πρώτο, αλλά, κυρίως, και εδώ είναι το δικό μας πολιτικό στίγμα, το δεύτερο. Στα επόμενα δύο χρόνια, αν δεν άρουμε τις προϋποθέσεις που εντείνουν διαρκώς την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, την απογοήτευση και εντέλει την απόσυρση των κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούν τη συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ, τότε οι όποιες θετικές αποτυπώσεις δεν θα μπορέσουν να επικοινωνηθούν. Με αυτή την έννοια, πρέπει να επουλώσουμε κοινωνικά τραύματα, να ορίσουμε μια κοινωνική απεύθυνση έξω από τα όρια της καθεστηκυίας τάξης. Το μέτρο της επιτυχίας αυτής της κυβέρνησης θα οριστεί και από την επιδίωξη και υλοποίηση μιας μακρόπνοης και βιώσιμης ανάπτυξης, που θα περνά μέσα από την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, που θα αφαιρεί από το κεφάλαιο για να προσθέτει στην εργασία.

Πάντα ελλοχεύει ο πειρασμός οι απολογισμοί μας μετά από μια συμφωνία να διατρέχονται από το αίσθημα μιας κάποιας επιτυχίας. Ο κόσμος, όμως, γνωρίζει επακριβώς και σε τι συνθήκες κινούμαστε, και πώς παλεύουμε, σε συνθήκες ήττας, και ότι κάτι καταφέρνουμε πέρα από τις υποχωρήσεις μας. Δεν πρέπει να είμαστε πιο ειλικρινείς, αληθινοί; «Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα» οι πολίτες, ιδίως ο κόσμος που μας στήριξε.

Δεν χρειάζονται ωραιοποιήσεις της συμφωνίας και πανηγυρισμοί, γιατί δεν μπορούν να γίνουν. Αυτά αφορούν την παράταξη του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου, καθώς και των διαδόχων τους. Νομίζω πως δεν συμβαίνει από τη δική μας πλευρά, παρόλο που υπάρχουν παραφωνίες. Στον καθαρό διάδρομο των δυο χρόνων που ανοίγεται, χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ ειλικρίνεια, κοινωνική διαβούλευση, συμμετοχή στο σχεδιασμό μιας άλλης προοπτικής, πολλή εργατικότητα και λιγότερα λόγια. Το μεγαλύτερο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε είναι της σταθερής εργασίας για ολοένα και περισσότερους/ες.

 

Μετά τι συμφωνία, τι;

H κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται αντιμέτωποι με τα όρια των πεποιθήσεων της Αριστεράς. Επομένως μ’ αυτό το δεδομένο: Μετά τη συμφωνία τι; Όσον αφορά την κυβέρνηση, πώς θα δουλέψει, πώς θα κρίνει την έως τώρα δουλειά της;

Το μέχρι στιγμής κυβερνητικό έργο είχε να κάνει σε πολλά σημεία και με τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς. Πλέον η δικαιολογία αυτή δεν υπάρχει και χρειάζεται ένα νέο στυλ πολιτικής δουλειάς, που δεν θα αποφεύγει την κοπιώδη, όσο και διαβουλευτική εργασία για χάρη της επικοινωνίας. Ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου έχει αρχές που, αν τηρηθούν, μπορεί να αποφέρει πολλά περισσότερα ως κοινωνικό αποτύπωμα. Οι ΕΠΕΚΕ, για παράδειγμα, ως συσσωματώσεις που αποτελούνται από το κόμμα, την κυβέρνηση και τους βουλευτές είναι κρίσιμης σημασίας για την παραγωγή νομοθετικού έργου, την αληθινή εικόνα των κοινωνικών αιτημάτων και εντέλει την κυβερνητική εγρήγορση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει το κόμμα των από κάτω

Πώς θα δουλέψει το κόμμα που έως τώρα απλώς παρακολουθεί την κυβέρνηση;

Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να προσαρμοστεί σε αυτό που του αναλογεί. Να γίνει το κόμμα της μεγάλης πλειοψηφίας των από κάτω, να ευνοεί την παραγωγή μιας άλλης πολιτικής κουλτούρας και πρακτικής, να συνδεθεί με τις πιο ζωντανές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, να στηρίζει, αλλά κυρίως να πιέζει την κυβέρνηση για αλλαγές που αφορούν την κοινωνική του συμμαχία. Ο ρόλος αυτός δεν θα του αποδοθεί, πρέπει να τον διεκδικήσει πέρα από κομματικές αδράνειες, κυβερνητικές αβαρίες και την εύλογη ως ενός σημείου κοινωνική αδιαφορία. Το έργο αυτό είναι κολοσσιαίο, όμως, οι αποφάσεις του 2ου συνεδρίου μας ως οδοδείκτης μπορούν να αποδώσουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Για την κοινωνία πώς δουλεύουμε μέσα στα κινήματα, παρά το ότι επικρατεί άπνοια;

Η κινηματική νηνεμία δεν σημαίνει και ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο. Τα κοινωνικά κινήματα παρήγαγαν έναν σπουδαίο κύκλο εργασιών έως το 2015, πράγμα που έφερε και τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Η ριζοσπαστική Αριστερά στηρίζεται στην κοινωνική κίνηση και χωρίς αυτή χάνει το καταστατικό για τη δικαιολόγηση της πολιτικής της ύπαρξης. Έτσι, η δουλειά μας σε αυτό το επίπεδο αφορά προφανώς το σεβασμό στην αυτονομία των κινημάτων, αλλά και ταυτόχρονα την προσπάθεια για επώαση μια δημοκρατικής, δημιουργικής και εξόχως διεκδικητικής κοινωνίας των πολιτών.

 

Οι ευρωπαϊκές πολιτικές τάσεις

Ποια είναι η πολιτική δυναμική στην Ευρώπη, κατά τη γνώμη σου, το επόμενο διάστημα; Μπορούμε να υπολογίζουμε στην προοπτική μας σε ένα μέρος της;

Η ιστορία είναι ριζικά ενδεχομενική και έτσι οι όποιες προβλέψεις είναι επισφαλείς. Οι τάσεις όμως, νομίζω, που διαμορφώνονται είναι σαφείς. Πρώτον, η Αριστερά διαφαίνεται να μπορεί να οριστεί ως κυβερνητική δύναμη και να οριστεί ως η πλέον αυθεντική ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Δεύτερον, η σοσιαλδημοκρατία απειλείται από το λεγόμενο pasokification (ΠΑΣΟΚ, Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, Ολλανδίας, Ισπανίας κτλ.) και είτε συνεχίζει μια ξεφτισμένη εκδοχή του «τρίτου δρόμου», είτε αναγκάζεται σε επαναπροσδιορισμό για να διασωθεί. Τρίτον, η ακροδεξιά πλέον, κατά περιπτώσεις, έχει κυβερνητική ροπή και απειλεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, όχι ριζοσπαστικά, αλλά με τον οπισθοδρομικό όσο και ατελέσφορο οικονομικά εθνικισμό της. Τέταρτον, η παραδοσιακή Δεξιά δεν φαίνεται να μπορεί πάντα να ανακόπτει την προέλαση της δύναμης στα δεξιά της, ακόμα κι όταν υιοθετεί την ατζέντα της. Η όποια συμμαχία ενάντια στην ακροδεξιά περνάει από την άρση της λιτότητας, την επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους και τελικά την προοδευτική επανίδρυση της ΕΕ. Εδώ, φυσικά, η Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα χρειάζεται να έχουν κομβικό ρόλο.

Πηγή: Η Εποχή