Macro

Sven Beckert «Η αυτοκρατορία του βαμβακιού. Μια παγκόσμια ιστορία», μετάφραση: Πελαγία Μαρκέτου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022

Όπως σημειώνει ο Sven Beckert, το βιβλίο αυτό περιγράφει τον καπιταλισμό εν δράσει. Ο καθηγητής Αμερικανικής Ιστορίας στο Χάρβαρντ δεν καταθέτει μια τεχνική μελέτη για την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και τη μεταποίηση του βάμβακος∙ τον ενδιαφέρει πρωτίστως η πολιτική του οικονομία.
 
Στην αυτοκρατορία του βαμβακιού συμμετείχαν ευρωπαίοι έμποροι, επιχειρηματίες, κεφαλαιούχοι και ισχυροί κρατικοί λειτουργοί, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τη συσσωρευμένη πείρα και τις απέραντες αγορές μιας πανάρχαιης μεταποιητικής δραστηριότητας στην Ασία, την Αφρική, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Όχημά τους ήταν η στρατιωτική δύναμη των κρατών τους, ο συνδυασμός του υπερπόντιου επεκτατισμού και της εργασίας των σκλάβων, η εισαγωγή νέων μηχανών και η καθιέρωση νέων μορφών ημερομίσθιας εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της παιδικής.
 
Οι Ευρωπαίοι συνένωσαν την ισχύ του κεφαλαίου και την πυγμή του κράτους προκειμένου να σφυρηλατήσουν, αρκετά συχνά με τη βία, ένα παγκόσμιο σύμπλεγμα παραγωγής, και κατόπιν χρησιμοποίησαν το κεφάλαιο, τα δίκτυα και τους θεσμούς που αφορούσαν το βαμβάκι έτσι ώστε να αναδυθούν με ούριο άνεμο στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και του πλούτου.
 
Χάρη στην πυγμή του ένοπλου εμπορίου δημιουργήθηκε ένας περίπλοκος ευρωκεντρικός ιστός θαλάσσιων εμπορικών οδών∙ με τη σφυρηλάτηση στρατιωτικών και δημοσιονομικών μηχανισμών, επιβλήθηκε η εξουσία του∙ η επινόηση χρηματοοικονομικών εργαλείων επέτρεψε τη μεταφορά κεφαλαίων και αγαθών σε τεράστιες αποστάσεις∙ η ανάπτυξη ενός νομικού συστήματος προσέδωσε στοιχειώδη ασφάλεια στις επενδύσεις στις μακρινές χώρες∙ η οικοδόμηση συμμαχιών με κεφαλαιούχους και ηγεμόνες στις περιοχές αυτές προσέφερε πρόσβαση στους τοπικούς υφαντές και βαμβακοκαλλιεργητές∙ η απαλλοτρίωση των γαιών και ο εκτοπισμός των Αφρικανών δημιούργησαν ανθηρές φυτείες.
 
Η αντιμισθία του πολεμικού καπιταλισμού
 
Η δουλεία ήταν εκείνη που κυρίως επέτρεψε στους ιδιοκτήτες φυτειών να ανταποκριθούν γρήγορα στις αυξανόμενες τιμές και στις διευρυμένες αγορές. Δεν επέφερε μόνο την κατεπείγουσα επιστράτευση τεραστίων εργατικών πληθυσμών, αλλά και το καθεστώς της βίαιης επίβλεψης και της ουσιαστικά ακατάπαυστης εκμετάλλευσης, το οποίο αντιστοιχούσε στις ανάγκες μιας καλλιέργειας με κύριο χαρακτηριστικό την «ένταση εργασίας».
 
Η δυναμική αυτή διαδικασία έσυρε ταχύτατα την αφρικανική ήπειρο στην αρπάγη της και εκτίναξε την εισαγωγή σκλάβων στην αμερικανική ήπειρο. Περίπου οι μισοί από το σύνολο των σκλάβων που πουλήθηκαν στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική από το 1492 έως το 1888, έφτασαν εκεί μετά το 1780.
 
Η παραγωγή βάμβακα στην αμερικανική ήπειρο θα θεμελιωνόταν στην εργασία των σκλάβων ή των απελεύθερων μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865). Δημοσίευμα της Southern Cultivator, που ήταν εφημερίδα-όργανο των Νοτίων γαιοκτημόνων, αναφέρει: «ο νέγρος είναι ο χειρώνακτας του Νότου σύμφωνα με το πρέπον, το δίκαιο και τη θεϊκή εντολή […] και έχει εκπέσει σε άγρια κατάσταση από την περίσσια ελευθερία του».
 
Η παγκοσμιοποίηση του εμπορεύματος
 
Ο Beckert δίνει μια πολύ γλαφυρή περιγραφή των παγκόσμιων εμπορικών δικτύων:
 
«Ας σκεφτούμε τους κρίκους μιας μόνο αλυσίδας. Όταν κάποιος ιδιοκτήτης φυτείας στο Μισισίπι ήθελε να προμηθεύσει με βαμβάκι έναν κατασκευαστή στο Μάντσεστερ, έπρεπε πρώτα ο τοπικός εμπορικός πράκτορας του Μισισίπι να του προσφέρει πιστώσεις ώστε να αποκτήσει σκλάβους, γη και εξοπλισμό. Ο πράκτορας, από την πλευρά του, κατά πάσα πιθανότητα αντλούσε τους πόρους του από τους εμπόρους του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης. Ο πράκτορας θα το πρόσφερε για πώληση στους εξαγωγείς του λιμανιού της Νέας Ορλέανης, οι οποίοι με τη σειρά τους θα το πωλούσαν στους εισαγωγείς του Λίβερπουλ. […] Με το που θα έφτανε το βαμβάκι στο Λίβερπουλ, ο εισαγωγέας θα ανέθετε τη διάθεσή του σ’ έναν βαμβακομεσίτη, στον μεσάζοντα που ειδικευόταν στις πωλήσεις. Εκείνος θα το προωθούσε σε κάποιον βιομήχανο. Ο βιομήχανος θα μεταποιούσε το βαμβάκι και έπειτα θα προμήθευε έναν άλλον έμπορο που οργάνωνε τη φόρτωση και την αποστολή του νήματος σε κάποιο μακρινό λιμάνι, στην Καλούτα για παράδειγμα. […] Έτσι, το βαμβάκι που καλλιεργούσαν οι δούλοι στο Μισισίπι και το μεταποιούσαν σε νήμα στο Λάνκασερ κατέληγε κατά πάσα πιθανότητα να υφαίνεται σε πουκάμισα κάπου στην ινδική ύπαιθρο».
 
Ο νέος ιμπεριαλισμός του βαμβακιού
 
Από το 1850, οι Ινδοί βαμβακέμποροι οδηγήθηκαν στο περιθώριο. Ο σημαντικότεροι ευρωπαίοι έμποροι καθετοποίησαν τις επιχειρήσεις τους –συνδέοντας με τη βία απευθείας τους καλλιεργητές με τους βιομήχανους. Οι Ινδοί δεν μπόρεσαν να αντέξουν στον ανταγωνισμό, καθώς συγχρόνως εμποδίστηκαν από την αυτοκρατορική Αγγλία στην ανάπτυξης μιας εγχώριας βιομηχανίας βάμβακος.
 
Στην Αίγυπτο, στην οποία η «ένταση εργασίας» του τοπικού πληθυσμού στην καλλιέργεια βάμβακος είχε φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα στα χρόνια του εκσυγχρονιστή χεβίδη Μοχάμετ Άλι, το κράτος αναγκάστηκε να συνάψει υψηλότοκα δάνεια με βρετανικές τράπεζες, γεγονός που οδήγησε στην παράδοση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στους Βρετανούς το 1888.
 
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Μεξικό. Χωρίς τα εδάφη που απέσπασαν με πολέμους οι ΗΠΑ το 1848-50 (Τέξας, Καλιφόρνια, Νιου Μέξικο, Αριζόνα), θα ήταν το Μεξικό και όχι οι ΗΠΑ η πρώτη βαμβακοπαραγωγική χώρα στον κόσμο στις αρχές του 20ού αιώνα. Και εδώ έγινε συστηματική προσπάθεια για να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας. Ωστόσο, μετά την Επανάσταση του 1910-1920, οι νέες κυβερνήσεις προώθησαν πολιτικές για τον γρήγορο εκβιομηχανισμό της χώρας, ερχόμενες συχνά σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
 
Μετατόπιση προς τα νοτιοανατολικά
 
Ο συγγραφέας αφιερώνει μεγάλο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου στις κινητοποιήσεις των εργατών στη βαμβακοβιομηχανία. Τουλάχιστον στις βορειοατλαντικές χώρες, οι εργάτες κατέκτησαν τη μείωση των ωρών εργασίας, βελτίωσαν τις εργασιακές συνθήκες, αύξησαν τα ημερομίσθιά τους, και απέκτησαν πολιτική επιρροή.
 
Σήμερα τα κέντρα μαζικής παραγωγής και μεταποίησης βάμβακος έχουν μετατοπιστεί από τις ΗΠΑ, την αμερικανική ήπειρο και την Αγγλία στην Κίνα, στην Κεντρική και Νότια Ασία και στην Αφρική.
 
Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με τη σημερινή ερείπωση της βιομηχανίας βάμβακος στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, «εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες συρρέουν στα κλωστοϋφαντουργεία της Κίνας, της Ινδίας, του Πακιστάν και άλλων χωρών, ενώ ακόμη περισσότερα εκατομμύρια εργάτες φροντίζουν τις βαμβακοκαλλιέργειες στην Αφρική. Χάρη στις δικές τους προσπάθειες, που είναι συνήθως κακοπληρωμένες, το 98% περίπου των ενδυμάτων που πωλούνται σήμερα στις ΗΠΑ έχει κατασκευαστεί στο εξωτερικό».
 
Οι σημερινοί εταιρικοί ανώνυμοι τιτάνες που εκμεταλλεύονται το βαμβάκι ιστορικά δεν υπήρξαν αυθύπαρκτοι. Η μεγαλύτερη πηγή ισχύος για τους κεφαλαιούχους υπήρξε διαχρονικά το γεγονός ότι βασίζονταν σε ισχυρά κράτη. Αυτή ακριβώς όμως η εξάρτηση προσέφερε συγχρόνως στους εργάτες μια δίοδο για να βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες. Η χειραφέτηση του κεφαλαίου από τα επιμέρους εθνικά κράτη έχει δραματικές συνέπειες για τους εργάτες ολόκληρου του κόσμου. Όπως σημειώνει ο Beckert, «ο καπιταλισμός απαιτεί, αλλά και δημιουργεί μια συνθήκη “διαρκούς επανάστασης”. Όμως, αυτή η “διαρκής επανάσταση” καθίσταται εφικτή μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν τόποι και λαοί που ανατρέπεται η ζωή τους».
 
Καπιταλισμός εν δράσει∙ πιο αδηφάγος από ποτέ.
 
Θανάσης Μήνας