Ι. Εκτός
Η διαπραγμάτευση που συναρτάται με τη δεύτερη αξιολόγηση συνεχίζεται. Υπό τη συνθήκη που διεκδικεί η ελληνική πλευρά: τα υφεσιακά μέτρα – δηλαδή η παραπέρα λιτότητα- που οι δανειστές την πιέζουν να δεχθεί να αντισταθμίζονται από ελαφρύνσεις με τρόπο ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι δημοσιονομικά ουδέτερο.
Όμως εδώ δημιουργείται μια εύλογη απορία: Αφού τα Μνημόνια επιβλήθηκαν για λόγους, υποτίθεται, καθαρά δημοσιονομικούς, τι νόημα έχει αυτή η συνθήκη και γιατί οι δανειστές φαίνεται να την αποδέχονται;
Η απορία λύνεται αν αναλογιστούμε, πρώτα απ’ όλα, ότι τα Μνημόνια δεν είχαν ποτέ τον χαρακτήρα μιας πολιτικά αδιάφορης δανειοδότησης. Αυτά συνοδεύονταν εξ αρχής από μια κατ’ ουσίαν ανεξέλεγκτη πολιτική επιτροπεία προικισμένη με τη δυνατότητα να διευρύνει τα πεδία παρέμβασής της πολύ πέρα από τα δημοσιονομικά. Αυτή η δυνατότητα άρχισε να υλοποιείται συστηματικά ιδίως μετά τις δεύτερες εκλογές. Η ούτως ή άλλως διστακτική αποδοχή της δημοσιονομικής ουδετερότητας από τους δανειστές πρέπει λοιπόν να ιδωθεί υπ’ αυτό το πρίσμα. Πρίσμα κατ’ εξοχήν πολιτικό.
Είναι προφανές ότι ο σχηματισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ. – Οικολόγων συνιστά μείζονα παραφωνία σε ό,τι αφορά ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Διότι η ίδια η πραγματοποιημένη δυνατότητα σχηματισμού της αποτελεί παράδειγμα για τους λαούς κατ’ αρχάς της Ευρώπης. Που μάχονται τη λιτότητα και αντιτίθενται στις βλέψεις της Γερμανίας να ηγεμονεύσει και πολιτικά την Ευρώπη. Άρα η εν λόγω κυβέρνηση έπρεπε να ανατραπεί το γρηγορότερο και κατά το δυνατόν τιμωρητικά. Όσο και αν η δημοκρατική νομιμοφάνεια απαγόρευε να λεχθεί κάτι τέτοιο ρητά και επισήμως.
Όμως η στήριξη του ελληνικού λαού, όπως φάνηκε με το δημοψήφισμα και τα αποτελέσματα των εκλογών που ακολούθησαν, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Άρα δεν απέμενε παρά το να αρχίσει να εκδιπλώνεται η δεύτερη πάγια στρατηγική σε τέτοιες περιπτώσεις: εκείνη της αφομοίωσης. Προκειμένου να αρθεί η παραφωνία τουλάχιστον έτσι. Άλλωστε στην επιλογή μιας τέτοιας στρατηγικής συνδράμουν και τα δημοσιονομικά αποτελέσματα που πέτυχε η κυβέρνηση τον τελευταίο χρόνο και τα οποία, βέβαια, δεν μπορεί να αγνοούνται για πολύ.
Η αποδοχή λοιπόν της δημοσιονομικής ουδετερότητας από τους δανειστές μπορεί να κατανοηθεί, ισχυρίζομαι, ως συγκεκριμένη έκφραση της στρατηγικής της αφομοίωσης. Με άλλα λόγια το πραγματικό επίδικο της διαπραγμάτευσης είναι να αντιστραφεί το ταξικό πρόσημο το οποίο προσπαθεί να επιδώσει η κυβέρνηση σε κάθε μέτρο που υποχρεώνεται να λάβει ώστε οι “μεταρρυθμίσεις” που απαιτούνται να ενταχθούν στα νεοφιλελεύθερα πάγια: να ελαφρυνθεί το βάρος που επωμίζεται ο πλούτος, αφού μόνον ο πλούτος παράγει πλούτο ή, κοσμιότερα, ανάπτυξη.
Η στρατηγική της αφομοίωσης έχει ορατό στόχο: την πλήρη και ανεπιφύλακτη ανάληψη από τη μεριά της κυβέρνησης της περιβόητης “ιδιοκτησίας του προγράμματος”.
ΙΙ. Εντός
Η Ν.Δ. -και εκείνη η αντιπολίτευση που την ακολουθεί κατά πόδας- έχει από καιρό αναλάβει ασμένως την “ιδιοκτησία του προγράμματος”. Αλλά δεν δείχνει να έχει καταλάβει τίποτε από τη στρατηγική της αφομοίωσης. Μαζί με τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα που, για δικούς τους λόγους, την προτρέπουν και την καθοδηγούν, βρίσκεται, ως συνήθως, σε υστέρηση φάσης σχετικά με όσα συμβαίνουν εις Εσπερίαν. Εμφανίζεται, δηλαδή, να διεκδικεί εδώ και τώρα την ανατροπή, χωρίς να προσμετρά ότι ο αφόρητος και κενός θόρυβος που προξενεί μάλλον τείνει να συσπειρώνει τις δυνάμεις της κυβέρνησης.
Ωστόσο, πίσω από το πολιτικό προσκήνιο, οι ιθαγενείς δυνάμεις της αφομοίωσης έχουν αρχίσει να βρίσκουν τα μονοπάτια τους. Η μικρή ή μεγαλύτερη ιδιοτέλεια, ο διαγκωνισμός για μια θέση σχετικής εξουσίας, η «ευμενής» μεταχείριση, η αδιαφορία για το νόμιμο αίτημα, η έμπρακτη εξάλειψη κριτηρίων, η ανοχή στο «για πάρτη μου», ακόμη και μια μικρομεσαία, τουλάχιστον, διαφθορά έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν τρόπους να κρύβονται πίσω από έναν βιαστικό βολονταρισμό και έναν κακώς εννοούμενο «ρεαλισμό» που επικαλείται υπερβολικά εύκολα τις δουλείες της διακυβέρνησης.
Και αυτό είναι το άλλο μεγάλο επίδικο των καιρών. Διότι, αν τα αντίστοιχα φαινόμενα δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως και αποτελεσματικά, αλλά αφεθούν να επεκταθούν, τότε η αφομοίωση θα έχει συντελεστεί αθόρυβα εκ των κάτω και θα απομένει μόνον η τυπική πολιτική της επικύρωση.
Τη μορφή πολιτικής επικύρωσης τέτοιων φαινομένων τη γνωρίζουμε καλά από την εμπειρία που έχει συσσωρευθεί. Αφομοίωση ειδικά στα καθ’ ημάς σημαίνει αποδοχή της ένταξης στο σύστημα διακυβέρνησης -δηλαδή κατανομής εξουσιών- που έχει εγκαθιδρύσει κοινωνικά και νομιμοποιήσει πολιτικά ο δικομματισμός.
Πρόκειται για άδηλες μορφές κοινωνικής δικτύωσης που επιτρέπουν να εναλλάσσονται γαλάζιοι και πράσινοι «φρουροί» της κυβερνητικής εξουσίας, υπό τον όρο η εναλλαγή τους να μην ταράζει πολύ τις παγιωμένες ισορροπίες ισχύος, εκείνες που εξασφαλίζουν την εύλογη μοιρασιά κάτω από το τραπέζι του πολιτικού και οικονομικού μπακλαβά. Δηλαδή την αναπαραγωγή του συστήματος διακυβέρνησης. Τούτα έγιναν φανερά τοις πάσι όταν, τη στιγμή που χρειάστηκε, η κατάτμηση του μπακλαβά απέκτησε σχεδόν επισήμως ρητή αριθμητική έκφραση: 4-2-1.
Η υστέρηση φάσης της Ν.Δ. και εκείνων που την ακολουθούν μπορεί έτσι να εξηγηθεί. Γι’ αυτούς η κυβέρνηση ΣΥΡIΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ. – Οικολόγων συνιστά τον παρείσακτο που πρέπει να εξοβελιστεί πάραυτα και πάση θυσία επειδή, όπως τουλάχιστον διακηρύσσουν όλα τα στελέχη της, δεν θέλει να έχει τίποτε να κάνει με μπακλαβάδες και μοιρασιές, δηλαδή με ολόκληρο το εμπεδωμένο σύστημα διακυβέρνησης.
Με την ίδια αναπνοή εκφράζεται και ο ανεξάλειπτος ιστορικός φόβος απέναντι στην Αριστερά και το κατακτημένο σε χαλεπούς καιρούς «ηθικό πλεονέκτημά της». (Το οποίο, βέβαια, δεν διακηρύσσεται. Κερδίζεται αθόρυβα και συστηματικά, μέρα με τη μέρα και πράξη την πράξη). Να προσθέσω απλώς ότι ο τοίχος που συναντούν οι ηγέτες της αντιπολίτευσης όταν επισκέπτονται την Ευρώπη μάλλον οφείλεται στο ότι οι σοβαρότερες τουλάχιστον χώρες της δεν καθετοποιούν τις μοιρασιές με τέτοιους πρωτότυπους τρόπους. Δηλαδή δεν εννοούν την αφομοίωση έτσι.
ΙΙΙ. Εμείς
Δύο λοιπόν είναι τα κύρια επίδικα κατά την τρέχουσα συγκυρία. Το πρώτο είναι η λήξη της διαπραγμάτευσης με τρόπο που να προστατεύεται στο μέτρο του εφικτού το ταξικό πρόσημο που διεκδικούμε. Εδώ βρίσκεται το κύριο πεδίο αντίστασης στη στρατηγική της αφομοίωσης που ακολουθούν οι δανειστές. Και εδώ οφείλουμε να ενισχύουμε συνεχώς τα πολλά ισχυρά επιχειρήματα και όλα τα όπλα, κυρίως «άυλα», που διαθέτουμε (γεωπολιτικά δεδομένα, ανάγκη σταθερότητας στην περιοχή, νέες πολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη και στον κόσμο κ.λπ.). Αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι το επίμαχο για τους δανειστές έχει κυρίως συμβολική, δηλαδή πολιτική, αξία και πολύ λιγότερο καθαυτό οικονομική.
Μεγάλο ρόλο μπορεί να παίξει εδώ η επιθετική εκλαΐκευση: μολονότι το ταξικό πρόσημο που διεκδικούμε αφορά ευθέως τους πολλούς, είναι οι λίγοι που παραπληροφορούν και φωνασκούν μέχρι κορεσμού. Η αδιαμεσολάβητη φωνή των πολλών μπορεί να ενισχύσει καθοριστικά τις προσπάθειες της κυβέρνησης.
Το δεύτερο επίδικο αφορά τις ιθαγενείς διαδικασίες αφομοίωσης και άρα τον τρόπο διακυβέρνησης. Και εδώ πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα. Διότι, αν η ανατροπή συνιστά συμβάν, που γίνεται μια κι έξω αισθητό απ’ όλους, η αφομοίωση ανάγεται σε ένα αδιόρατο διαρκές γλίστρημα όπου κάποτε συνειδητοποιείς ότι έχεις ήδη βρεθεί εκεί όπου, ξεκινώντας, δεν ήθελες καθόλου να φτάσεις.
Η αντίσταση εδώ συνεπάγεται έναν δημόσιο λόγο ειλικρινή και καθαρό που θα αποφεύγει να υπερτονίζει επιτυχίες για να συγκαλύψει δυσκολίες. Όπως και πολιτικές και διοικητικές συμπεριφορές σταθερές και λελογισμένα αυστηρές, σε μόνιμη εγρήγορση, που θα καλλιεργούν παράλληλα εκείνο το κλίμα εμπιστοσύνης που θα αναδεικνύει τη διάθεση προσφοράς και το αίτημα συμμετοχής στις προσπάθειες να εξαλειφθούν φαινόμενα σαν τα παραπάνω, χωρίς κομματικά φίλτρα, προτιμήσεις συμφέροντος, ουρές ή ανταλλάγματα.
Για να το πούμε με την πολυχρησιμοποιημένη φράση, το επίμαχο εδώ είναι να μην γίνουμε, να μην γινόμαστε και να μην φαίνεται πως γινόμαστε ίδιοι με τους άλλους.
Ειδικά για τούτη τη χώρα, στις παρούσες συνθήκες, μόνον έτσι μπορεί να αρχίσει να οικοδομείται επιτόπου η προοπτική της ηγεμονίας. Χωρίς να κατασκευάζουμε αντιπάλους εκ του μηδενός, χωρίς άκαιρες διαιρετικές τομές ή απόπειρες εκβιασμού συμμαχιών, με υπομονή, κριτική διάθεση και σταθερότητα. Και βεβαίως με την επίγνωση ότι στην προοπτική της ηγεμονίας είμαστε υποχρεωμένοι να μετασχηματίσουμε όχι μόνον τους εαυτούς μας, αλλά και τους συμμάχους μας και τους αντιπάλους μας.
Στη σύνθετη μάχη που διεξάγουμε τίποτε δεν έχει χαθεί. Τουλάχιστον ακόμη. Και αν το πρώτο επίδικο, η έκβαση της διαπραγμάτευσης, δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, το δεύτερο, ο τρόπος διακυβέρνησης, είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη. Με άλλα λόγια, εδώ είτε μπορούμε να νικήσουμε είτε, ως νέος συλλογικός Οιδίπους, να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας.
Ο Αριστείδης Μπαλτάς είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Αττικής
Πηγή: Η Αυγή