Στον δημόσιο διάλογο για τις προοπτικές, τη μορφή και τις προκλήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον 21ο αιώνα υπάρχουν δύο παραδοχές που γίνονται, πλέον, αποδεκτές από όλους – ή τουλάχιστον από όσους θέλουν να μιλήσουν σοβαρά για την ουσία του ζητήματος.
Πρώτον, η κρίση της Ευρώπης ποτέ δεν ήταν στον πυρήνα της οικονομική, αλλά πρωτίστως πολιτική και θεσμική – τελικά, υπαρξιακή. Η δημοσιονομική της διάσταση ήταν απλώς η θρυαλλίδα, ο καταλύτης.
Δεύτερον, αν δεν δρομολογηθεί μια βαθιά και ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος πάνω σε νέες βάσεις και με εστίαση στη δημοκρατία και την ισοτιμία μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, αυτό κινδυνεύει με κατεδάφιση: η παρούσα κατάσταση απλώς δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, ανάμεσα στη δημοκρατική αναγέννηση και στην εκρηκτική –αλλά ενδεχομένως λυτρωτική– διάλυση των ευρωπαϊκών θεσμών με τη σημερινή τους μορφή υπάρχει και ένα τρίτο ενδεχόμενο: αυτό της υπερίσχυσης της έμφυτης στο ευρωπαϊκό σύστημα εξουσίας δύναμης της αδράνειας.
Δηλαδή, να δούμε μια Ευρώπη που θα ομιλεί αενάως περί γενναίων μεταρρυθμίσεων και θα ανακοινώνει πομπωδώς πρωτοβουλίες, τις οποίες θα βαφτίζει «γενναίες τομές», ενώ στην πραγματικότητα θα πρόκειται απλώς για την κανονικοποίηση της ακραίας λιτότητας που πρωτίστως η Ελλάδα βίωσε με τόσο τραυματικό τρόπο τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Δεν πρέπει να υποτιμούμε ότι για ένα μεγάλο τμήμα του ευρωπαϊκού κατεστημένου –ιδίως εκείνου που κινείται στην τροχιά της Γερμανίας– η λύση στο πρόβλημα έχει ήδη βρεθεί και έχει δοκιμαστεί «επιτυχώς». Αυτό που μένει είναι η εδραίωσή της στο ευρωπαϊκό νομικό και θεσμικό πλαίσιο. Σε αυτό το σενάριο, η (ούτως καλούμενη) Ενωμένη Ευρώπη ούτε επανιδρύεται ούτε όμως διαλύεται.
Απλώς συνεχίζει να υφίσταται ως ανούσιο επίχρισμα ενός μηχανισμού βίαιης επιβολής του νεοφιλελευθερισμού, συνεχώς απαξιωνόμενη στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων και μέσα σε μια γενικευμένη αίσθηση αργόσυρτης αποσύνθεσης και παρακμής. Παραφράζοντας τον Ελιοτ, έτσι τελειώνει το Ευρωπαϊκό Ονειρο, όχι με πάταγο, αλλά με έναν λυγμό.
To ερώτημα που προκύπτει για την Ελλάδα: είναι αυτή μια ευρωπαϊκή πραγματικότητα με την οποία δύναται να συμβιβαστεί; Και το ερώτημα για τους καλώς εννοούμενους ευρωπαϊστές: έχει καμία σχέση αυτή η θλιβερή εικόνα με τις αξίες που κάποτε γέννησαν την Ευρωπαϊκή Ιδέα;
Μπορούμε να ανεχθούμε τη συνέχιση της ευρωπαϊκής εθελοτυφλίας που δεν θέλει να αντιμετωπίσει την αποτυχία της να δώσει πειστικές απαντήσεις στις αγωνίες των πολιτών και προσπαθεί να ρίξει το φταίξιμο οπουδήποτε αλλού, στους πρόσφυγες, στους μετανάστες, στον «λαϊκισμό» γενικώς και αορίστως, ρίχνοντας έτσι νερό στον μύλο της νεκραναστημένης ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς; Προφανώς όχι.
Καθώς επιδιώκει τη δική της ανάκαμψη εντός του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου σκηνικού, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να μελετήσει προσεκτικά το πεδίο, να αξιολογήσει τις συχνά αντικρουόμενες προσεγγίσεις ζυγίζοντας τους συσχετισμούς και να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία, ώστε να αποκομίσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την ίδια, εντός ρεαλιστικών προσδοκιών.
Και υπάρχει περιθώριο ελιγμών, ακόμα και μέσα σε αυτήν την Ευρώπη. Παραδείγματος χάριν, προδήλως θα έχει διαφορετικό αντίκτυπο στην Ελλάδα μια εξέλιξη που θα προσεγγίζει τη γραμμή της Γαλλίας και τις προτάσεις του Μακρόν από την επικράτηση της σκληρής τευτονικής γραμμής, όπως αυτή εκφράστηκε κατ’ εξοχήν από τον Σόιμπλε και επαναλαμβάνεται σήμερα από τους δορυφόρους της Γερμανίας.
Ομοίως, έχει διαφορά εάν το υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο θα είναι ένα «κανονικό» κοινοτικό όργανο, υπό την εποπτεία της Επιτροπής και υπαγόμενο στον έλεγχο του Ευρωκοινοβουλίου, από το εάν θα είναι ένας «ανεξάρτητος» (διάβαζε: αμιγώς τεχνοκρατικός και ανέλεγκτος) οργανισμός.
Βασική προτεραιότητα της Ελλάδας οφείλει να είναι η πλήρης ανάκτηση του ποσοστού κρατικής και δημοσιονομικής κυριαρχίας που είχε απολέσει κατά την περίοδο 2010-2018. Με απλά λόγια, να έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει η ίδια για το μέλλον της και για το μοντέλο ανάπτυξης που θα ακολουθήσει.
Οποια πρωτοβουλία συντείνει σε αυτό το αποτέλεσμα είναι υποστηρίξιμη. Συγχρόνως, όμως, η χώρα μας οφείλει να συνεχίσει δυναμικά τη διεκδίκηση μιας άλλης Ευρώπης, θεμελιωμένης στη δημοκρατία, την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή.
Μιας Ευρώπης σε επαφή με τους λαούς της και εφοδιασμένης με ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, κατάλληλο για τις προκλήσεις της εποχής μας. Και σε αυτήν τη διεκδίκηση δεν υπάρχει λόγος να μην εξερευνήσουμε λύσεις εκ πρώτης όψεως αντισυμβατικές, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις: εάν η επανίδρυση της Ευρώπης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί εντός των υφιστάμενων δομών –εάν, με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωζώνη είναι εκ της φύσεώς τους μη μεταρρυθμίσιμες– τότε ίσως χρειάζεται να ξεκινήσουμε από μηδενική βάση: να επανεφεύρει η Ευρώπη τον εαυτό της, όπως έκανε πολλές φορές στο ιστορικό παρελθόν.
Ο Γιάννης Γούναρης είναι Δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατόχου LLM από το London School of Economics
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών