Macro

Προϋπολογισμός 2020: Μια ηχηρή διάψευση και οι πιθανές συνέπειες

Με τον Προϋπολογισμό για το 2020 η κυβέρνηση της ΝΔ διαμορφώνει, πλέον, τη δική της αφετηρία, το δικό της έδαφος για να κριθεί η πολιτική της. Και παρά το γεγονός ότι είχε πίσω της, για να στηριχτεί, μια βελτιούμενη και σταθεροποιημένη οικονομία, από τη θητεία της κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Προϋπολογισμός που παρουσιάζει σήμερα διαψεύδει τις προσδοκίες που εκείνη η ίδια είχε δημιουργήσει σε πολλά κοινωνικά στρώματα, πρωτίστως στη μεσαία τάξη. Έτσι, φεύγουμε από ένα ζήτημα οικονομικής πολιτικής και πηγαίνουμε στην καθαρή πολιτική, πιο δύσκολη και από την οικονομική σ’ αυτή τη συγκυρία.

Εκτός η μεσαία τάξη

Ας σκιαγραφήσουμε πρώτα το προφίλ του προϋπολογισμού. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται μεγάλη ανάλυση για να συμπεράνουμε ότι επιλέγει στρατόπεδο. ‘Οσο μπορεί αποφεύγει να «δαγκώσει» πολύ – προς το παρόν – τα λαϊκά και μισθωτά κατώτερα μεσαία στρώματα, εγκαταλείπει την κάθ’ εαυτή μεσαία τάξη και επιλέγει να ευνοήσει, σκανδαλωδώς, τις ανώτατες και ανώτερες επιχειρηματικές ομάδες. Από τα 1,2 δισ. ευρώ δημοσιονομικού χώρου για το 2020, τα 700 εκατ. οδεύουν απ’ ευθείας στους πολύ πλούσιους είτε με μείωση του συντελεστή της φορολογίας νομικών προσώπων, από το 28% στο 24%, είτε με μείωση της φορολογίας μερισμάτων από 10% στο 5%, μέτρο που θεωρήθηκε προκλητικό και σκανδαλώδες και από μέρους των φιλοκυβερνητικών σχολιαστών. Και τούτο, διότι είναι ένα απ’ ευθείας δώρο στην τσέπη ευάριθμων αστών, όχι στην επιχείρηση. Αντίθετα, ο κ. Σκυλακάκης άφησε ελάχιστα περιθώρια για 13η σύνταξη το 2020.
Το πιο κοινωνικό μέτρο, η μείωση του εισαγωγικού συντελεστή στο 9% που θα αφορά και τους ελεύθερους επαγγελματίες ροκανίζεται με άλλα μέτρα. Οι αυξήσεις, πχ, της ΔΕΗ είναι η μία αιτία αλλά η πιο σημαντική είναι όσα σχεδιάζει ο κ. Γ. Βρούτσης για αύξηση των εισφορών στον ΕΦΚΑ μέσω της επαναφοράς των ασφαλιστικών κλάσεων, με ιδιαίτερα θύματα τους μικρούς αγρότες και μάλλον τους μικροεπαγγελματίες. Επίσης από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών.
Έχει ενδιαφέρον, όμως, να δούμε πώς προέκυψε αυτή η «σφικτή» πολιτική, πώς περιορίστηκε δηλαδή τόσο πολύ ο δημοσιονομικός χώρος που απαιτούνταν για να εκπληρωθούν οι προσδοκίες όσων είχαν ακούσει και πιστέψει την προεκλογική ΝΔ; Πρώτον, διότι η ΝΔ έκανε δημαγωγία, έλεγε υπερβολές ή και ψέματα για να κερδίσει τις εκλογές. Δεύτερον, διότι έπεσε έξω στις εκτιμήσεις της εξαιτίας του νεοφιλελεύθερου βολονταρισμού της που παρ’ όλα αυτά δεν τον εγκατέλειψε χαράσσοντας οικονομική πολιτική. Εξηγούμε: αυτά που έλεγε για 4% ανάπτυξη, η οποία θα προκύψει αυτόματα από τη μείωση των φόρων, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα δραστικά – δηλαδή, αντεργατικά και αντιπεριβαλλοντικά – κίνητρα προς τους επιχειρηματίες κτλ τα πίστευε, εν πολλοίς, και επιχειρεί να τα εφαρμόσει πρώτα με νομοσχέδια και τώρα με τον προϋπολογισμό. Θα ακολουθήσει και το φορολογικό νομοσχέδιο. Γι’ αυτό, στοχευμένα, μειώνει τη φορολογία των πλουσίων επιχειρηματιών. Τρίτον, διότι, πράγματι, η ΝΔ έχει παρωχημένες, πέρα από ταξικές, αντιλήψεις για την ανάπτυξη της χώρας. Αγνοεί τις δυσκολίες που αυτή συναντά στις αντίξοες διεθνείς συνθήκες, την επέλαση των νέων τεχνολογιών και τις πιέσεις που δέχεται από την οικονομική πολιτική της ΕΕ ενώ λόγω ταξικών επιλογών (εύνοια μεγάλων, ξένων επιχειρήσεων κτλ) δεν αξιοποιεί τις δυνατότητες που υπάρχουν στην ελληνική πραγματικότητα. Τέταρτον, διότι για λόγους πολιτικούς, ενώ είδε έγκαιρα ότι η «μείωση των πλεονασμάτων εδώ και τώρα» πρέπει πάραυτα να αποσυρθεί, δεν υιοθέτησε τη «συντηρητικότερη» επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για άσκηση πολιτικής με βάση ένα μειωμένο πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ και με εγγυημένο το 1% -από το 3,5%- από το αποθεματικό, αν χρειαστεί με βάση το ότι η οικονομία είχε αποδείξει ότι, κάθε χρόνο, υπερβαίνει τον στόχο για πλεόνασμα 3,5%.

Οι δανειστές παρέμειναν δανειστές…

Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι, πέμπτον, οι δανειστές συνέχισαν την πολιτική «πειθαρχημένης διαβίωσης» για την Ελλάδα και με κυβέρνηση δεξιάς. Όποια και όποιος διαβάζει προσεκτικά τις τοποθετήσεις ευρωπαίων αξιωματούχων -αρκεί μόνο του κ. Ρέγκλινγκ- θα έχει καταλάβει ότι όχι μόνο «μάζεψαν» όλες τις αμετροέπειες της ΝΔ αλλά, επιπλέον, επέδειξαν και μία κάποια επιφύλαξη για τη σοβαρότητα των συνομιλητών τους για τα λεγόμενά τους της περιόδου της αντιπολίτευσής τους αλλά και αμέσως μετά. Δεν προχώρησαν, λοιπόν, σε καμιά χαλάρωση. Ακόμη και τα κέρδη των Κεντρικών Τραπεζών απ΄ τα ελληνικά ομόλογα θα εξετάσουν του χρόνου αν επιτρέψουν να κατευθυνθούν για δαπάνες επενδύσεων ή αν συνεχιστεί να αφαιρούνται από το χρέος όπως και επί ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, το χρέος είναι μεν τώρα, βιώσιμο, είπε ο κ. Ρέγκλινγκ, λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της διάρκειας που προβλέπεται στη συμφωνία για το χρέος Ελλάδας – δανειστών όμως το ζήτημα της βιωσιμότητας που θα στηρίζεται στην ανάπτυξη κτλ «θα διαρκέσει μερικές δεκαετίες»!
Η διεθνής οικονομία, έκτον, και ιδίως ΕΕ και ευρωζώνη βαθμιαία πλήττεται από υφεσιακά φαινόμενα. Αυτό οδηγεί σε πιο «μαζεμένες» προβλέψεις διεθνών κέντρων, με επιρροή, και για την Ελλάδα. Δεν μιλάμε για το δημαγωγικό και εξωπραγματικό 4% αύξηση του ΑΕΠ που η ΝΔ έλεγε προεκλογικά ή 3% που είπε αργότερα ο Κ. Μητσοτάκης. Τώρα προβλέπουν 2,3% (Κομισιόν), 2,2% (ΔΝΤ), 2,1% (ΟΟΣΑ) έναντι 2,8% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός.
Για να μην τα ξεχνάμε, όμως, ας θυμίσουμε όσα συμπεριλάμβανε ο σχεδιασμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – Οικολόγων για το 2020. Προβλεπόταν η μείωση της προκαταβολής για ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις στο 50%, η κατάργηση της εισφοράς κοινωνικής αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 20.000 και μείωση για μεγαλύτερα εισοδήματα, πρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ ώστε να φθάνει το 30% μεσοσταθμικά και το 50% για μικρομεσαίες ιδιοκτησίες, μείωση ΦΠΑ από το 13% στο 11%. Από τον ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζεται ότι η εγκατάλειψη από την τωρινή κυβέρνηση της μείωσης του πλεονάσματος στο 2,5% και η απόφασή της να δοθούν 700 εκ. στους πλούσιους εισοδηματίες – επιχειρηματίες στέρησε τον προϋπολογισμό του 2020 με 2,5 δισ. ευρώ. Είναι ένα ποσό που μπορούσε να αλλάζει, πράγματι, τους κοινωνικούς άξονες του προϋπολογισμού.

Πώς θα αντιδράσουν οι διαψευσμένοι;

Σημειώσαμε στην αρχή ότι, πλέον, το ζήτημα έρχεται στην καθ’ εαυτή πολιτική καθώς η διάψευση προσδοκιών ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων μετασχηματίζει το πολιτικό κλίμα και αλλάζει πολιτικούς προσανατολισμούς. Το βλέπουμε στην Ευρώπη με την τάση προς την άκρα δεξιά. Είχε έγκαιρα επισημανθεί αυτό το ενδεχόμενο από αναλυτές και επιστήμονες, το ερώτημα, δηλαδή, κατά πού θα κάνουν όσοι νιώθουν γελασμένοι από την πολιτική της ΝΔ, ιδίως όσοι δυσφορώντας στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ή απομακρύνθηκαν ή δεν ενθαρρύνθηκαν απ’ αυτόν, απέχοντας. Διότι δεν μπορεί να τρέφεται η μεσαία τάξη εσαεί με καταστολή.
Αυτό είναι και το κύριο, έργο, καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία σήμερα. Δηλαδή, μπροστά σ’ αυτό το καίριας σημασίας ζήτημα πώς θα δράσει μια αριστερή πολιτική δύναμη για να κατακτήσει την ηγεμονία με το ήθος της, την πολιτική της, τις προτάσεις της, το ύφος της κτλ, κτλ, κτλ λαμβάνοντας υπόψη και τις αντίξοες – αυτό δεν θ’ αλλάξει σημαντικά – συνθήκες και ότι σειρά θέσεών της δεν είναι – κατ’ αρχήν – πλειοψηφικές στην ελληνική κοινωνία. Στην περίοδο της κυβερνητικής του θητείας ο ΣΥΡΙΖΑ υστέρησε σ’ αυτό το ζήτημα κι αυτό τώρα δεν πρέπει να το ξεχνά η ηγεσία του.

Παύλος Δ. Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή