ΣΥΡΙΖΑ

Project: Αριστερή διακυβέρνηση

Ο δρόμος μπροστά και οι επιλογές μετά την αξιολόγηση.

Τώρα που η αξιολόγηση έκλεισε, η χώρα δεν πήγε στα βράχια και η κυβέρνηση δεν έπεσε, υπάρχει η ανάγκη ενός πολιτικού rewind για να διορθωθούν λάθη και να μπει –επιτέλους– μπροστά το project της διακυβέρνησης.

Μέχρι τώρα, ακριβώς επειδή όλοι όσοι στηρίζουν την κυβέρνηση έχουν πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας και των δυσκολιών που τη χαρακτηρίζουν, προτάχθηκε το Δέλτα της διαπραγμάτευσης από το Δέλτα της διακυβέρνησης.

Για τη διαπραγμάτευση υπάρχουν ανησυχίες, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να καταλογίσει στην κυβέρνηση ότι δεν εξάντλησε όλα τα περιθώρια, μέσα σ’ ένα δυσμενέστατο συσχετισμό δυνάμεων, με αντιφατικές και παράλογες απαιτήσεις από τους δανειστές.

Για τη διακυβέρνηση, όμως, η καθυστέρηση παρουσίασης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δεν προσθέτει αλλά αφαιρεί επιχειρήματα και διαθέσεις από την κοινωνία. Το ποια κοινωνία είναι ένα ερώτημα που μπορεί εύκολα να απαντηθεί. Μαζικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν οι άνεργοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Αυτήν τη συμμαχία θα πρέπει να βρει τρόπους να αναθερμάνει και να ισχυροποιήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε πυρηνικά εξέφρασε τους «νοικοκυραίους»· συναντήθηκε μαζί τους πάνω σ’ ένα αίτημα και σε μια εξαγγελία. Το τελευταίο διάστημα ωστόσο αυτή η συμμαχία φαίνεται να έχει διαρραγεί, αφού στο πλαίσιο της δύσκολης συμφωνίας η κυβέρνηση επέλεξε να προστατέψει τους κοινωνικά αδύναμους, δηλαδή την κοινωνική πλειοψηφία.

Όταν συνειδητοποιήσει η κυβέρνηση ότι δεν απευθύνεται σε κανένα «εθνικό ακροατήριο», θα καταλάβει και ποιο σχέδιο πρέπει να παρουσιάσει. Δεν είναι και δύσκολο, διαφαίνεται απ’ όσους επιχειρούν να στήσουν αποτυχημένα φαινόμενα «κατσαρόλας». Ακόμα και ως άσκηση εργασίας να το δει κανείς, αν σήμερα είχαμε εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερνε να εκλέξει ακριβώς την ίδια κοινοβουλευτική δύναμη, η σύνθεση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας θα ήταν κατά πολύ διαφορετική. Δεν θα εκλέγονταν σε αυτή πρόσωπα που στις εκλογικές τους περιφέρειες το βασικό δίκτυο υποστηρικτών τους αποτελεί αυτό που ονομάζεται μεσαία τάξη.

Έστω και εξ ανάγκης η άσκηση ταξικής πολιτικής βάζει σήμερα την κυβέρνηση μπροστά στα καθήκοντα της αριστερής διακυβέρνησης. Χρειάζεται άμεσα ένα σχέδιο για το τι θα κάνει για τη μεγάλη της συμμαχία, πώς θα στηριχθούν έμπρακτα οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες για τα συμφέροντα των οποίων η κυβέρνηση και διαπραγματεύτηκε σκληρά και μετακύλησε τα βάρη προς τη μεσαία τάξη. Η διαρκής εναπόθεση στο μέλλον, σε μια ανάπτυξη που θα έρθει και τότε θα μοιράσει τον νέο πλούτο με κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή, δεν λέει τίποτα, ούτε δίνει πολιτικά οφέλη. Για να υπάρχει ισχυρή αυτή η συμμαχία, η πράξη είναι αμφίδρομη. Βρισκόμαστε στη φάση που η κυβέρνηση πρέπει ν’ αρχίσει να επιστρέφει το μέρισμα της στήριξης που έλαβε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Και αυτό πια επείγει όχι με αποσπασματικές εξαγγελίες, αλλά με την παρουσίαση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, διαρθρωμένου σε βήματα.

Δυστυχώς, όμως, η εν γένει λειτουργία της κυβέρνησης δεν δείχνει να το αντιλαμβάνεται, αντίθετα λειτουργεί σε γνωστό, δοκιμασμένο και πεπερασμένο μοτίβο. Υπάρχουν κάποια στοιχεία εξόχως δηλωτικά.

Γλώσσα με λάθος ιδεολογικό φορτίο. Η γλώσσα ουδέποτε υπήρξε ουδέτερη και ιδεολογικά αποφορτισμένη, για να συμβεί κάτι τέτοιο σήμερα. Μόνο και μόνο τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις «παραεμπόριο» και «παρεμπόριο» να εξηγήσει ο διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου Τύπου στα στελέχη της κυβέρνησης που εκφωνούν την πολιτική, θα καταλάβουν το μέγεθος της σημασίας. Διότι υπάρχει διαφορά στο να μιλά κανείς σε απλή πολιτική γλώσσα για τις τάξεις που εκπροσωπεί και στο να μιλά απολίτικα, ή ακόμα χειρότερα χρησιμοποιώντας γλώσσα με το ιδεολογικό φορτίο των αντιπάλων. Έχει πήξει η κυβερνητική εκφώνηση από «οδικούς χάρτες», που μαζί με την «αειφορία» στη βρυξελιώτικη slang σημαίνουν τελικά δαιδαλώδεις διαδικασίες για λίγους. Έχει πήξει η κυβερνητική εκφώνηση από «μεταρρυθμίσεις» γενικά και αόριστα, που συνήθως μυρίζουν ανθρώπινο κρέας. Ή και από νεοφιλελεύθερους νεολογισμούς που βρίσκονται ένα βήμα πριν την «ευελφάλεια» της Διαμαντοπούλου.

Αναγκαίος λοιπόν ο αριστερός – ριζοσπαστικός– λαϊκός λόγος χωρίς πολιτικά ταμπού και φοβίες, μην τρομάξει κανένας από το σύστημα και σπάσει το νυχάκι. Γιατί, όσο χρησιμοποιείται η γλώσσα των αντίπαλων, σβήνουν οι διαχωριστικές γραμμές μαζί τους. Είναι άκρως επικίνδυνο πολιτικά να μιλάς σε ταύτιση με τους άλλους και να μην μπορεί να ξεχωρίσει ο κόσμος αν μιλάει κάποιος της σημερινής κυβέρνησης ή όλοι αυτοί που θέλουμε να ξεχάσουμε από τους προηγούμενους.

Ύφος της εξουσίας. Μετράμε μικρό χρονικό διάστημα στη διακυβέρνηση και το περιεχόμενο της πολιτικής δεν είναι ευχάριστο ώστε να έχουν αποκτήσει κάποιοι ύφος εξουσίας. Πάντα ανοίκειο με την Αριστερά, πόσο μάλλον σε μια περίοδο που η διαιρετική τομή έχει συμβεί, όταν ο λαός αποφάσισε να ξεμπερδέψει με την καθεστωτική αντίληψη των προηγούμενων. Μια απύθμενη μπλαζοσύνη, μια αφάνταστη ευκολία στις απαντήσεις και μάλιστα με την πρακτική του «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω». Αμετροέπεια και, σε αρκετές περιπτώσεις, αλαζονεία, λες και η Ιστορία τούς το χρώσταγε. Χωρίς να έχουν επίγνωση τι λέει ο κόσμος γι’ αυτούς μέσα σ’ ένα τρόλεϊ ή στην ουρά στο φούρνο της γειτονιάς, συμπεριφέρονται στο μικρόκοσμο της πολιτικής και στη δημόσια σφαίρα ως παντοτινοί, αναντικατάστατοι και διαρκώς αναβαθμιζόμενοι. Η πρώτη εντολή που ο Τσίπρας πρέπει να δώσει στο πολιτικό προσωπικό του κυβερνητικού σχήματος είναι «ξεκαβαλήστε». Η ταπεινότητα δεν είναι μόνο δείγμα αισθητικής, αλλά πολιτική πράξη ‒ πολιτική δήλωση. Η αισθητική –που έτσι κι αλλιώς είναι η ηθική του μέλλοντος– αυτής της κυβέρνησης πρέπει ν’ αλλάξει τώρα. Η εικόνα των συμβούλων, των συμβουλατόρων, των τρεχάμενων, των παρατρεχάμενων, των ενδιάμεσων και των διαμεσολαβητών όχι μόνο προσφέρει κακές υπηρεσίες, αλλά οργώνει το χωράφι για να σπείρουν η διαφθορά και η διαπλοκή (που, ναι, δεν βρήκαμε το αντισυλληπτικό χάπι, αλλά δυστυχώς φαίνεται να μη χρησιμοποιούμε σε κάποιες περιπτώσεις καν προφυλακτικά).

Και πριν σχεδιαστούν μεγάλες τομές, με ορίζοντα μάλιστα τη συνταγματική αναθεώρηση, γιατί δεν δοκιμάζονται άλλες μορφές άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας; Πού είναι η δημόσια λογοδοσία των υπουργών; Πού είναι τα ανοιχτά υπουργεία όπου οι πολίτες θα συναντούν με δημόσιες και συντεταγμένες διαδικασίες τους υπουργούς και όχι τους αντ’ αυτού; Πού είναι η διά ζώσης δημόσια κοινωνική διαβούλευση ανά περιοχή για όλα τα θέματα, τοπικά ή κεντρικά; Πού είναι ο δημοκρατικός έλεγχος των αποφάσεων;

Η άσκηση πολιτικής απαιτεί στρατηγικό σχέδιο. Η άσκηση αριστερής πολιτικής απαιτεί και κοινωνική ώσμωση, προσλαμβάνουσες. Βρισκόμαστε στο σημείο που ούτε το ένα έχει παρουσιαστεί στον λαό, ούτε το δεύτερο υπάρχει. Γιατί δεν είναι κοινωνική τριβή κανονικών ανθρώπων ούτε τα μπουζούκια, ούτε τα γήπεδα, ούτε τα θέατρα, ούτε τα μπαρ και τα εστιατόρια  όπου κανείς αντλεί συμπεράσματα.

Έχουν υποταχθεί όλα στην επικοινωνία που επειδή ακόμα κι αυτή υλοποιείται από άσχετους με το αντικείμενο, αποπνέει πολιτικό τσαρλατανισμό, που όχι μόνο με την Αριστερά δεν έχει σχέση, αλλά έρχεται από τα βάθη της πολιτικής απαξίας. Υπάρχουν σύμβουλοι επικοινωνίας στην αγορά, ικανότατοι να αναλάβουν το σχέδιο «στιβαρή κυβέρνηση – χρήσιμη κι αποτελεσματική για το λαό».

Ο Τσίπρας έχει ένα αδιαμφισβήτητο ατού, να αντιλαμβάνεται τον κοινωνικό παλμό. Σήμερα, όμως, ο Τσίπρας έχει εγκλωβιστεί στα σκληρά πρωθυπουργικά καθήκοντα (ακόμα και συμβολικά, βρίσκεται στο Μαξίμου και όχι στο γραφείο της Βουλής, εκεί δηλαδή που παράγεται η δημοκρατία) και η κοινωνική εικόνα μεταφέρεται διαστρεβλωμένη σε καλειδοσκόπιο από πρόσωπα που είτε δεν έχουν την ικανότητα της ανάλυσης, είτε εξυπηρετούν προσωπικές ατζέντες με το ρόλο του διαμεσολαβητή. Καλώς ή κακώς, και αυτή η απόφαση βρίσκεται στα χέρια του. Γιατί τα πολιτικά κεφάλαια συγκροτούνται δύσκολα, αλλά εξατμίζονται εύκολα. Η απόφαση βρίσκεται στα χέρια του, αν θέλει να καταγραφεί στην ιστορία ως Αλέξης ή όχι. Εγγύηση γι’ αυτό αποτελεί μόνο ο φέρων οργανισμός ΣΥΡΙΖΑ, όλα τ’ άλλα και όλοι οι άλλοι είναι έτσι κι αλλιώς αναλώσιμοι.

Η Μαρία Μπαλάφα είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ.