Των Αν Πέτιφορ, Μάσιμο Αμάτο,
Λούκα Φαντάτσι*
Στην Αριστερά πολλοί είναι σκεπτικιστές σε ό,τι αφορά την ΕΕ. Και έχουν δίκιο: η ΕΕ αρχικά σχεδιάστηκε ως νομισματική ένωση, όπου ο μόνος της σκοπός ήταν να «ενθυλακώσει» το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα που λειτουργεί εντός της Ευρώπης, καθώς και να το προστατεύει από επεμβάσεις κυρίαρχων δημοκρατικών κρατών. Οι αρχιτέκτονες του συστήματος –από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 ως την καθιέρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης το 1999 και την εισαγωγή του κοινού νομίσματος το 2002- προέρχονται από νεοφιλελεύθερες δεξαμενές σκέψεις, κυρίως από τα πανεπιστήμια των οικονομικών πόλεων, όπως το Λουξεμβρούργο και το Λονδίνο.
Όπως δήλωσε ο πρώτος επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Otmar Issing, «πολλές απολήξεις της σκέψης του Friedrich Hayek … μπορεί να έχουν επηρεάσει την πορεία των γεγονότων που οδηγούν στη Νομισματική Ένωση με έναν περίπλοκο τρόπο». Αρχιτέκτονες του συστήματος ήταν, πέρα από τους ακαδημαϊκούς, και εξέχοντες δημόσιοι υπάλληλοι και πολιτικοί του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών.
Αυτή η εσωτερικευμένη αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης -προσαρμοσμένη στις σημερινές συνθήκες- αντιπαλεύει σήμερα τόσο τον δεξιό όσο και τον αριστερό λαϊκισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι όπως έχει σχεδιαστεί, το σύστημα είναι μη δημοκρατικό και δεν ανταποκρίνεται στη βούληση των λαών. Πρόκειται για ένα σύστημα βασισμένο στις θεωρίες και τις πολιτικές των νεοκλασσικών οικονομολόγων (με ισχυρούς παρελθόντες και παρόντες δεσμούς με το London School of Economics), των οποίων η προσήλωση στη μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα, στις επισφαλείς θέσεις εργασίας, στους χαμηλούς μισθούς και τη χαμηλή παραγωγικότητα τροφοδοτεί την πυρκαγιά του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Οι οικονομικές πολιτικές τους οδήγησαν με ακρίβεια σε πολιτικές και οικονομικές αποκλίσεις σε όλη την Ευρώπη και στην εισαγωγή αναποτελεσματικών πολιτικών.
Ωστόσο, αυτή η αντιλαϊκή αρχιτεκτονική βρίσκεται τώρα σε κρίση, εκπλήσσοντας τους αρχιτέκτονές της. Ενώ οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ευρώπης προορίζονταν να «θωρακίσουν» το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα από τη ρυθμιστική δημοκρατία, το ειρωνικό αποτέλεσμά ήταν να απειλούν τη φερεγγυότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Καθώς η ιταλική οικονομία εξακολουθεί να αποδυναμώνεται κάτω από τις πιέσεις των πολιτικών αντιπληθωριστικής λιτότητας της ευρωζώνης και αυξάνεται ο δείκτης του δημόσιου χρέους της ως προς το ΑΕΠ, αποτελεί σοβαρή απειλή για τις γαλλικές τράπεζες που κατέχουν ιταλικό χρέος, παράγωγα, πιστωτικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις ύψους 385 δισεκατομμυρίων ευρώ στους ισολογισμούς τους. Οι γερμανικές τράπεζες, εν τω μεταξύ, κατέχουν άλλα ιταλικά χρέη, ύψους 126 δισ. ευρώ. Ο οικονομικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την οικονομική σταθερότητα και συνέχιση της Ευρώπης.
Τρεις καλοί λόγοι για την παραμονή
Πρέπει, λοιπόν, η Αριστερά να υποστηρίξει τα κόμματα που στηρίζουν την παραμονή στην ΕΕ στις προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές; Πιστεύουμε ακράδαντα ότι πρέπει για τρεις λόγους -οι οποίοι είναι πολιτικοί. Έχουμε να κάνουμε με τρεις σοβαρές απειλές, που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όντας σε απομόνωση.
Η πρώτη είναι η κατάρρευση των συστημάτων υποστήριξης της ζωής που καθιστούν τη γη βιώσιμη για τους ανθρώπους. Όχι μόνο η κλιματική αλλαγή, αλλά και η κατάρρευση των συστημάτων της γης. Η IPCC μας έχει προειδοποιήσει πως ο πλανήτης μας δεν μπορεί να φτάσει σε ακόμα μεγαλύτερη μέση θερμοκρασία από αυτήν που ήδη έχουμε και πως έχουμε περίπου δέκα χρόνια για να αναμορφώσουμε τα ενεργειακά μας συστήματα και να αποκαταστήσουμε τη βιοποικιλότητα. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την πολύ σοβαρή απειλή για το μέλλον το δικό μας, καθώς και των παιδιών μας, δεν μπορούμε μέσω μιας Βρετανίας Φρούριο ή ακόμη και από μια Ευρώπη Φρούριο. Το ζήτημα του κλίματος δεν τελειώνει στα βράχια του Ντόβερ. Απαιτείται διεθνής συνεργασία, συντονισμός και οικοδόμηση συμμαχιών, ιδιαίτερα περιφερειακών. Είναι ακριβώς αυτές, οι πολύ αναγκαίες συμμαχίες, που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατεύθυνση και το πεδίο εφαρμογής των δημοσιονομικών πολιτικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο.
Δεύτερον, αντιμετωπίζουμε μια άλλη σοβαρή και ακόμη πιο άμεση απειλή για την ασφάλεια: την άνοδο του αυταρχισμού και του φασισμού τόσο στη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην Ευρώπη. Και πάλι, αυτό δεν αποτελεί απειλή που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μεμονωμένα, όπως ανακαλύψαμε στη δεκαετία του 1930. Το Facebook, το Youtube και το διαδίκτυο είναι παγκόσμιες πλατφόρμες και για ρατσιστές και φασίστες. Μια ατέλειωτη κρίση, με τις συνέπειες της αυξανόμενης φτώχειας και της ανεργίας, τροφοδοτεί τα «επιχειρήματά» τους.
Η τρίτη απειλή που αντιμετωπίζουμε είναι ένας άλλος παγκοσμιοποιημένος αποπληθωρισμός του χρέους -μετά από μια περίοδο, έπειτα της κρίσης, ταχέως πληθωρισμού του χρέους. Η μεγάλη οικονομική κρίση δεν έχει τελειώσει. Οι οικονομολόγοι και οι ρυθμιστικές αρχές δωροδοκήθηκαν από τη Wall Street και το δήμο του Λονδίνου και πείστηκαν να ακολουθήσουν «ήπιες» ρυθμίσεις. Έχουν γίνει ελάχιστα πράγματα για τη μετατροπή ή τη μεταρρύθμιση του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ώστε να γίνει πιο ισχυρό και υπεύθυνο. Πράγματι, η κρίση «αποδείχθηκε ως ένας τρόπος για την εδραίωση της υπάρχουσας οικονομικής τάξης», όπως υποστήριξε ο καθηγητής Joseph Vogl του Πανεπιστημίου Humboldt στο Βερολίνο. Παραμένει ασφαλώς «θωρακισμένο» και αποσυνδεδεμένο από τη ρυθμιστική δημοκρατία οποιουδήποτε κράτους, είτε στην Ευρώπη, είτε αλλού.
Μολαταύτα, η επικρατούσα οικονομική τάξη δεν είναι σταθερή. Μια άλλη παγκόσμια συστημική οικονομική κρίση δεν είναι απλώς αναπόφευκτη, είναι θέμα χρόνου. Ήδη διαπιστώνουμε τις ανησυχίες των κεντρικών τραπεζιτών και των υπεύθυνων για την χάραξη στρατηγικών πολιτικών. Αυτή τη φορά τα όπλα της νομισματικής πολιτικής δεν θα είναι αποτελεσματικά, είτε στο απομονωμένο Ηνωμένο Βασίλειο είτε σε μια μη αναμορφωμένη ΕΕ.
Για πολιτικούς, οικολογικούς, οικονομικούς λόγους, καθώς και για λόγους ασφάλειας, είναι επιτακτικό το βρετανικό Εργατικό Κόμμα και οι υποστηρικτές του στη Βρετανία να οικοδομήσουν συμμαχίες με ομοϊδεάτες σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες σε όλη την Ευρώπη -να αντιμετωπίσουν από κοινού αυτές τις σοβαρές απειλές.
Τα προβλήματα της παραμονής
Ωστόσο, αυτά τα πλεονεκτήματα δεν μας επιτρέπουν να ξεχάσουμε τα προβλήματα της ΕΕ. Η Ευρώπη έχει γίνει πολιτικά και οικονομικά ασταθής, κυρίως λόγω των τεράστιων ανισορροπιών που έχουν διογκωθεί μεταξύ και εντός των χωρών και, έπειτα, από τον τρόπο με τον οποίο οι ανισορροπίες αυτές αντιμετωπίστηκαν μέσω αντιπληθωριστικών πολιτικών. Είναι αυτή η δυναμική που βρίσκεται στην καρδιά των πολιτικών αποκλίσεων και της ανόδου του λαϊκισμού. Οι ανισορροπίες τροφοδοτούν εθνικιστικά κινήματα στις πλεονασματικές χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ενώ τα αντιπληθωριστικά αντίμετρα τροφοδοτούν τις λαϊκές αντιδράσεις στο Νότο.
Επιπλέον, μεταβάλλοντας τις ανισορροπίες από το εσωτερικό της ΟΝΕ προς το εξωτερικό, η ευρωζώνη -ακολουθώντας το νεομερκαντιλισμό γερμανικού τύπου- έχει καταστεί το μεγαλύτερο πλεονασματικό μπλοκ σε παγκόσμια κλίμακα, με αυξανόμενη εξάρτηση από τις αγορές. Έχει επίσης μια εσωτερική αγορά η οποία, εν μέρει λόγω της λιτότητας, συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο.
Η Γερμανία φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη, χάρη στο τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα και τη σθεναρή της αποφασιστικότητα να μην αυξήσει τους μισθούς για να τροφοδοτεί την εσωτερική ζήτηση ή να συνεργαστεί με τους εταίρους της για να αναζωογονήσει τις ευρωπαϊκές αγορές και οικονομίες. Δεν είναι περίεργο που οι Ευρωπαίοι -και οι Βρετανοί- είναι θυμωμένοι.
Αλλά το πρόβλημα είναι δομικό. Έχει σχέση με τον τρόπο οικοδόμησης της ΕΕ, περισσότερο από τη συμπεριφορά μεμονωμένων χωρών. Η ΕΕ βασίστηκε στους δύο πυλώνες της νομισματικής ένωσης και της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης. Αυτά τα θεμέλια δεν είναι στέρεα, μιας και βασίζονται στις ρευστές ροές της κινητικότητας του κεφαλαίου, που προορίζονταν να προσδώσουν δύναμη στο οικοδόμημα. Ουσιαστικά, η ΕΕ ανέθεσε την επιβολή των κανόνων της στην πειθαρχία της αγοράς και τις χρηματοοικονομικές ροές. Τούτο είναι η ρίζα της σημερινής αστάθειας της ΕΕ: η κινητικότητα των κεφαλαίων επέτρεψε πρώτα να δημιουργηθούν οι ανισορροπίες και, στη συνέχεια, αρνήθηκε να τις αναχρηματοδοτήσει.
Η αρχιτεκτονική της ΕΕ απειλεί τη διάσπαση του μεταπολεμικού σχεδίου για την επανένωση της Ευρώπης -ένα έργο του οποίου ο μεγαλοπρεπής σκοπός ήταν η διατήρηση της μακροπρόθεσμης ειρήνης σε ολόκληρη την ήπειρο. Παραμένει η τεράστια απαίτηση για ειρήνη και ενότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη και για διασυνοριακή συνεργασία. Αλλά με δεδομένη την πολιτική και οικονομική απόκλιση και την άνοδο των αυταρχικών κομμάτων της δεξιάς, πώς μπορεί να επιτευχθεί η ειρήνη, η ισορροπία και η σταθερότητα;
Μια διαφορετική Ευρώπη
Γνωρίζουμε ότι αυτές οι ανισορροπίες μπορούν να επιλυθούν. Αυτό το γνωρίζουμε γιατί η Ευρώπη το έκανε και παλαιότερα, όταν ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών (EPU) μεταξύ του 1950 και του 1958.
Η EPU επέτρεψε σε κάθε χώρα να χρηματοδοτεί τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, χωρίς να επαφίεται στις ιδιοτροπίες της κεφαλαιακής ρευστότητας και των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, όντας ένα «κέντρο εκκαθάρισης». Η θέση της χώρας καταγράφηκε ως καθαρή θέση σε σχέση με το ίδιο το κέντρο εκκαθάρισης και επομένως ως πολυμερής θέση σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες.
Καθορίστηκε ποσόστωση για κάθε χώρα, που αντιστοιχούσε στο 15% των συναλλαγών της με τις άλλες χώρες της Ένωσης. Τα πιστωτικά και χρεωστικά υπόλοιπα δεν θα μπορούσαν να υπερβούν τις αντίστοιχες ποσοστώσεις. Το σύστημα έθεσε ως εκ τούτου ένα όριο στη συσσώρευση χρεών ή ελλειμμάτων με το κέντρο εκκαθάρισης και παρείχε στους οφειλέτες κίνητρο να συγκλίνουν, σε ισορροπία με τους εμπορικούς τους εταίρους. Η EPU άσκησε επίσης ισχυρή πίεση στις πιστώτριες χώρες, οι οποίες, όπως και η Γερμανία και η Ολλανδία σήμερα, δεν κατάφεραν να αυξήσουν τις εισαγωγές και να μειώσουν τα πλεονάσματα τους.
Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια επέκταση της παραγωγής, βασισμένη στις εξαγωγές, κυρίως στη Γερμανία και την Ιταλία, και την απελευθέρωση του εμπορίου όχι μόνο εντός της ΕΕ, αλλά και πέραν αυτής. Αλλά αυτό που ήταν περισσότερο έκδηλο, ήταν πως αυτή η επέκταση του εμπορίου συνοδεύονταν από την αύξηση της απασχόλησης και της ευημερίας σε κάθε χώρα εταίρο: η EPU αποτελούσε μέρος μιας υπερκατασκευής που παρείχε στις χώρες μεγαλύτερη αυτονομία για την ανάπτυξη μιας οικονομίας με καθοδηγητική αρχή την εγχώρια ζήτηση.
Μια νέα Ευρωπαϊκή Ένωση Εκκαθάρισης
Μια σύγχρονη έκδοση αυτού του συστήματος θα μπορούσε να δημιουργηθεί σήμερα. Καλύτερα, θα μπορούσε να εισαχθεί χωρίς αλλαγή των συνθηκών της ΕΕ. Απλώς απαιτεί την επιβολή των υφιστάμενων κανόνων και την επανεξέταση των υφιστάμενων νομισματικών υποδομών.
Στην Ευρωζώνη υπάρχει ήδη ένα κέντρο εκκαθάρισης, με ακριβή σκοπό τη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των πληρωμών. Το TARGET 2 (Διευρωπαϊκή Αυτοματοποιημένη Ταχεία Μεταφορά Ακαθάριστων Συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο) είναι ένα σύστημα που χρησιμοποιείται σήμερα για το διακανονισμό μεμονωμένων των διασυνοριακών πληρωμών μεμονωμένα.
Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, η Γερμανία, μαζί με άλλες πλεονασματικές χώρες, όπως οι Κάτω Χώρες, έχει δημιουργήσει σημαντικές πιστώσεις και έχει το υψηλότερο θετικό ισοζύγιο. Αντίστοιχα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ιταλία δημιούργησαν σημαντικές χρεώσεις και ως εκ τούτου έχουν αρνητικά υπόλοιπα διακανονισμού. Αυτά αντανακλούν τις σωρευτικές ανισορροπίες του ισοζυγίου πληρωμών μεταξύ της βόρειας και της νότιας Ευρώπης, οι οποίες προηγουμένως χρηματοδοτούνταν από ροές κεφαλαίων από το κέντρο στην περιφέρεια, αλλά έχουν αναστραφεί μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση.
Αυτό το λογιστικό τέχνασμα έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για τη σωτηρία του συστήματος του ενιαίου νομίσματος. Ενώ δεν έλυσε το πρόβλημα των μεγάλων τιμών των επιτοκίων spread, η συσσώρευση θετικών και αρνητικών ισορροπιών στο πλαίσιο του TARGET2 εμπόδισε τη χρηματοπιστωτική αναταραχή που προκάλεσε η ξαφνική διακοπή της κίνησης κεφαλαίων μετά την κρίση χρέους, για να μη μετατραπεί σε νομισματική κρίση.
Η πρότασή μας είναι να ανοίξουμε ένα τμήμα του TARGET2 -το αποκαλούμε «T2trade»- το οποίο θα λειτουργεί, όπως και η EPU, ως πηγή χρηματοδότησης προσωρινών ανισορροπιών του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς να χρειάζεται να βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες κινήσεις κεφαλαίων. Το αποτέλεσμα θα είναι μια νέα «ευρωπαϊκή ένωση εκκαθάρισης». Για να λειτουργήσει αυτό, θα πρέπει να υιοθετηθούν τέσσερα μέτρα:
1. Η πίστωση θα πρέπει να περιορίζεται στο «T2trade» μόνο στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών και στον τουρισμό. Η ιδέα του περιορισμού ορισμένων διευκολύνσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε συγκεκριμένα είδη οικονομικών συναλλαγών δεν είναι νέα. Εισήχθη με τις Στοχοθετημένες Μακροπρόθεσμες Πράξεις Αναχρηματοδότησης (TLTRO).
2. Θα πρέπει να περιοριστεί η δυνατότητα συσσώρευσης θετικών ή αρνητικών υπολοίπων, ανάλογα με τον όγκο του εξωτερικού εμπορίου κάθε χώρας. Η αρχή αυτή είναι απόλυτα σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, συγκεκριμένα στο πλαίσιο της Διαδικασίας Εξομάλυνσης Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (MIP).
3. Οι ανισορροπίες μπορούν να υποβάλλονται σε συμμετρικές χρεώσεις. Αυτή η επιλογή μπορεί και πιστεύουμε ότι πρέπει να λάβει τη μορφή μιας πολιτικής πρότασης που υποχρεώνει όλες τις χώρες να ανταποκριθούν στην ευθύνη τους για την επίλυση των ανισορροπιών, στο βαθμό που έχουν αποκομίσει πλεονεκτήματα από τη συσσώρευσή τους. Θα χρησιμεύσει ως υπενθύμιση στις χώρες πιστωτές ότι και αυτοί έχουν επωφεληθεί από το ενιαίο νόμισμα χάρη στην ευκαιρία να εξάγουν προς τις χώρες της Νότιας Ευρώπης με ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία. Και θα χρησιμεύσει στη συμμετοχή των χωρών αυτών στη διαδικασία προσαρμογής, χωρίς να χρειαστεί να γίνει έκκληση στην «ευγενική καρδιά» τους. Επιπλέον, θα ήταν σύμφωνο με αυτό που ανακοίνωσε η ΕΚΤ το καλοκαίρι του 2014 όταν, μετά την εισαγωγή αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις, δήλωσε ότι αυτό θα πρέπει να ισχύει και για τους ισολογισμούς του TARGET2.
4. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα προσαρμογής των πραγματικών, αν όχι ονομαστικών, συναλλαγματικών ισοτιμιών, εάν οι ανισορροπίες αποδειχθούν επίμονες.
Αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών
Παρόλο που υπάρχουν περιθώρια να υποστηριχθούν τα συγκεκριμένα μέτρα, έτσι ώστε να καταστεί η προτεινόμενη Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εκκαθάρισης βιώσιμη, είναι κρίσιμο οποιοσδήποτε μηχανισμός να βασίζεται στην ακόλουθη πολιτική και οικονομική αρχή: την αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου της Ευρώπης και την αλληλεγγύη μεταξύ κρατικών οφειλετών και πιστωτών, προκειμένου να επανέλθει ένας κοινός στόχος για το ευρωπαϊκό σχέδιο. Αλληλεγγύη όχι με την ηθική της έννοια, αλλά με οικονομικό τρόπο -με κοινή ευθύνη για τη σταθερότητα και τη συμμετρική κατανομή του βάρους της αναπροσαρμογής.
Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε τη σταθερότητα στην Ευρώπη και αν θέλουμε να κερδίσουμε ενάντια στις αυταρχικές φιλοδοξίες των ακραίων πολιτικών δυνάμεων, είναι απαραίτητη η αποκατάσταση της αυτονομίας της πολιτικής στις δημοκρατικές κυβερνήσεις μέσω της διαχείρισης της κίνησης των κεφαλαίων. Οι οικονομικές δυνάμεις δεν πρέπει να αποσπαστούν από τη σύνδεσή τους με δημοκρατικούς, πολιτικούς θεσμούς. Η προσπάθεια να συμβεί κάτι τέτοιο είναι δυστοπική και προκάλεσε τις αντεπιθέσεις που οδηγούν τους λαούς των ευρωπαϊκών χωρών να αναζητήσουν προστασία από την αρπακτική συμπεριφορά των αυτορυθμιζόμενων αγορών.
Πράγματι, αν η κίνηση κεφαλαίων δεν υποταχτεί σε δημοκρατικά συμφέροντα (και σημειώνουμε ότι η πρότασή μας θα έκανε τις κινήσεις κεφαλαίων περιττές και όχι παράνομες), τότε αυτή η «προστασία» σίγουρα θα προσφερθεί από ισχυρούς και δυνητικά αυταρχικούς ηγέτες της δεξιάς και έτσι η εξαιρετική πρόοδος που σημειώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο θα αναστραφεί.
Πολλά είναι υπό διακύβευση. Και δεν υπάρχει πολύς χρόνος.
Μετάφραση από το Opendemocracy:
Βασίλης Ρόγγας
* Η Αν Πέτιφορ είναι διευθύντρια της Πολιτικής Έρευνας της Μακροοικονομίας, PRIME. Ο Μάσιμο Αμάτο είναι υποψήφιος για το ευρωκοινοβούλιο με το «La Sinistra (GUE/NGL) και ο Λούκα Φαντάτσι ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι.
Πηγή: Η Εποχή από Opendemocracy