Macro

«Πασοκοποίηση»: μήπως το παράδειγμα γενικεύεται;

Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη επιβεβαιώνουν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που στις αρχές του 21ου αιώνα κυβερνούσε σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., εκλογικά συνεχώς συρρικνώνεται.

Μετά την Ολλανδία και το Εργατικό Κόμμα του Ντάισελμπλουμ, τη σκυτάλη πήραν οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όπου η προσπάθεια του Μπενουά Αμόν να στρέψει το κόμμα προς τα αριστερά υπονομεύτηκε από το «κατεστημένο» του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τον έφερε σε μονοψήφια ποσοστά.

Και μπορεί βέβαια ο νικητής των γαλλικών εκλογών Εμανουέλ Μακρόν να συμμετείχε στην κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ (χωρίς ωστόσο ποτέ να έχει εκλεγεί), χρειάστηκε όμως να αποτινάξει την κομματική ταμπέλα και κυρίως να ενσαρκώσει με τον πιο σαφή τρόπο τη στροφή των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τις πλέον νεοφιλελεύθερες πολιτικές (όπως οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις που προαναγγέλλει).

Η επιλογή της σοσιαλδημοκρατίας –με εμβληματικά πρόσωπα τους Μπλερ και Σρέντερ σε Αγγλία και Γερμανία αντίστοιχα– να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερες πολιτικές υπήρξε και το κομβικό σημείο της αποσύνδεσής της από τα εργατικά στρώματα που μέχρι τότε παραδοσιακά εκπροσωπούσε.

Ηδη από τη δεκαετία του ’90, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν προχωρήσει στην οργανωτική και πολιτική τους μετάλλαξη από «κόμματα μαζών» σε «κόμματα του κράτους» και ενώ η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης βάθαινε παντού, ο τρόπος που διαχειρίστηκαν την οικονομική κρίση ενίσχυσε περαιτέρω την απαξίωσή τους.

Κόμμα-οδηγός αυτής της καταστροφής υπήρξε το δικό μας ΠΑΣΟΚ, που έδωσε και το όνομά του -Pasokification- στην εκλογική κατάρρευση, στην άρση της υποστήριξης από τα συνδικάτα και από το προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας στα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η κρίση της ευρωπαϊκής (και όχι μόνο) σοσιαλδημοκρατίας δημιούργησε σε κάποιες περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις για τον έστω μερικό προοδευτικό επαναπροσδιορισμό της.

Η ανάδυση αριστερόστροφων υποψηφίων στις ηγεσίες ή σε εκλογικές αναμετρήσεις (του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών της Αγγλίας, του Σάντερς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, του Αμόν στη Γαλλία) ήταν η αντανάκλαση μιας νέας απόπειρας σύνδεσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με τις παραδοσιακές κοινωνικές εκπροσωπήσεις τους.

Αντίστοιχα, η συγκρότηση κυβερνητικών συνασπισμών με τη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως στην Πορτογαλία, τη Θουριγγία της Γερμανίας κ.α., εγκαινίασε νέες δυναμικές συμμαχιών για τους σοσιαλδημοκράτες.

Μεταξύ πασοκοποίησης και επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής, και ενώ στο πολιτικό πεδίο αναδεικνύονται νέες ηγεμονικές δυνάμεις από την πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά (ο ΣΥΡΙΖΑ με τη διπλή εκλογική του νίκη στην Ελλάδα, το Podemos στην Ισπανία, η υποψηφιότητα Μελανσόν στη Γαλλία), η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας οδηγεί συχνά σε «τιμαριοποίηση» του πολιτικού της φορέα, με αντιμαχόμενες ομάδες που αμφισβητούν τις επιλογές της ηγεσίας ακόμα και σε κρίσιμες πολιτικές αναμετρήσεις.

Κυρίαρχο παράδειγμα στο εξωτερικό αποτελούν οι εσωκομματικές συγκρούσεις στο κόμμα των Εργατικών στην Αγγλία και μάλιστα στις παραμονές εκλογών.

Οι εσωκομματικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ –αντιπαράθεση Γεννηματά-Βενιζέλου σε πρώτο επίπεδο με αντικείμενο οργανωτικά ζητήματα αλλά και ζητήματα συμμαχιών– και οι προσπάθειες δημιουργίας νέων πολιτικών φορέων της Κεντροαριστεράς δεν καταφέρνουν να κρύψουν την ουσιαστική πολιτική συζήτηση για την ίδια τη φυσιογνωμία της Αριστεράς. Συζήτηση που το τελευταίο διάστημα διεξάγεται και μεταξύ των διανοουμένων του κεντροαριστερού χώρου.

Από τις δύο διακριτές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις, η κυρίαρχη συσπειρώνει στις γραμμές της το σύνολο σχεδόν του σημιτικού εκσυγχρονισμού, με ναυαρχίδες τα «Νέα» και το «Βήμα» και θεωρητικό όργανο το Athens Review Book. Το αφήγημά της επιμένει σε μια σειρά από στερεότυπα:

Η Κεντροαριστερά είναι υπεύθυνη, φιλοευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική δύναμη που επωμίστηκε αδίκως το πολιτικό κόστος των μνημονίων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά ένα επικίνδυνο εθνικολαϊκιστικό μόρφωμα, αντιευρωπαϊκό και αντιδημοκρατικό, που οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή.

Μεταξύ νεοσταλινισμού και «κωλοτούμπας», ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση δυνητικό συνομιλητή, πρέπει να τιμωρηθεί και να ταπεινωθεί για την «υφαρπαγή» της εξουσίας και την «απαξίωση» των θεσμών ως παράγοντας διαιώνισης της εθνικής κρίσης.

Η άλλη αφήγηση, μειοψηφική και με λιγότερες προσβάσεις στα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλά με εμβληματικά πρόσωπα από τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, όπως ο Σωτήρης Βαλντέν και ο Νίκος Μουζέλης, αντιλαμβάνεται ορθά κάποια από τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας.

Αναγνωρίζει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι συμμετέχει σθεναρά στη δίκαιη προσπάθεια αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, επισημαίνει ότι δεν πρόκειται για ένα παροδικό «ελληνικό» φαινόμενο και συντάσσεται με την ευρωπαϊκή τάση άρσης του ακραίου διαχωρισμού μεταξύ ριζοσπαστικής Αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας.

Μια παρόμοια συμμαχία μεταξύ τους κρίνεται απαραίτητη για την καταπολέμηση της λιτότητας, των εντεινόμενων ανισοτήτων, του ακροδεξιού λαϊκισμού και της Ευρώπης-φρούριο.

Στην πρώτη περίπτωση οι απαντήσεις έχουν την οσμή της παλαιάς αλλά προσφάτως ανακαινισμένης διαιρετικής τομής μεταξύ λαϊκισμού και εκσυγχρονισμού. Αν ο φιλοευρωπαϊσμός -για τους ίδιους- δεν είναι νοητό να αμφισβητείται, η κοινωνία καλείται να επιλέξει τον αυθεντικό του εκφραστή.

Ομως το ίδιο αφήγημα έχει υιοθετήσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και μάλιστα με μεγαλύτερη δυναμική και εκπροσωπήσεις στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η σοσιαλδημοκρατία διεκδικεί για τον εαυτό της μόνο τον ρόλο παρακολουθήματος του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος που εκφράζει η Δεξιά.

Στη δεύτερη περίπτωση, οι προϋποθέσεις των συμμαχιών για άρση των πολιτικών λιτότητας και εναντίωση στην Ακροδεξιά διατυπώνονται σωστά, μόνο που η ίδια η συμμαχία εμφανίζεται μάλλον ως μια απροϋπόθετη, εκ των άνω επιλογή.

Οι αριστερές συνεργασίες, ωστόσο, εμπεδώνονται και αναπαράγονται μέσα από παρόμοιες κοινωνικές και ταξικές αναφορές, αμφισβητούν ριζικά προηγούμενες πολιτικές και οικονομικές διευθετήσεις εις βάρος των από κάτω, προγραμματίζουν πολιτικά, τεχνικά και επικοινωνιακά την αναδιανομή εισοδημάτων και τη διεθνική αλληλεγγύη και ερευνούν τους όρους πλατύτερων αναδιαρθρώσεων με προοδευτικό πρόσημο σε όλη την Ευρώπη. Καθήκοντα που σε τελική ανάλυση τίθενται εκατέρωθεν και αποτελούν την πραγματική βάση για την όποια συζήτηση.

Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών