Τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 18 Ιανουαρίου, ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε εναντίον του κουρδικού θύλακα στο Αφρίν, που βρίσκεται στα βόρεια της Συρίας, στα σύνορα με την Τουρκία. Η επίθεση αυτή κάθε άλλο παρά ως κεραυνός εν αιθρία μπορεί να θεωρηθεί, εφ’ όσον καθόλη τη διάρκεια της συριακής κρίσης η Τουρκία είχε -και συνεχίζει να έχει- ως βασική της προτεραιότητα την αποφυγή της ενδυνάμωσης του κουρδικού στοιχείου της Συρίας.
Είναι σαφές ότι οι τουρκικές προτεραιότητες στη συριακή κρίση αφορούν το Κουρδικό ζήτημα, το οποίο αποκτά επικίνδυνες περιφερειακές διαστάσεις για την Άγκυρα, δεδομένου ότι μετά τη δημιουργία του κουρδικού ομόσπονδου κράτους στο Ιράκ, φαίνεται να οδεύουμε προς την ομοσπονδοποίηση –αν όχι το διαμελισμό- της Συρίας. Σε κάθε περίπτωση, οι Κούρδοι της Συρίας έχουν κερδίσει όχι μόνο τη διεθνή αναγνώριση, αλλά και την αμερικανική υποστήριξη, αφού οι κουρδικές δυνάμεις είναι εκείνες οι οποίες κατάφεραν τα μεγαλύτερα πλήγματα στις δυνάμεις του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ).
Ο εφιάλτης της Τουρκίας
Επιπλέον, μέσα από τις μάχες εναντίον του λεγόμενου ΙΚ, οι Κούρδοι ασκούν πραγματικό έλεγχο στα εδάφη που έχουν απελευθερώσει, επομένως, δεν αποτελούν πλέον μία αγνοημένη μειονότητα, εξαφανισμένη από την καταστολή του συριακού καθεστώτος. Ακόμα σοβαρότερη πηγή ανησυχίας για την Άγκυρα, όμως, αποτελεί το γεγονός της σύμπραξης των Κούρδων της Συρίας και του Ιράκ, αλλά και -σύμφωνα με δημοσιεύματα- και Κούρδων του ΡΚΚ, που ζουν στην Τουρκία. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν πραγματικό εφιάλτη για την Τουρκία, η οποία βλέπει να πραγματοποιείται μία κουρδική σύγκλιση, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγήσει.
Έτσι, η Τουρκία, η οποία αρνείται να αναγνωρίσει τους Κούρδους που ζουν εντός των συνόρων της και η οποία βρίσκεται –με μικρά διαλείμματα- σε συνεχή πόλεμο εναντίον τους από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι σήμερα, βιώνει ως ύψιστη απειλή τις εξελίξεις στη Συρία και φαίνεται αποφασισμένη να τις αποτρέψει πάση θυσία. Αυτό αποδεικνύεται κυρίως από τη στροφή της τουρκικής πολιτικής, η οποία από την ανοιχτή εχθρότητα προς την Ομοσπονδία της Ρωσίας, η οποία μοχλεύει αποτελεσματικά τις εξελίξεις στη Συρία, έφθασε σε στενή συνεργασία με τη Μόσχα, ενώ η Τουρκία δεν φαίνεται να διστάζει να έλθει σε ανοικτή σύγκρουση και με τον πάλαι ποτέ στρατηγικό της εταίρο, δηλαδή τις ΗΠΑ.
Κρίση με τις ΗΠΑ
Η κρίση στις αμερικανο – τουρκικές σχέσεις σηματοδοτείται, καταρχήν, από τη στρατιωτική και διπλωματική σύμπραξη της Τουρκίας με τη Ρωσία και το Ιράν, χώρες τις οποίες οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ θεωρούν στην καλύτερη περίπτωση αντίπαλες, αν όχι εχθρικές. Στη συνέχεια οι αμερικανο – τουρκικές σχέσεις δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο από την επέκταση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων στους τομείς των εξοπλισμών –αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, μεταξύ άλλων και πυραύλων S-400- αλλά και της ενέργειας, με τη δημιουργία εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας ρωσικής κατασκευής στο Ακουγιού της Τουρκίας.
Η κρίση στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσιγκτον οφείλεται στους διαφορετικούς τους στόχους όσον αφορά το ζήτημα της Συρίας. Έτσι, ενώ για τις ΗΠΑ, πέρα από τη μείωση της ρωσικής επιρροής, πρωταρχικός στόχος στη Συρία –αλλά και στο Ιράκ- είναι η εξαφάνιση του λεγόμενου ΙΚ, για την Τουρκία βασικός στόχος είναι το να αποκλείσει την πιθανότητα να υπάρξει κουρδικό ομόσπονδο κρατίδιο στη Συρία ή ακόμα χειρότερα, σε περίπτωση διαμελισμού της χώρας, να δημιουργηθεί ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Πρόκειται για ένα ενδεχόμενο, που δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό, δεν μπορεί όμως και να αποκλειστεί δεδομένων των χαοτικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή, αλλά και δεδομένου ότι κάθε φάση της συριακής κρίσης αναδεικνύει χαμένους και κερδισμένους, αλλά όχι σαφείς νικητές και ηττημένους.
Είναι προφανές ότι αυτή η ασάφεια, και μάλιστα μετά από επτά συνεχή χρόνια πολέμου, αποδεικνύει ότι η επίλυση της συριακής κρίσης δεν μπορεί να γίνει με στρατιωτικά μέσα, αλλά με πολιτικά. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί, τους οποίους προς το παρόν κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει, αφού φαίνεται να υπάρχουν ακόμα δυνατότητες επίτευξης στόχων, χάρη στη δυναμική του χάους που διέπει πλέον τη Μέση Ανατολή. Από τους λιγότερο διατεθειμένους να κάνουν διάλογο είναι και η Τουρκία, η οποία αντιλαμβάνεται τις προοπτικές που διανοίγονται στους Κούρδους της Συρίας, ως ευθεία απειλή εναντίον της.
Για να καταπολεμήσει, λοιπόν, τη δημιουργία ενός ακόμα κουρδικού πόλου στα σύνορα της, η Τουρκία συνεργάστηκε με το λεγόμενο ΙΚ –όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Μόσχα, όταν οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα θερμής σύρραξης μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από τουρκικά πυρά, στα τέλη του 2015. Στη συνέχεια, όταν η Τουρκία συμμετείχε στις επιχειρήσεις του δυτικού συνασπισμού εναντίον του λεγόμενου ΙΚ, στην πραγματικότητα έπληττε κουρδικές θέσεις.
Ωστόσο, το σημείο καμπής στις αμερικανο – τουρκικές σχέσεις φαίνεται ότι απετέλεσε η πρόσφατη απόφαση της Ουάσιγκτον να ενισχύσει τους κούρδους συμμάχους της στη Συρία -δηλαδή τις δυνάμεις των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG)- ώστε, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, να δημιουργηθεί μία αξιόπιστη δύναμη τριάντα χιλιάδων ανδρών για τη φύλαξη των συνόρων (Border Security Force BSF), με στόχο το να αποτραπεί το ενδεχόμενο εκ νέου διείσδυσης μαχητών του ΙΚ στα απελευθερωμένα συριακά εδάφη.
Η Άγκυρα, η οποία θεωρεί το YPG ως τρομοκρατική οργάνωση, ισχυριζόμενη ότι έχει σχέσεις με το ΡΚΚ, το κουρδικό αυτονομιστικό κίνημα στην Τουρκία, κατήγγειλε αυτήν την απόφαση των ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας την –δια στόματος Ερντογάν- ως πισώπλατη μαχαιριά και μάλιστα από συμμαχική χώρα, τονίζοντας ότι η Τουρκία «θα ξεκαθαρίσει μία – μία τις φωλιές των τρομοκρατών», αρχίζοντας από το θύλακα του Αφρίν.
Ο παράγοντας της Ρωσίας
Παράλληλα, η Άγκυρα εξασφάλισε εύκολα την ουδετερότητα της Μόσχας στη στρατιωτική επιχείρηση κατά του Αφρίν, δεδομένου ότι η Ρωσία είχε μία επαμφοτερίζουσα στάση έναντι των Κούρδων, εφόσον η δράση τους δεν απειλούσε την επίτευξη του βασικού ρωσικού στόχου στη Συρία, δηλαδή τη διάσωση του καθεστώτος και άρα την παραμονή των ρωσικών βάσεων στη χώρα. Από τη στιγμή, όμως, που οι Κούρδοι ενισχύονται σημαντικά από τις ΗΠΑ, η κατάσταση διαφοροποιείται σημαντικά και άρα η Μόσχα δεν είχε κανέναν λόγο να δυσαρεστήσει τη νεόκοπο σύμμαχο της, δηλαδή την Τουρκία. Αντιθέτως, η Μόσχα αντέδρασε στην αμερικανική πρωτοβουλία δημιουργίας της BSF, προειδοποιώντας ότι κάτι τέτοιο οδηγεί στην κατάτμηση της Συρίας, ενδεχόμενο ιδιαίτερα επικίνδυνο για ό,τι έχει απομείνει από την περιφερειακή σταθερότητα. Από την πλευρά της αντέδρασε και η Συρία, καταγγέλλοντας τη δημιουργία της κουρδικής δύναμης φύλαξης των συνόρων, ως κατάφορη καταπάτηση της κρατικής της κυριαρχίας, αλλά και ως σαφή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου.
Είναι σαφές ότι η συριακή κρίση είναι πολύπλοκη, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε περιφερειακούς και διεθνείς δρώντες να την μετατρέψουν σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων. Έτσι, μετά την πτώση της Ράκα τον Οκτώβριο του 2017 και την εκδίωξη των μαχητών του λεγόμενου ΙΚ από τα εδάφη που κατείχαν, η τουρκική επίθεση εναντίον του κουρδικού θύλακα στο Αφρίν σηματοδοτεί μία νέα φάση της συριακής κρίσης, με άδηλα αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η επίθεση αυτή ενέχει περισσότερους κινδύνους από ό,τι ευκαιρίες, ακόμα και για την ίδια την Τουρκία.
Βιβή Κεφαλά
Πηγή: Η Εποχή