Micro

Παρέμβαση στην ιδιωτική εκπαίδευση: «Για λόγους δημοσίου συμφέροντος»

Η κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί της χώρας μας είναι ένα ακόμη επεισόδιο στη μακρά πορεία απόλυτης εργασιακής ανασφάλειας την οποία υφίστανται την τελευταία εικοσαετία. Αρχής γενομένης από την κατάργηση της διάταξης «ουδείς απολύεται» επί υπουργίας του τότε νεοδημοκράτη Βασίλη Κοντογιαννόπουλου και την, εν μία νυκτί, απόλυση τριακοσίων εκπαιδευτικών το 1991. Ακολούθησε  το φωτεινό διάλειμμα της περιόδου 2002-2010, του άρθρου 13 του ν. 2986/2002 και της  εργασιακής διασφάλισης που παρείχε στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Για να φτάσουμε στην καταδίκη των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών από την Άννα Διαμαντοπούλου και την εισαγωγή μέσω του ν.3848/2020 των αναιτιολόγητων απολύσεων ‒χωρίς τη δυνατότητα απορρόφησης στη δημόσια εκπαίδευση‒ εκπαιδευτικών με πολυετή προϋπηρεσία, την παροχή στους σχολάρχες του δικαιώματος της αυθαίρετης μείωσης των ωραρίων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και την ουσιαστική αφαίρεση του δικαιώματός τους να καταγγέλλουν τη βλαπτική μεταβολή της μισθολογικής τους κατάστασης.

«Εκπαιδευτικοί που σήμερα επιτηρούν, εξετάζουν και διορθώνουν γραπτά στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, που διορίζονται από δημόσια αρχή, που αντιμετωπίζονται από το νόμο σε θέματα αξιολόγησης κι επιμόρφωσης ενιαία με τους δημόσιους εκπαιδευτικούς, που υπογράφουν ισότιμους απολυτήριους τίτλους μαθητών, έγκυρους για να τους εισαγάγουν στα πανεπιστήμια ή να τους εξασφαλίσουν δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, εκπαιδευτικοί των ισοτίμων σχολείων με οργανικές θέσεις  παραδίδονται στο διευθυντικό δικαίωμα του επιχειρηματία –παρά τον περιορισμό που θέτει σε αυτό το άρθρο 16 του Συντάγματος και που σεβάστηκε μέχρι σήμερα το νομικό πλαίσιο–, ο οποίος μπορεί πλέον ελεύθερα να τους απολύει ή να μειώνει το ωράριό τους (άρα και την αποζημίωσή τους, αν τους απολύει)».  (Υπόμνημα της ΟΙΕΛΕ προς τη Βουλή των Ελλήνων Αριθ. Πρωτ:19489, Αθήνα, 4 Μαΐου 2010)

Αυτή η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο με την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων του συνόλου των εκπαιδευτικών ενός ιδιωτικού σχολείου, επί υπουργίας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου. Με τροπολογία που κατέθεσε στο νομοσχέδιο για τις λαϊκές αγορές, ουσιαστικά έπαψε η εποπτεία της πολιτείας στα ιδιωτικά σχολεία και στην εργασιακή εξέλιξη των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με ανυπολόγιστα οφέλη για τους σχολάρχες, αφού μετέφερε την ευθύνη της εποπτείας των ιδιωτικών σχολείων από το Υπουργείο Παιδείας στο Υπουργείο Εργασίας. Έτσι, σταμάτησε ταυτόχρονα κάθε εποπτικός έλεγχος της πολιτείας σε σχολεία, ωρολόγια προγράμματα, προσόντα εκπαιδευτικών, διορισμούς, απολύσεις.

Όσο για την τελευταία λέξη στο έπος της πλήρους απόσυρσης της πολιτείας από τον έλεγχο της λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων, αυτή ανήκει στον Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 2014 κατήργησε τη Διεύθυνση Ιδιωτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, ικανοποιώντας  ένα  πολυετές αίτημα των επιχειρηματιών της εκπαίδευσης.

Όλα τα παραπάνω δεν αφορούν, όπως είναι φανερό, μόνο τα συμφέροντα των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Αφορούν την ίδια τη νομιμότητα της λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων. Μια νομιμότητα, που σχετίζεται με την ισότητα των ευκαιριών όλων των παιδιών που φοιτούν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, την αξιοκρατία στην εκπαίδευση, την τήρηση του άρθρου 16 του Ελληνικού Συντάγματος.

Σύμφωνα με τις καταγγελίες της ΟΙΕΛΕ, που αναφέρει στο σχετικό υπόμνημά της προς την τότε υπουργό Παιδείας κα Άννα Διαμαντοπούλου, σωρεία παρανομιών διαπράχθηκαν εκείνο το διάστημα στον ευρύτερο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. «Ο λόγος για τον οποίο η ΟΙΕΛΕ μπόρεσε να αναδείξει από το 2002 τις παρανομίες και τις παραμορφώσεις που επιφέρει στην εκπαίδευση η κερδοσκοπία είναι αυτό ακριβώς που επισημαίνει και το ΣτΕ στην πρόσφατη απόφασή του (622/2010): ότι δηλ. η διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών της ιδιωτικής εκπαίδευσης (άρθρ.13 ν.2986/2002) ενισχύει τις αντιστάσεις τους στις πιέσεις της αγοράς και αποβαίνει υπέρ της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχουν. Επομένως, η αποδόμηση των εργασιακών τους σχέσεων με τις αναιτιολόγητες καταγγελίες σύμβασης αορίστου χρόνου εκπαιδευτικών είναι βέβαιο ότι θα έχει επιπτώσεις στη συνείδηση λειτουργού, που το Σύνταγμα επιβάλλει να διαθέτουν όλοι οι εκπαιδευτικοί, οδηγώντας τους στο δίλημμα: παραίτηση ή απόλυση;». (Υπόμνημα της ΟΙΕΛΕ προς την υπουργό Παιδείας, αρ. πρωτ.: 19526, Αθήνα, 10/5/2010)

«Η υπό συζήτηση νομοθετική πρόταση για την πλήρη εμπορευματοποίηση της ιδιωτικής παιδείας δεν καταργεί απλώς τους νόμους του Γεωργίου Ράλλη και του Απόστολου Κακλαμάνη που ρυθμίζουν έως σήμερα την εποπτεία του κράτους επί των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.  Αντιστρατεύεται και υπονομεύει ευθέως τη ρύθμιση του άρθρου 16 παρ. 8 του Συντάγματος, που επιβάλλει στο κράτος με ειδικό νόμο να ρυθμίζει την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. Κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις αυτές δεν προορίζονται να εξυπηρετήσουν τα συντεχνιακά συμφέροντα των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Αντιθέτως, αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης για το λόγο ότι εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος έχει αναχθεί σε συνταγματικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος» (ΣτΕ, 622/2010 επταμ., βλ. και ΣτΕ 1998-9/2001 επταμ., 2495/2002, 2376/1988 Ολομ., 1671/1980, πρβλ. ΑΠ 864/76) επεσήμαινε τότε, ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Γιώργος Κατρούγκαλος.

Εύλογα, λοιπόν, το Υπουργείο Παιδείας θέλησε σήμερα, για «λόγους δημοσίου συμφέροντος», να επαναφέρει τη συνταγματική νομιμότητα στη λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων με το πρόσφατα επεξεργασμένο άρθρο για την ιδιωτική εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης σε συνέντευξή του τόνισε ότι «το ιδιωτικό σχολείο δεν είναι μια κοινή εμπορική επιχείρηση, διότι, εκ της φύσεώς της, διαχειρίζεται ένα ευαίσθητο κοινωνικό αγαθό, όπως είναι η μόρφωση· τελεί υπό την εποπτεία του κράτους».

Στη συγκεκριμένη διάταξη δεν πραγματοποιείται καμία επαναστατική αλλαγή, δεν διαλύονται τα ιδιωτικά σχολεία, δεν απαγορεύονται οι απολύσεις εκπαιδευτικών, δεν καταργούνται οι επιπλέον δραστηριότητες ενός ιδιωτικού σχολείου.

Εκείνο που πρόκειται να ισχύσει, όταν το επίμαχο άρθρο ψηφιστεί, είναι η επαναφορά της ευθύνης λειτουργίας των ιδιωτικών σχολείων στην πολιτεία, η αιτιολόγηση των απολύσεων σε θεσμοθετημένα όργανα, η πλήρης καταγραφή διδακτικών αντικειμένων και προσόντων των εκπαιδευτικών που θα τα διδάξουν, η διευκόλυνση της έναρξης των ‒πέραν του επισήμου εκπαιδευτικού προγράμματος‒ δραστηριοτήτων των σχολείων από την οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης, καθώς και η εναρμόνιση των  εργασιακών σχέσεων σε αυτές με την υπόλοιπη λειτουργία του σχολείου. Πολλές από αυτές τις ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται για πρώτη φορά στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έλκουν την καταγωγή τους από τον ν.682/77, και, όπως προαναφέρθηκε, καταργήθηκαν σταδιακά μετά το 2010 από τις συγκυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Το καινοτόμο στοιχείο του άρθρου είναι η εισαγωγή της νομικής θέσπισης κανόνων στη λειτουργία των Φροντιστηρίων και των Κέντρων Ξένων Γλωσσών με βασικό στόχο την πάταξη της διαπιστωμένης ‒και με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας‒ μαύρης εργασίας σε αυτά.

Αν, επομένως, αυτή η κυβερνητική επιλογή θίγει κάποιους, αυτοί δεν είναι ούτε οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική εκπαίδευση, ούτε οι γονείς των παιδιών που φοιτούν σε αυτές τις δομές, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές, αφού η στοιχειώδης διασφάλιση της εργασιακής αξιοπρέπειας των δασκάλων τους θα έχει αναμφισβήτητα θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δεν πρέπει, άλλωστε, να μας διαφεύγει ότι η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών έχει άμεση επίπτωση στις συνθήκες μάθησης των μαθητών.

Εντούτοις, η αντίδραση των ιδιοκτητών των ιδιωτικών σχολείων, της ΝΔ και των συστημικών ΜΜΕ δεν περιορίζεται στις συγκεκριμένες διατάξεις. Άλλες βουλές έχουν και βλέπουν να απομακρύνεται κατά πολύ η υλοποίησή τους με την εν λόγω νομική πρωτοβουλία. Έρχονται από πολύ μακριά και στοχεύουν ανάλογα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Υπάρχει ένα λόμπι στις ΗΠΑ με την επωνυμία «Ίδρυμα για την Εκπαιδευτική Επιλογή» (Foundation for Education Choice). Το λόμπι αυτό, που καθοδηγείται από τις ιδέες του γκουρού της κυριαρχίας των αγορών στα δημόσια αγαθά Μίλτον Φρίντμαν, προωθεί την κρατική επιδότηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και δαπανά τεράστια ποσά για την προβολή της εκπαιδευτικής ιδιωτικοποίησης στο όνομα της ελεύθερης επιλογής.

Βασική αρχή της πολιτικής που προωθεί το εν λόγω ίδρυμα είναι η δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής του δημόσιου ή ιδιωτικού σχολείου από έναν γονέα, μέσω της χρήσης ενός κουπονιού (voucher). Τα χρήματα, βέβαια, που αντιπροσωπεύει αυτό το «εκπαιδευτικό τσεκ» δεν είναι αρκετά για να καλύψουν ολόκληρη την εκπαιδευτική δαπάνη φοίτησης ενός παιδιού σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά μόνο μέρος της. Από την άλλη, αν τελικά ο γονέας επιλέξει τη δημόσια εκπαίδευση, τα χρήματα που αντιστοιχούν στο κουπόνι ισοδυναμούν με την κρατική επιχορήγηση για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως λειτουργικών εξόδων του δημόσιου σχολείου. Δηλαδή, παρατηρούμε ότι στόχος αυτής της λογικής είναι η μεταφορά κρατικών πόρων από τη δημόσια εκπαίδευση στην ιδιωτική.

Όταν στις 15/02/2011 το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) παρουσίασε στην Αθήνα τη μελέτη του με τίτλο «Ιδιωτική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα: προκλήσεις και προοπτικές», η έκδοση σχετικού δελτίου Τύπου αναγγελίας της παρουσίασης, εκ μέρους του Συνδέσμου Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων (ΣΙΕΙΕ), προϊδέαζε και τον πλέον αδαή για τα συμφέροντα που αυτή θα εξυπηρετούσε.

Συμπερασματικά, δύο ουσιαστικά αιτήματα πρόβαλαν από εκείνη την έρευνα: α) Η ενίσχυση των επιχειρηματιών-ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων με δημόσιο χρήμα, μέσω της χορήγησης κουπονιών προς τις οικογένειες των μαθητών για την επιλογή του σχολείου των παιδιών τους και β) Η άρση του νομικού πλαισίου που προσδιορίζει τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και ελέγχει τα προγράμματα σπουδών των ιδιωτικών σχολείων.

Πρόκειται για δύο αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα αιτήματα. Και αυτό γιατί, ενώ το αίτημα για την ενίσχυση των ιδιωτικών σχολείων μέσω κουπονιών στρέφεται απευθείας στην απομύζηση των κρατικών ταμείων από τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, με προφανή υστέρηση αυτών των κονδυλίων από τη δημόσια εκπαίδευση, την ίδια ακριβώς στιγμή αφενός καταγγέλλεται ως «κρατικιστική» η όποια προστασία των εργασιακών σχέσεων στην ιδιωτική εκπαίδευση, αφετέρου επιζητείται ‒σε ευθεία αντίθεση προς το άρθρο 16 του Συντάγματος‒ η διεύρυνση ‒μέσω της ανεξέλεγκτης διαμόρφωσης αναλυτικών προγραμμάτων στα ιδιωτικά σχολεία‒ των εκπαιδευτικών και, επομένως, κοινωνικών ανισοτήτων.

Όμως, η δραστηριότητα των θαυμαστών του νεοφιλελευθερισμού στην εκπαίδευση είχε και συνέχεια.

Στις 15 Φεβρουαρίου του 2014 ο Σύνδεσμος Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων (ΣΙΕΙΕ), μετά από λειτουργία και δραστηριότητα πολλών δεκαετιών, πραγματοποίησε το 1ο του Πανελλήνιο Συνέδριο, με τίτλο «Ιδιωτικό Σχολείο και Ανάπτυξη», στις αίθουσες της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τις εργασίες του Συνεδρίου τίμησαν με την παρουσία τους οι τότε υπουργοί Κωστής Χατζιδάκις, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος και Σίμος Κεδίκογλου.

Οι δύο τελευταίες-και πιο σημαντικές- ενότητες του Συνεδρίου ήταν οι εξής:

«… ε) παρουσίαση μελέτης του ΙΟΒΕ με την οποία επιχειρείται συγκριτική ανάλυση του κόστους ανά μαθητή στη δημόσια και στην ιδιωτική εκπαίδευση με στόχο τη συναγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματική αξιοποίηση των δημόσιων πόρων που κατευθύνονται στη λειτουργία του σημερινού δημόσιου σχολείου

στ) το κουπόνι εκπαίδευσης: προτεινόμενο εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων που διατίθενται στην α΄βάθμια και β΄βάθμια εκπαίδευση και για τη διασφάλιση του δικαιώματος του γονέα να επιλέγει το σχολείο του παιδιού του σύμφωνα με το Χάρτη των Δικαιωμάτων του πολίτη της ΕΕ».

Αυτές λοιπόν είναι οι πραγματικές βουλές όσων αντιδρούν στη νομοθετική παρέμβαση του Υπουργείου Παιδείας. Στοχεύουν στη διάλυση κάθε έννοιας δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης στην πατρίδα μας.

Η επικείμενη ψήφιση της διάταξης για την ιδιωτική εκπαίδευση βάζει έναν πρώτο αποφασιστικό φραγμό σε τέτοιας λογής επιδιώξεις και θωρακίζει έναν ευαίσθητο εκπαιδευτικό χώρο. «Το νομοσχέδιο για την ιδιωτική εκπαίδευση ‒κατά τον Νίκο Φίλη‒ έχει ουσιαστική αλλά και συμβολική σημασία και σηματοδοτεί την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων έναντι της αγοραίας επίθεσης. Είναι μάχη για τη δημοκρατία στο σχολείο, που σημαίνει και την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του εκπαιδευτικού».

 

Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ.