Εδώ και δεκαετίες, πολύ πριν από τα Μνημόνια, εγκαθιδρύσαμε μόνοι μας ένα καθεστώς λιτότητας, διαγκωνιζόμασταν για την πιστότερη εφαρμογή της, απαξιώναμε μόνοι μας το δημόσιο αγαθό της Παιδείας και ισχυριζόμασταν ότι η λιτότητα αυτή ήταν για το καλό των παιδιών μας.
Οι χώρες με την καλύτερη Παιδεία στον κόσμο έδιναν για χρόνια (και δίνουν) το 7% του ΑΕΠ. Και στην Ελλάδα όμως περίπου τόσο δίναμε. Με μία μόνο διαφορά: το μισό το έδινε το κράτος για την Παιδεία και το άλλο μισό οι οικογένειες για την παραπαιδεία. Όχι φυσικά για επιπρόσθετη μόρφωση, αλλά για να κάνουν τα ίδια μαθήματα δυο φορές και έτσι να σιγουρευτούν ότι δεν θα τα ξεχάσουν την κρίσιμη ώρα. Αποτέλεσμα; Και τα λεφτά δίναμε και Παιδεία προηγμένου κράτους δεν είχαμε.
Επί δεκαετίες οι οικογένειες έχαναν 200, 300, 400, 500 ευρώ για κάθε παιδί τους κάθε μήνα, χωρίς να τους το επιβάλλει κανείς. Επιδόθηκαν σε μία κούρσα “εξοπλισμών” προκειμένου το “σπλάχνο” τους να έχει περισσότερες πιθανότητες από τα άλλα να περάσει στο πανεπιστήμιο. Ούτε που τους ένοιαζε να διεκδικήσουν καλύτερη δευτεροβάθμια Παιδεία. Ούτε που τους ένοιαζε που όλο αυτό το σύστημα της παραπαιδείας δεν απαντάται σε κανένα κράτος από αυτά στα οποία στη συνέχεια έστελναν τα παιδιά τους για μεταπτυχιακές σπουδές.
Ούτε που τους ένοιαζε που τα παιδιά τους μετατρέπονταν στους πιο σκληρά εργαζόμενους της χώρας, χωρίς καν να παράγουν κάτι που θα έμενε στους ίδιους και/ή στην κοινωνία. Ούτε που τους ενδιέφερε που τα παιδιά τους έκοβαν το παιχνίδι και ασκούνταν πλέον στη βαρεμάρα, για χρόνια, αγκαλιά με την ανούσια παπαγαλία. Ούτε που τους ένοιαζε που τα παιδιά τους γνώριζαν το άγχος και τα ψυχοσωματικά από την εφηβεία τους σε ένα σχολείο που τους εξέταζε συνεχώς και τους καλλιεργούσε όχι την αγάπη για τη γνώση και την επίλυση προβλημάτων, αλλά την αγάπη για τον βαθμό και την επίτευξή του.
Οι γονείς επαναλαμβάνουν τελετουργικά ότι “η γνώση σε κάνει καλύτερο άνθρωπο” καθιστώντας με κάθε τρόπο σαφές ότι εννοούν τη χρησιμοθηρική πλευρά του θέματος. Τα επαγγελματικά δικαιώματα που δίνει η Παιδεία είναι το μοναδικό πράγμα που τους ενδιαφέρει απ’ αυτήν. Γι’ αυτό “ο καθένας ας κοιτάξει το παιδί του”. Οι καθηγητές, όσοι δεν κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα, ενδιαφέρονται να βγαίνει η ύλη.
Οι αριστεροί καθηγητές (όπως το διατύπωσαν σε συνέδριό τους ήδη πριν από τα Μνημόνια) θεωρούν ότι για την κακοδαιμονία της εκπαίδευσης (εκτός από την υποχρηματοδότηση) φταίει το γεγονός ότι έχει παρεισφρήσει ο νεοφιλελευθερισμός ακόμα και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (ντόιγκ!). Οι μαθητές (που δεν έχουν φωνή) συνεχίζουν να ακούν τις ασυναρτησίες των μεγαλυτέρων (“Και τι παθαίνουν δηλαδή; Εμείς τι πάθαμε;”), προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες και μουρμουρίζουν αδιαλείπτως: “Είναι ότι βαριέμαι, ηλίθιε”!
Τον ελέφαντα μες στο δωμάτιο δεν φαίνεται να τον βλέπει κανείς. Λόλα, να ένα Μνημόνιο. Τόσα λεφτά πεταμένα για γενιές σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Μόνο και μόνο για να μην ξεβολευτούν όσοι/ες έχουν πλέον τη ρουτίνα τους στο σχολείο. Μόνο και μόνο γιατί το σύστημα συνεχών εξετάσεων είναι ένας εύκολος τρόπος να ξεφορτώνεσαι την ευθύνη της “διάπλασης των παίδων” και ταιριάζει και με το μικροαστικό φαντασιακό των Ελλήνων, που αρέσκονται στην ατομική “επιτευξιμότητα” και ιδιοκτησία (των βαθμών αυτή τη φορά). Μόνο και μόνο γιατί δεν χρειάζεται να γίνουν τομές όταν ο πληθυσμός που υφίσταται την τρέχουσα πολιτική δεν φωνάζει.
Δεν έχω τίποτα παραπάνω να πω για όσους και όσες δεν θέλουν να αξιολογηθούν στη δουλειά τους, αλλά θέλουν τα παιδιά τους να αξιολογούνται ακατάπαυστα χωρίς λόγο. Έχω να πω όμως στην κυβέρνηση: Πριν μας απαλλάξει από τα Μνημόνια που μας επιβλήθηκαν απ’ έξω, μπορεί να μας απαλλάξει από ένα Μνημόνιο που επιβάλαμε μόνοι μας στον εαυτό μας, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα (του ΣΥΡΙΖΑ)… του 2007. Ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας και αγρότης
Πηγή: Η Αυγή