Η ονομασία Βόρεια Μακεδονία δεν αποτελεί συμβιβασμό. Συμβιβασμός είναι όταν αναγκάζεσαι να απομακρυνθείς, εν μέρει έστω, από μια θέση την οποία είχες αρχικά και για την οποία εξακολουθείς να πιστεύεις πως είναι η πιο σωστή. Η λύση της ονομασίας Βόρεια Μακεδονία για τη γειτονική χώρα είναι η θέση την οποία καλώς εχόντων των πραγμάτων θα είχε η ελληνική πλευρά εξ αρχής –από το 1991-92, κατά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κατά τους αμέσως επόμενους μήνες. «Καλώς εχόντων των πραγμάτων»: αν, δηλαδή, δεν είχαν προκύψει κάποιες εντελώς ιδιαίτερες συνθήκες στην ελληνική κοινωνία και πολιτική εκείνης της εποχής που οδήγησαν τη χώρα μας σε μια απίστευτη περιπέτεια, από την οποία ακόμη πασχίζει να εξέλθει. Τις αναφέρω εδώ επιγραμματικά:
(α) Η απόφαση του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά να οικοδομήσει την πολιτική του σταδιοδρομία παίζοντας το χαρτί ενός ακραίου, αλλά και θρασύδειλου εθνικισμού και αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
(β) Η απολύτως σχεδιασμένη επικοινωνιακή στρατηγική των νεοσύστατων τότε ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών, που επένδυσαν τεράστιο μέρος των υλικών και ανθρώπινων πόρων τους στην προπαγανδιστική συγκρότηση ενός κλίματος εθνικιστικού παροξυσμού, με στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους ιδεολογικής (αλλά και οικονομικο-πολιτικής) ηγεμονίας.
(γ) Ως συνέπεια –εν μέρει, τουλάχιστον- της αγαστής συνέργειας μεταξύ των δύο παραπάνω παραγόντων, και με το συνακόλουθο φόβο του «πολιτικού κόστους», η σταδιακή αλλά και ραγδαία συμμόρφωση σχεδόν σύσσωμου του πολιτικού συστήματος με την απολύτως αδιάλλακτη θέση στο θέμα της ονομασίας («κανένα παράγωγο του όρου Μακεδονία»).
Το αυτονόητο
Οι λαοί, οι κοινωνίες, οι άνθρωποι, είτε σε ατομικό είτε σε μαζικό επίπεδο, δεν είναι από τη φύση τους ούτε ακροδεξιοί ούτε μη ακροδεξιοί. Συγκροτούνται έτσι ή αλλιώς μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και κατόπιν σκόπιμων, σ’ ένα βαθμό, στρατηγικών παρεμβάσεων από μέρους οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων –είτε πρόκειται για ταξικά συμφέροντα, για πολιτικά κόμματα, για θεσμούς όπως τα ΜΜΕ ή η εκκλησία, είτε για συνδυασμό μεταξύ αυτών. Στην ελληνική κοινωνία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχει δημιουργηθεί, κυρίως λόγω των παραγόντων που ανέφερα πιο πάνω (αλλά σίγουρα και ο ιδιάζων ρόλος της εκκλησίας θα έπρεπε να προστεθεί σε αυτούς), μια ακροδεξιά τάση που επικεντρώνεται κυρίως στα «εθνικά θέματα», με ιδιαίτερη έμφαση στο Μακεδονικό. Ακροδεξιοί θύλακες, που μέχρι τότε υπήρχαν αλλά παρέμεναν στο περιθώριο, έχουν πάρει τα πάνω τους και εμφανίζονται πλέον με τη μορφή «κυριλάτων» πολιτιστικών συλλόγων (και όχι μόνο) με αξιοσημείωτη επιρροή, που οργανώνουν και συμμετέχουν σε συλλαλητήρια (και όχι μόνο).
Γενικότερα, το ιδεολογικό κλίμα που είχε προκύψει κατά τις σχεδόν τρεις τελευταίες δεκαετίες και που επιτρέπει τώρα στη Νέα Δημοκρατία να έχει το θράσος να καταθέτει πρόταση δυσπιστίας με αφορμή μια συμφωνία που –και πάλι- «καλώς εχόντων των πραγμάτων» θα έπρεπε όλα τα κόμματα (πλην Χρυσής Αυγής, εννοείται) να υποστηρίζουν ως αυτονόητη, μας οδηγεί στο εξής –εκ πρώτης όψεως- παράδοξο: η κυβερνώσα Αριστερά να είναι αναγκασμένη να εξαρτά την παραμονή της στην κυβέρνηση από τον αγώνα της να υπερασπιστεί ακριβώς το αυτονόητο -αυτονόητο όχι μόνον από τη σκοπιά της Αριστεράς, αλλά και από εκείνην των στοιχειωδών αρχών του Διαφωτισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Ο Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, επέμεινε στο ότι η συμφωνία για την ονομασία Βόρεια Μακεδονία έχει μεταξύ άλλων το πλεονέκτημα ότι εξασφαλίζει πως η γειτονική χώρα αποποιείται κάθε αναφορά που θα αμφισβητούσε την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας. Τόνισε ότι κάτι τέτοιο ανταποκρίνεται στις σεβαστές ευαισθησίες πολλών συμπολιτών μας που θέλουν να αισθάνονται τη Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως αποκλειστικά ελληνική κληρονομιά. Ως πρωθυπουργός που απευθύνεται στο λαό του, ή και ως ηγέτης της Αριστεράς που τον ενδιαφέρει η ιδεολογική ηγεμονία της τελευταίας, ορθώς έπραξε, αλλά το ζήτημα έχει και μιαν άλλην όψη.
Ο εθνικισμός της αποκλειστικής καταγωγής
Το είδος εκείνο του εθνικισμού που στηρίζεται στην έννοια της καταγωγής και της κληρονομιάς, είναι εκείνο που από τη φύση του βρίσκεται πιο κοντά στην ακροδεξιά. Τούτο είναι κάτι που τείνουμε να παραμελούμε. Ο εθνικισμός της «αποκλειστικής καταγωγής», ή της «καταγωγής εξ αίματος», όπου το «αίμα» μπορεί να έχει και συμβολικό χαρακτήρα, είναι ο φυλετικός εθνικισμός: η περίπτωση όπου εθνικισμός και ρατσισμός ενώνονται εις σάρκα μίαν. Υπό αυτή την έννοια, η εμμονή –εξ αρχής και ακόμη από πολλούς- στην πλήρη απαγόρευση της χρήσης του όρου «Μακεδονία» από τη γείτονα χώρα δεν συνίσταται σε έναν φετιχισμό του ονόματος. Το ότι τα σχετικά επιχειρήματα που συνήθως ακούγονται κυμαίνονται μεταξύ αξιοθρήνητης μικροπρέπειας και αποστομωτικής βλακείας, δεν έχει να κάνει με το διανοητικό επίπεδο ή τον χαρακτήρα εκείνων που τα αρθρώνουν. Μάλλον οφείλεται στο ότι προσπαθούν να συγκαλύψουν το μοναδικό αληθινό επιχείρημα που στηρίζει αυτή τη θέση. Ας μη λησμονούμε τον πασιφανώς ρατσιστικό και αποκαλυπτικότατο χαρακτηρισμό «γυφτοσκοπιανοί» που εξαπολυόταν εναντίον των γειτόνων μας κατά την πρώτη περίοδο έξαρσης του ζητήματος. Το σταθερά υφέρπον επιχείρημα για την αποκλειστικότητα του όρου «Μακεδονία» είναι: ας μην τολμήσει κανείς κατώτερος λαός να μαγαρίσει την κληρονομιά του βασιλιά Αλέξανδρου, που ανήκει στους γνήσιους απογόνους του και μόνον.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: Η Εποχή