Macro

Ο πυρετός του Brexit σπάει

Αφαιρώντας τη σκληρή προθεσμία για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ΕΕ απέφυγε μια καταστροφή σαν του 2008, της ξαφνικής διακοπής στις συναλλαγές με τον δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της. Η απόφαση αυτή βελτιώνει δραματικά την οικονομική και πολιτική προοπτική για το ΗΒ και για όλη την Ευρώπη.

Για τη Βρετανία, οι προοπτικές είναι ξαφνικά πολύ σαφέστερες και καλύτερες από οποιαδήποτε στιγμή από τον Ιούνιο του 2016. Ενώ η πιθανότητα να ανατραπεί σύντομα η πρωθυπουργός Τερέσα Μέι θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση μιας συνταγματικής κρίσης, η πραγματικότητα είναι ότι οι πολιτικές συνθήκες είναι βέβαιο ότι σταθεροποιούνται με την παράταση της καταληκτικής ημερομηνίας για την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης ΗΒ-ΕΕ μέχρι το τέλος του έτους ή πέρα από αυτό. Το πώς θα γίνει αυτή η επέκταση – είτε εξαιτίας ενός νέου πρωθυπουργού είτε εκλογών ή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος ή μιας ψηφοφορίας στο Κοινοβούλιο για να διαγραφούν όλες οι «κόκκινες γραμμές» της Μέι που την εμπόδισαν να διαπραγματευτεί μια συμμετοχή ως μέλος της ΕΕ σε νορβηγικό στυλ – είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Επίσης, δεν είναι πολύ σημαντικό.

Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι η αφαίρεση της σκληρής προθεσμίας αφαιρεί την απειλή της ρήξης “χωρίς συμφωνία” με την Ευρώπη. Και μόλις η υπόσχεση της ελεύθερης εθνικής κυριαρχίας σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία αποκαλυφθεί ως ψευδαίσθηση, το πιθανότερο σενάριο θα γίνει μια ατελείωτη ακολουθία “προσωρινών” μεταβατικών συμφωνιών. Οι διευθετήσεις της ΕΕ με τη Νορβηγία και την Ελβετία, οι οποίες αρχικά σχεδιάστηκαν για να διαρκέσουν μόλις ένα ή δύο χρόνια όταν η ενιαία αγορά της ΕΕ δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πλησιάζουν τώρα την τέταρτη δεκαετία.

Οι Βρετανοί ψηφοφόροι πιθανότατα θα συνειδητοποιήσουν ότι οποιαδήποτε τέτοια μεσοβέζικη συμφωνία, αντί να επιτρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο να “πάρει πίσω τον έλεγχο”, θα συνεπαγόταν υψηλό οικονομικό κόστος και μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Καθώς συνειδητοποιούν αυτό το γεγονός, το πάθος των οπαδών του Brexit θα διαλυθεί, οι πολιτικοί που αναζητούν επανεκλογή θα αναγκαστούν να επικεντρωθούν και πάλι στα εγχώρια ζητήματα της οικονομικής, κοινωνικής και περιφερειακής πολιτικής που σε μεγάλο βαθμό βρισκόταν πίσω από το δημοψήφισμα – διαμαρτυρία του 2016 – και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Βρετανία θα αποφασίσει να παραμείνει στην ΕΕ. Στη συνέχεια, θα αποτελούσε σημαντικό αλλά επικουρικό ζήτημα για τη χώρα να συμφωνήσει σε έναν αξιόπιστο μηχανισμό για να βάλει στην άκρη ένα δημοψήφισμα που αποφάσισε να κάνει το δύο συν δύο να ισούται με πέντε.

Πιο σημαντικό για τον κόσμο από ό,τι συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο τρόπος με τον οποίο η αναβολή ή η ακύρωση του Brexit θα επηρεάσει τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες στην υπόλοιπη ΕΕ. Ξεκινώντας από τα οικονομικά, η εξάλειψη του κινδύνου κατάρρευσης των εμπορικών συναλλαγών με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης πρέπει να ενισχύσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων σε κάθε χώρα της ΕΕ.

Η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για το Brexit θα είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, διότι, για διαφορετικούς λόγους, οι εγχώριες συνθήκες σε καθεμία από αυτές τις οικονομίες είναι πολύ δύσκολες. Η Γερμανία πάσχει από πτώση της ζήτησης αυτοκινήτων όχι μόνο στην Ευρώπη και τη Βρετανία, αλλά και στην Κίνα και την Αμερική. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτό είναι απλώς κάτι προσωρινό, λόγω των νέων κανονισμών για τις εκπομπές, ή μιας μόνιμης διαρθρωτικής αλλαγής που προκαλείται από την αλλαγή στάσης προς τα ορυκτά καύσιμα και στο να είναι κανείς ιδιοκτήτης αυτοκινήτου. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η σημαντικότερη βιομηχανία της Γερμανίας θα γίνει πιο πλήττεται λόγω της αβεβαιότητας για ένα ή δύο χρόνια – και ίσως και για πολύ περισσότερο. Εν τω μεταξύ, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών στη Γαλλία έχει πληγεί από μια πολιτική κρίση που είναι αναμφισβήτητα χειρότερη από της Βρετανίας, ενώ η Ιταλία βρίσκεται ήδη σε ύφεση που προκαλείται από πιστωτική κρίση και την κυβερνητική λιτότητα που απαιτείται από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης.

Η σωστή απάντηση σε αυτές τις πιέσεις θα ήταν μεγάλης κλίμακας δημοσιονομικά κίνητρα, με μεγάλες φορολογικές περικοπές και προγράμματα δημοσίων επενδύσεων τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η ανάγκη για μεγάλες φοροαπαλλαγές και δημόσιες δαπάνες είναι πιο φανερή στη Γερμανία, όπου τα τεράστια δημοσιονομικά και εμπορικά πλεονάσματα αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο για την υγιή ανάπτυξη της ζήτησης στην Ευρώπη αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.

Αλλά τι σχέση έχει αυτό με το Brexit; Μεγάλη. Η ταπεινωτική υποχώρηση της Μέι θα στείλει ένα ανησυχητικό μήνυμα σε λαϊκιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη. Όπως ακριβώς το δημοψήφισμα για το Brexit είχε ως αποτέλεσμα τη δημαγωγική ρητορική στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία για τη διάλυση του ευρώ ή την αποδυνάμωση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, οι ντροπιαστικές αποτυχίες του Brexit είναι πιθανό να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Εξάλλου, εάν η καλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η πιο σταθερή δημοκρατία, και η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την αποχώρηση από την ΕΕ, τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει για παρόμοιες πρωτοβουλίες στη Γαλλία ή στην Ιταλία;

Αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Μάιο θα μπορούσαν να προκαλέσουν μικρότερη ενίσχυση από ό,τι αναμενόταν για τα κόμματα κατά της ΕΕ. Μια λιγότερο προφανής επίπτωση, η οποία έχει ήδη γίνει αντιληπτή από επιτυχημένους λαϊκιστές ηγέτες όπως ο Ματέο Σαλβίνι της Ιταλίας, είναι ότι οι έξυπνοι ηγέτες κρατών θα πρέπει να σταματήσουν να επιτίθενται στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και αντ ‘ αυτών να επιτεθούν στις συγκεκριμένες πολιτικές που επιβάλλουν αυτοί οι θεσμοί. Αψηφώντας τους δημοσιονομικούς και μεταναστευτικούς κανόνες της ΕΕ, απαιτώντας να μεταρρυθμιστούν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, όχι να καταργηθούν, ο Σαλβίνι έχει κυριαρχήσει στην ιταλική πολιτική σκηνή.

Η τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων για το Brexit προσφέρει νέους λόγους για να αντισταθούν οι εθνικές κυβερνήσεις στην ερμηνεία των κανόνων της ΕΕ από την Κομισιόν. Οι αρχικές συμβουλές της Επιτροπής προκειμένου να δοθεί παράταση της προθεσμίας για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν να επιτραπεί μόνο υπό πολιτικές συνθήκες που το ΗΒ δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί ή να εκπληρώσει. Αν οι ηγέτες της ΕΕ ακολουθούσαν τις άκαμπτες και μη ρεαλιστικές συμβουλές της Κομισιόν στη σύνοδο κορυφής της 21ης Μαρτίου, θα είχαν αναγκάσει τη Βρετανία να μην κάνει συμφωνία για το Brexit και θα μπορούσε τώρα να αντιμετωπίζει οικονομική καταστροφή διαστάσεων του 2008.

Μια τέτοια καταστροφή εξακολουθεί να είναι θεωρητικά δυνατή, όταν φτάσει η επόμενη προθεσμία για το Brexit. Αλλά μια πολύ μεγαλύτερη παράταση είναι σχεδόν βέβαιη, τώρα που επικράτησε η αρχή μιας δυνητικά ατελείωτης διαπραγμάτευσης.

Ο Anatole Kaletsky έχει υπάρξει αρθρογράφος των Times του Λονδίνου, της διεθνούς έκδοσης των New York Times και των Financial Times, ενώ έχει γράψει και πολλά βιβλία.

Πηγή: Η Αυγή από Project Syndicated

Μεάφραση: Κώστας Ψιούρης

Επιμέλεια: Ρόνια Αναστασιάδου