Macro

Ο εσωτερικός απόηχος μιας εξωτερικής συμφωνίας

Ευτυχώς έχουμε πια μια συμφωνία. Πράγμα καθόλου αυτονόητο. Και είναι μια καλή συμφωνία. Γιατί, παρότι ασκήθηκαν πιέσεις για να κλείσει και παρότι η ελληνική κυβέρνηση είχε να διαχειριστεί ένα αρνητικό εσωτερικό μέτωπο, η συμφωνία αφήνει περιθώρια στην πιο αδύναμη πλευρά να ανασάνει και να προσέλθει σ’ αυτή με αίσθημα αξιοπρέπειας και με την αίσθηση του αμοιβαίου οφέλους. Το γεγονός ότι τη χαρακτηρίζουν ήδη με πανομοιότυπες διατυπώσεις ταπεινωτική και οι δύο εθνικισμοί, της ΝΔ και του VMRO, αποτελεί σαφή ένδειξη της ορθότητας αυτής της εκτίμησης.
Όσο διαρκούσε η διαπραγμάτευση, ο διευθυντής της «Καθημερινής», Αλ. Παπαχελάς, μιλώντας σε δελτίο του «ΣΚΑΪ», είχε εκτιμήσει ότι η εξέλιξη στο πεδίο αυτό θα συνδεθεί με εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Δεν ανέλυσε περισσότερο τη σκέψη του αυτή κι έτσι δεν γνωρίζουμε αν εννοούσε ότι θα βρισκόμασταν στη σημερινή κατάσταση, όπου η τοποθέτηση απέναντι σε μια συμφωνία που αφορά την εξωτερική πολιτική, είναι φανερό ότι συμβάλλει αποφασιστικά στη χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής στην εσωτερική πολιτική πραγματικότητα.

Οπαδοί και εχθροί της συμφωνίας

Η απόφαση της ηγεσίας της ΝΔ να καταφύγει στην πρόταση δυσπιστίας, με την πρόθεση να εμποδίσει με κάθε τρόπο την υπογραφή της συμφωνίας, και μάλιστα με τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, διευκολύνει αυτή την εξέλιξη. Η βασική επιχειρηματολογία των δύο εισηγητών της ΝΔ στη Βουλή ήταν ότι, όποιος καταψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας, επιτρέπει στην κυβέρνηση να υπογράψει τη συμφωνία, συνεπώς, όποιος υπερψηφίσει την πρόταση, δεν τη θέλει. Η ηγεσία της ΝΔ θεωρεί ότι μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να εξαναγκάσει όσους θέλουν τη συμφωνία όχι όμως και την παραμονή αυτής της κυβέρνησης, να συνυπολογιστούν στους υποστηρικτές της ακραίας μεταστροφής της.
Όμως, ανεξάρτητα από το πώς θα τοποθετηθούν με την ψήφο τους ο κάθε βουλευτής και το κάθε κόμμα στη διάρκεια της ψηφοφορίας για την πρόταση δυσπιστίας, πράγμα που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή, είναι φανερό ήδη ότι διαμορφώνεται μια σαφής διάκριση στο εσωτερικό των κομμάτων μεταξύ εκείνων που θέλουν την υπογραφή της συμφωνίας και εκείνων που σταθερά, επί δεκαετίες, την αποφεύγουν συστηματικά . Ήδη αυτό γίνεται ορατό διά γυμνού οφθαλμού στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής, αλλά και στην επαμφοτερίζουσα θέση της προέδρου του, που είδε μεν θετικά στοιχεία στη συμφωνία, αλλά θα υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας, η οποία κατατίθεται ακριβώς για να εμποδιστεί η υπογραφή της. Όσο για τη στάση του Ποταμιού, της ΔΗΜΑΡ, του ΚΙΔΗΣΟ, του κ. Καμίνη, του κ. Βενιζέλου και των σημιτικών, όλοι πια αναρωτιούνται αν μπορούν να αντέξουν σε μια τόσο επισφαλή ισορροπία στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ. Χαρακτηριστική, τέλος, είναι και η παρέμβαση του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου υπέρ της συμφωνίας. Διαφοροποιήσεις, επίσης, καταγράφονται και στο εσωτερικό των ΑΝΕΛ.

Η διαδικασία και η εθνικιστική ουσία

Αυτές οι διαφορές έχουν πάψει από καιρό να εκδηλώνονται σαν διαφορές επί της διαδικασίας, όπως επιχειρεί τώρα να τις εμφανίσει η ΝΔ, επικαλούμενη τη μη ύπαρξη πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης να υπογράφει συμφωνίες τέτοιας σημασίας. Το γεγονός ότι η ηγεσία της ΝΔ, προκειμένου να συσπειρώσει την κοινοβουλευτική ομάδα της και να χαϊδέψει τα αφτιά του εθνικιστικού και ακροδεξιού ακροατηρίου, έχει επιστρέψει στη λογική της εθνικοφροσύνης, δηλαδή της διάκρισης μεταξύ εθνικώς σκεπτομένων και εθνικών μειοδοτών, την τοποθετεί πια στο δεξιότατο άκρο του πολιτικού φάσματος. Και μάλιστα με μια ιδεολογική σκευή που έχει ανασυρθεί από την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή εποχή, αλλά χωρίς να υπάρχει το υπόβαθρο και το διακύβευμα της εποχής εκείνης. Η ρητορική της εθνικιστικής δεξιάς αναβιώνει σαν φάντασμα, για να προκαλέσει αυτόματα αντανακλαστικά σε όσους είναι επιρρεπείς. Στο βαθμό που το πετυχαίνει, ωστόσο, προξενεί και παράπλευρες απώλειες: όσοι δεν έχουν καμιά διάθεση να υποδυθούν ρόλους μιας άλλης εποχής αποκλειστικά για χάρη μιας ηγεσίας της ΝΔ, που αναρρήθηκε με την υπόσχεση του κεντροδεξιού εκσυγχρονισμού και καταλήγει στον ακρότατο εθνικισμό για λόγους τακτικής, σπεύδουν να απομακρυνθούν σε μια απόσταση ασφαλείας. Αυτή θα τους επιτρέψει να διεκδικήσουν το χώρο που εκείνη αφήνει ακάλυπτο με τη μετατόπισή της.
Αν η διαίρεση που επιχειρεί η ηγεσία της ΝΔ στη βάση της νέας εθνικοφροσύνης αντανακλούσε πραγματικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας και στους διεθνείς ανταγωνισμούς, η αξιωματική αντιπολίτευση θα μπορούσε να επιβάλει την ηγεμονία της. Δεν είναι, όμως, αυτό που συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, αυτό που υπερασπίζεται και επιχειρεί να ανασυστήσει, δεν είναι ένα «εθνικά υγιές» καθεστώς και περιβάλλον που κινδυνεύει από «εθνικούς μειοδότες», αλλά μια κατάσταση ιδιοτελών συμφερόντων χωρίς ανάλογη κοινωνική εμβέλεια. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις που θα μπορούσε να επηρεάσει, είναι εκείνες οι παλιές πολιτικές δυνάμεις στο χώρο του κέντρου, που είτε νοσταλγούν την εναλλαγή στη νομή της διαπλεκόμενης εξουσίας (όπως τμήματα του βαθέος ΠΑΣΟΚ), είτε ελπίζουν να επωφεληθούν παρασιτώντας στο εθνικιστικό περιβάλλον που καλλιεργεί η μετατόπιση της ΝΔ (όπως η Ένωση Κεντρώων).

Απωθητική για το κέντρο

Εφόσον η ηγεσία της ΝΔ εξακολουθήσει να θεωρεί επωφελή για την ίδια τη συνέχιση αυτής της τακτικής και μετά την ψηφοφορία για την πρόταση δυσπιστίας, η απόστασή της από δυνάμεις του κέντρου θα διευρύνεται, καθώς και τα πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης θα εξελίσσονται σε μια νέα φάση, στη μετά τα προγράμματα προσαρμογής εποχή. Η ανάγκη για διαφοροποίηση από τις επιλογές της θα γίνεται πιο έντονη στο εσωτερικό των περισσότερων δυνάμεων του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά ακόμα κι αν επιχειρήσει μια ακόμη στροφή, το στίγμα που δίνει αυτή τη στιγμή θα την ακολουθεί για πολύ ακόμα. Όπως γνωρίζουμε όλοι, τα μέσα όχι μόνο δεν αγιάζονται από το σκοπό, αλλά, αντίθετα, τον αλλοιώνουν. Κατ’ αναλογία, το ίδιο συμβαίνει και με τους τακτικισμούς. Η διαρκής προσφυγή σ’ αυτούς με σκοπό την αποκόμιση πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους, τους μετατρέπει σε στοιχείο του στρατηγικού προσανατολισμού. Αν ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει ότι μπορεί να βγει αλώβητος από την παράδοσή του στην τακτική του εναγκαλισμού με την εθνικιστική δεξιά, θα διαπιστώσει σύντομα ότι όλα έχουν ένα τίμημα. Συχνά δυσανάλογα βαρύ.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή