Micro

Νίκος Πουλαντζάς: Ο γνωστός – άγνωστος Μαρξιστής

Τα λόγια του δασκάλου και φίλου του Λουί Αλτουσέρ μόλις μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του Νίκου Πουλαντζά έκαναν μια καίρια επισήμανση: «Παράλληλα με τη θεωρητική προσφορά του Πουλαντζά που είχε επίκεντρο το κράτος, το ρόλο και τις μορφές του, τον Νίκο Πουλαντζά διέκρινε σταθερά μια οξυμένη αίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας. Κι αυτό είναι που έχει ίσως τη μεγαλύτερη σημασία». («Η Αυγή», 7/10/79).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νίκος Πουλαντζάς υπήρξε ένας «θεωρητικός», όμως ήταν ένας φιλόσοφος κατά τον ορισμό που έδινε ο Αλτουσέρ στη φιλοσοφία («Φιλοσοφία είναι η πάλη των τάξεων μέσα στη θεωρία»). Δεν υπάρχει ούτε ένα θεωρητικό κείμενο του Νίκου Πουλαντζά που να μην αναφέρεται ουσιαστικά σε μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία και να μην παίρνει θέση σε μια πολύ σαφή ιδεολογική διαμάχη. Το επισημαίνει και ο ίδιος, γράφοντας τον σύντομο πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Φασισμός και Δικτατορία» (Ολκός, Φλεβάρης 1975): «Η αξία των θεωρητικοπολιτικών κειμένων συνίσταται και στο γεγονός ότι φέρουν τη σφραγίδα της συγκυρίας μέσα στην οποία έχουν γραφεί.»
Από την άλλη μεριά, και η αντιμετώπιση, η υποδοχή, του Νίκου Πουλαντζά από την ελληνική διανόηση, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τα ελληνικά κόμματα είναι κι αυτή βαθιά πολιτική. Αν δεν λάβει κανείς υπόψη του αυτό το δεδομένο, δεν μπορεί και να κατανοήσει τόσο τη σκέψη του Πουλαντζά, όσο και τις τριβές ή διαμάχες που εξακολουθεί να προκαλεί ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά το θάνατό του, η αναφορά στον άνθρωπο και το έργο του. Αρκούμαστε εδώ σε δύο τελευταία παραδείγματα:
Πρώτο παράδειγμα: Το πρόσφατο συνέδριο που οργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών προκάλεσε την ενυπόγραφη αντίδραση μιας ομάδας αριστερών πολιτών, οι οποίοι θεώρησαν ότι καπελώνεται η μνήμη του μαρξιστή θεωρητικού από ένα Συνέδριο του οποίου την έναρξη κηρύσσει ο πρωθυπουργός. Επικρίθηκε και το γεγονός ότι το συνέδριο χρηματοδοτήθηκε από κρατικά ιδρύματα και τράπεζες. Κατανοητή η αντίδραση, όσο κι αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι βρίσκεται πιο κοντά στον «γνήσιο» Πουλαντζά ο κ. Τάκης Παππάς, για παράδειγμα (που συνυπογράφει την καταγγελία του συνεδρίου), από τον Αγγελο Ελεφάντη, ο οποίος συμμετείχε ως ομιλητής. Το βέβαιο είναι ότι δεν ευθύνεται ο πρωθυπουργός ή οι τράπεζες ( που δουλειά τους είναι να καπελώνουν) για το γεγονός ότι ο προβληματισμός γύρω απ’ τη σκέψη του Νίκου Πουλαντζά ελάχιστα επηρέασε τη χώρα μας, και ότι το έργο του έχει προ καιρού ριχτεί στα αζήτητα.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η μοναδική βιογραφία του Πουλαντζά που κυκλοφορεί στα ελληνικά είναι γραμμένη από έναν δηλωμένο πολέμιο του μαρξισμού, ο οποίος επιχειρεί μια συρραφή των απόψεων Πουλαντζά -όπως τις κατανοεί ο ίδιος- και μας τον παρουσιάζει ως θεούσο (επειδή βάφτισε την κόρη του), ως υποστηρικτή της συνωμοτικής θεωρίας (επειδή αναφέρεται στην Τριμερή Επιτροπή) ως φανατικό ελληνολάτρη (επειδή ερχόταν για διακοπές) και δειλό (επειδή δεν αποκήρυξε τον Μαρξ, όπως θα ήθελε ο κ. βιογράφος).
Αυτή η «κακομεταχείριση» του Νίκου Πουλαντζά έχει σαφώς πολιτικό χαρακτήρα. Την ερμηνεία της μπορεί να την αναζητήσει ο αναγνώστης στα βιβλία του, όσα κυκλοφορούν ακόμη. Εμείς θα παραθέσουμε στοιχεία της πολιτικής του διαδρομής από τις πιο άμεσες παρεμβάσεις του σε εφημερίδες και περιοδικά. Κάποια από τα κείμενα αυτά έχουν εντελώς αποσιωπηθεί. Δεν βρίσκονται ούτε καν στις βιβλιογραφικές αναφορές στο έργο του.

Η δικτατορία

Ενα μόλις μήνα από την κήρυξη του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα, το Μάιο του 1967, ο Πουλαντζάς θα επιχειρήσει την πρώτη ανάλυση της φύσης της δικτατορίας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συλλόγου Φοιτητών Παρισιού «Πορεία» (τ. 2) και αναδημοσιεύτηκε από τον «Πολίτη» (τ. 29, Οκτώβριος 1979). Σ’ αυτό το κείμενο ο Πουλαντζάς αρνείται την ανάλυση που είχε κυριαρχήσει στους χώρους της Αριστεράς, ότι δηλαδή επρόκειτο περί «νεοφασισμού». Από την ανάλυσή του αυτή έβγαζε και ένα σαφές πολιτικό συμπέρασμα: «Αν -όπως νομίζω- δεν πρόκειται για φασιστικό πραξικόπημα, και μάλιστα σταθεροποιημένο, η γραμμή πρέπει να είναι το απόλυτο μποϊκοτάρισμα των οργανώσεων που θα δημιουργήσει ίσως για να τραβήξει τις μάζες, ώστε η απομόνωσή του να διατηρηθεί.» Στο ίδιο άρθρο ο Πουλαντζάς διατύπωνε και την αντίρρησή του στην κυρίαρχη μέχρι τότε αντίληψη ότι η Ελλάδα ανήκει στην περιφέρεια του καπιταλισμού: «Η Ελλάδα δεν είναι μ’ αυτή την έννοια υπανάπτυκτη χώρα».
Ενα από τα σημαντικότερα κείμενα της αντιδικτατορικής περιόδου είναι το άρθρο του Πουλαντζά «Γύρω από το θέμα των συμμαχιών», που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1970 (περιοδικό «Αγώνας», Παρίσι, τ. 1) με το ψευδώνυμο Ν. Σκυριανός. Στο άρθρο αυτό ο Πουλαντζάς επικρίνει την πολιτική του κόμματός του (ΚΚΕ Εσωτερικού) και όλης της παραδοσιακής αριστεράς, η οποία έτεινε να πιστέψει ότι κάθε κοινωνική τάξη εκφράζεται από ένα πολιτικό κόμμα και ότι συνεπώς η συμμαχία της εργατικής τάξης με άλλα καταπιεζόμενα στρώματα μπορεί να επιτευχθεί μέσω συμμαχιών κορυφής των πολιτικών τους εκπροσώπων. Γελοιοποιεί όλη την παράδοση της Αριστεράς που έστηνε (και εξακολουθεί να στήνει) διάφορα μετωπικά σχήματα, έτσι ώστε στη συνέχεια να συμμαχήσει μαζί τους. Ο Πουλαντζάς προχωράει πιο πέρα. Αναφέρεται στη λαϊκομετωπική γραμμή που είχε επιβάλει ο Δημητρόφ και το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς για να αντιμετωπιστεί ο ανερχόμενος φασισμός του μεσοπολέμου και τολμάει να πει ότι επρόκειτο για χρεοκοπημένη σύλληψη. «Το 7ο Συνέδριο δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της μαζικής γραμμής από τη Διεθνή, μαζική γραμμή που είναι ο χρυσούς κανόνας της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας περί πράξης και που η εγκατάλειψή της είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα μέσα στη Σοβιετική Ενωση.»

Η μεταπολίτευση

Η μεταπολίτευση θα απασχολήσει ιδιαίτερα τον Πουλαντζά, εφόσον το ενδιαφέρον του είχε στραφεί στη μελέτη των διαδικασιών μετάβασης από δικτατορικά καθεστώτα στη δημοκρατία μέσα από τη σύγκριση των περιπτώσεων της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Από την πρώτη στιγμή διαφοροποιήθηκε τόσο ως προς τη μηχανιστική αντίληψη περί «αλλαγής φρουράς του καθεστώτος» (που υποστήριξαν το ΚΚΕ και ο Ανδρέας Παπανδρέου), όσο και προς τη γραμμή «Καραμανλής ή τανκς» που κυριαρχούσε στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Επιμένει σταθερά στην ανάγκη εκδημοκρατισμού και όχι απλής αποχουντοποίησης του κρατικού μηχανισμού και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην παρέμβαση των λαϊκών αγώνων.
Μια από τις πρώτες παρεμβάσεις του στη μεταπολιτευτική συγκυρία αναφέρεται στα Πανεπιστήμια. Δεν περιορίζεται στην ανάγκη αποχουντοποίησης και εκδημοκρατισμού, αλλά προτείνει και συγκεκριμένα μέτρα για το εσωτερικό των ΑΕΙ: «Κατάργηση της μόνιμης εσωπανεπιστημιακής αστυνόμευσης, δηλαδή κατάργηση του μονίμου Πειθαρχικού Συμβουλίου για τους φοιτητές, που βασίζεται στην κυριολεκτικά ρατσιστική αντινεανική αντίληψη, ότι οι φοιτητές είναι, αν όχι κατ’ επάγγελμα, τουλάχιστον δυνάμει, καθ’ έξιν εγκληματίες.» ( «Καθημερινή», 8-9/10/74).
Σε ομιλία του στο Πολυτεχνείο (13/5/75) ο Πουλαντζάς θα διαφοροποιηθεί και πάλι από την κυρίαρχη πολιτική της Αριστεράς μάσα στα πανεπιστήμια. Σε μια περίοδο που όλοι μιλούσαν περί ανάγκης «εκσυγχρονισμού» της ελληνικής παιδείας και προσαρμογής του πανεπιστημίου στις «ανάγκες» της οικονομίας, ο Πουλαντζάς θυμίζει ότι αυτή η προσαρμογή είναι ταξικά προσδιορισμένη: «Αρα τι σημαίνει προσαρμογή της Ανώτατης Παιδείας στη σημερινή οικονομία; Είναι απλούστατο, και το βλέπουμε στις προσπάθειες των κυβερνήσεων των καπιταλιστικών χωρών (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία, κλπ.). Τι σημαίνει απ’ αυτή την άποψη εκσυγχρονισμός της παιδείας; Σημαίνει αναμφισβήτητα δρακόντειο περιορισμό του αριθμού των φοιτητών, αύξηση σημαντική των εμποδίων για την εισαγωγή στην Ανώτατη Παιδεία.» Στην ίδια ομιλία, ο Νίκος Πουλαντζάς αμφισβήτησε με προφητικό τρόπο και την πανάκεια του «εκδημοκρατισμού» στην παιδεία: «Ενας εκδημοκρατισμός (της παιδείας) θα οδηγήσει την αστική τάξη να δημιουργήσει, παράλληλα με την ύπαρξη των ΑΕΙ, ιδιωτικές σχολές ελεγχόμενες, άμεσα ή έμμεσα, από τα μονοπωλιακά συμφέροντα. Αυτών των σχολών οι πτυχιούχοι θα προορίζονται για τις ανώτερες στελεχικές θέσεις.» (περιοδικό «Θούριος», 26/6/75).
Οι θέσεις του Πουλαντζά για τη διαδικασία αποχουντοποίησης εκφράζονται στο άρθρο «Σκέψεις γύρω από τη δίκη των Απριλιανών» («Η Αυγή», 10/8/75). Ο Πουλαντζάς επικρίνει τη διαδεδομένη άποψη ότι τάχα για το πραξικόπημα ευθύνονται μόνο λίγοι «επίορκοι» αξιωματικοί και κάποια σκοτεινή συνωμοσία ή ο ξένος δάκτυλος: «Και όμως όχι. Οι ρίζες της 21ης Απριλίου και αυτό που όπλισε τα τανκς των συνταγματαρχών είναι η ίδια η αντικειμενική δομή του ελληνικού στρατεύματος που καταλήγει αναγκαστικά σε μια αδυσώπητη μηχανή παραγωγής ορισμένων επιδόξων και μαθητευόμενων Βοναπάρτηδων. (…) Είναι αυτή η ίδια η δομή που επιτρέπει την αποτελεσματικότητα της επέμβασης του ξένου δάκτυλου -που υπάρχει πάντα- και όχι ο ξένος δάκτυλος που γεννάει τους Βοναπάρτηδες.» Στο ίδιο άρθρο επικρίνει τη στάση του πολιτικού προσωπικού της δεξιάς, σε σαφή διάσταση προς το κόμμα του: «Ποιος δεν διείδε μέσα από τις καταθέσεις ενός Παπαληγούρα και ενός Ράλλη τη νοσταλγία του ‘ισχυρού ανδρός’, πολιτικού αντίστοιχου του ‘λοχία’ που θα έβαζε τάξη στον τόπο;»
Παρόμοιες θέσεις θα αναπτύξει λίγες μέρες αργότερα σε συνέντευξη που έδωσε στον Γιώργο Πηλιχό για «Τα Νέα» («Η γεφυροποίηση της δεξιάς με τους χουντικούς», 8/9/75): «Αν δεν καταλάβουμε ότι η Δεξιά σήμερα, ο Καραμανλής, παίζει αυτό το -δεν διστάζω να το πω- διπλό πολιτικό παιχνίδι, όχι βέβαια με τη μακιαβελική έννοια, αλλά με την έννοια της διπλής πτυχής, δηλαδή του δοσίματος από τη μια μεριά δειγμάτων εκδημοκρατισμού κι απ’ την άλλη του μη ξεπεράσματος ορισμένων ορίων, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τελείως την κατάσταση τη σημερινή.»
Την ίδια περίοδο συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο των μελών του ΚΚΕ Εσωτερικού ενόψει του πρώτου Συνεδρίου του κόμματος. Σε εκτενή κριτική προς το Σχέδιο Προγράμματος διαφοροποιείται από την κεντρική γραμμή της καθοδήγησης, η οποία έδινε στρατηγικές διαστάσεις στην Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ), δηλαδή στη συμμαχία των λαϊκών τάξεων ακόμα και με μερίδες του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ο Πουλαντζάς ερμηνεύει τη γραμμή αυτή ως αστήρικτο φόβο της ηγεσίας να επαναληφθεί το 1967: «Υπάρχει σ’ αυτή την αντίληψη η τάση να υπερβάλλει τους ελλοχεύοντες κινδύνους ή και να εφεύρει φανταστικούς, ενδεχόμενα, κινδύνους, φρενάροντας έτσι, άκαιρα, το λαϊκό κίνημα.»

Η φύση της ΕΣΣΔ

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρέμβαση του Πουλαντζά σε σχέση με τη Σοβιετική Ενωση, όπου απορρίπτεται όχι μόνο η γνωστή άποψη του φιλοσοβιετικού ΚΚΕ αλλά και οι ψευδαισθήσεις των συντρόφων του της ανανεωτικής αριστεράς. Είναι ενδεικτικό ότι οι απόψεις του φιλοξενούνται στην «Αυγή» κάτω από τον ουδέτερο υπέρτιτλο «απόψεις και γνώμες» για να μη τις χρεωθεί το ΚΚΕ Εσωτερικού (19/9/76). Ο Πουλαντζάς χαρακτηρίζει «κολοσσιαία αυταπάτη» την ελπίδα ότι η Σοβιετική Ενωση θα στήριζε τα ελληνικά εθνικά δίκαια, αναγνωρίζοντας τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα του ελληνικού λαού. «Η πολιτική της ΕΣΣΔ συνίσταται στην παγίωση του διαμοιρασμού των ζωνών επιρροής ανάμεσα σ’ αυτήν και στις ΗΠΑ. Είναι η πολιτική που διευκολύνει ουσιαστικά την εμπέδωση του status quo στο εσωτερικό καθεστώς των ευρωπαϊκών χωρών και που έχει, έτσι, αρνητικές επιπτώσεις στον αντιϊμπεριαλιστικό και σοσιαλιστικό αγώνα των κομμουνιστικών και των ευρύτερων λαϊκών μαζών της Δυτικής Ευρώπης.» Στη συνέχεια, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι αυτές οι θέσεις της ΕΣΣΔ είναι συνυφασμένες με τον σταλινικό χαρακτήρα του καθεστώτος. «Ο σταλινισμός, του οποίου ο δογματισμός δεν είναι παρά μία πτυχή, επιζεί ακόμη και σήμερα, πολύ μετά τον Στάλιν, όχι σαν απλό φαινόμενο, αλλά σαν ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικό-πολιτικών και ιδεολογικό-θεωρητικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ.»

Η επαγγελία της αδύνατης συμμαχίας

Από τις αρχές του 1976 ο Πουλαντζάς προβληματίζεται για το χαρακτήρα των δημοκρατικών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Με άρθρο που έστειλε από το Παρίσι στο «Βήμα» πηγαίνει και πάλι κόντρα στο ρεύμα της εποχής που απέδιδε τον αυταρχικό χαρακτήρα του Συντάγματος Καραμανλή στην οπισθοδρομικότητα της ελληνικής Δεξιάς: «Το θεσμικό καραμανλικό πλαίσιο (και όχι μόνο το Σύνταγμα) δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο αυταρχικό από τα αντίστοιχα άλλων καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό, πέρα από τις ιδιομορφίες της ελληνικής δεξιάς συνδέεται λειτουργικά με τη σημερινή φάση του καπιταλισμού. Γι’ αυτό το λόγο αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί ουσιαστικά, παρά μόνο μέσα από βαθιές τομές.» (1/2/76). Από τότε ο Πουλαντζάς διερευνά τις δυνατότητες και τους όρους για μια ευρεία δημοκρατική συμμαχία που θα ανατρέψει τους δεδομένους συσχετισμούς.
Με την εμπειρία του γαλλικού «Κοινού Προγράμματος» (σοσιαλιστών και κομμουνιστών) και κάτω από το βάρος του εκλογικού αποτελέσματος του Νοεμβρίου 1977 στην Ελλάδα (με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την πολιτική συρρίκνωση του ΚΚΕ Εσωτερικού στο πλαίσιο της «Συμμαχίας»), ο Πουλαντζάς αποπειράται μια πρόταση διεξόδου. Εχει ήδη κυκλοφορήσει το τελευταίο βιβλίο του στη Γαλλία («Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός»), όπου αναθεωρεί ορισμένες παλιότερες απόψεις του για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και προσχωρεί σε κάποιες αναλύσεις των ευρωκομμουνιστών για το κράτος και την οικονομία. Στο κείμενο «Μπορεί να γίνει η ενότητα των δυνάμεων της αλλαγής;» («Τα Νέα», 12/4/78), ο Πουλαντζάς εισηγείται τη στρατηγική ενότητα του ΠΑΣΟΚ με το χώρο της ανανεωτικής αριστεράς. Υποστηρίζει ότι το ΠΑΣΟΚ κακώς αντιμετωπίζεται ως ένα ποπουλιστικό κόμμα. Ο ίδιος διακρίνει αντίθετα ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει ένα «αυθεντικό αριστερό στρατηγικό πρόγραμμα αντιμονοπωλιακών και αντιϊμπεριαλιστικών αλλαγών», καθώς και μια «βαθιά διάρθρωση μέσα στους οικονομικό-κοινωνικούς μαζικούς χώρους.» Παραδέχεται, βέβαια, ότι το ΠΑΣΟΚ «παρουσιάζει έλλειψη δημοκρατικής κομματικής δομής, πράγμα που του προσδίδει ένα αναμφισβήτητα προσωποπαγή χαρακτήρα.» Δυνατότητες συμμαχίας με το ΚΚΕ ο Πουλαντζάς δεν διακρίνει, διότι «το ΚΚΕ παραμένει σήμερα το μόνο σχεδόν ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης που αρνιέται συστηματικά να ασκήσει την ελάχιστη καν κριτική στη Σοβιετική Ενωση», ενώ στους κοινωνικούς χώρους «τείνει δυστυχώς να αποδειχθεί βασικός παράγοντας συντηρητισμού.» Αλλά και με τους παλιούς του συντρόφους είναι σκληρός ο Πουλαντζάς: «Το τεράστιο πολιτικό σφάλμα της άρχουσας μερίδας της ηγεσίας του ΚΚΕ Εσωτερικού, που έχει ρίζες πολύ παλιότερες από τις πρόσφατες εκλογές, είναι ότι έτεινε να ταυτίσει στην Ελλάδα τον Ευρωκομμουνισμό με μια στρατηγική ουραγού της αστικής τάξης.» Και δεν ξεχνάει να αναφερθεί στη διάσπαση της νεολαίας του κόμματος: «Αναφέρομαι ειδικά στον αντιδημοκρατικό και αντικαταστατικό τρόπο με τον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού αντιμετώπισε την πρόσφατη βαθύτατη κρίση στη νεολαία του Ρήγα Φεραίου.»
Η πρόταση του Πουλαντζά δεν έγινε ως γνωστόν δεκτή ούτε από το ΠΑΣΟΚ (για ποιο λόγο να αποπειραθεί συμμαχία με την ισχνή ανανεωτική αριστερά, τη στιγμή της ραγδαίας του ανόδου;), ούτε και από τους συντρόφους του στο ΚΚΕ Εσωτερικού (που δεν ήταν και τόσο πρόθυμοι να δεχτούν τη ριζική κριτική του). Ακόμα και η εφημερίδα που τον φιλοξένησε σπεύδει να διευκρινίσει σε πλαίσιο το αυτονόητο: «Οι απόψεις του συγγραφέα δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις των ‘Νέων’».

Η κρίση των πολιτικών κομμάτων 

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μέρος συνέντευξης που παραχώρησε ο Νίκος Πουλαντζάς στο περιοδικό Dialectiques (τ. 28, 1979), η οποία πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά στη συλλογή “Συζήτηση για το κράτος” (εκδ. ΑΓΩΝΑΣ, Αθήνα 1980). Οι θέσεις του Πουλαντζά για την αναδιοργάνωση των κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους -ήδη από τη δεκαετία του ΄70- επιβεβαιώνονται πλήρως στις μέρες μας. Η “συνεργασία” για την οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης, από το κράτος, τα ΜΜΕ και τους τεχνοκράτες είναι πλέον δεδομένη.

Αυτή η αναδιοργάνωση του περιεχομένου του κυρίαρχου λόγου αντιστοιχεί και μάλιστα οδηγεί και αναγγέλλει σημαντικές αλλαγές των καναλιών και των μηχανισμών που τον αναπτύσσουν και τον μεταδίδουν. Ο κύριος ιδεολογικός ρόλος μετατίθεται από το σχολείο, απ’ το Πανεπιστήμιο και τις εκδόσεις προς τα μέσα ενημέρωσης. Και έχει σημασία να προσθέσουμε ότι αυτή η μετάθεση παραπέμπει, στους κόλπους των κρατικών κυκλωμάτων, σε μια μετάθεση γενικότερη των διαδικασιών νομιμοποίησης, απ’ τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση της οποίας ήταν προνομιακοί συνομιλητές. Εδώ βρίσκεται πιθανά το σημαντικότερο: η ανέλιξη των μέσων ενημέρωσης συμβαδίζει με τον πολύμορφο και αυξανόμενο έλεγχό τους απ’ την κρατική διοίκηση. Η λογική και η συμβολική του λόγου των μέσων ενημέρωσης αναπαράγουν και αντιγράφουν τη σημερινή λογική και συμβολική της διοίκησης.
Ολα αυτά βρίσκονται στη βάση μια κρίσης και μιας παρακμής των πολιτικών κομμάτων που μέχρι τελευταία έπαιζαν ακόμα έναν σημαντικό ρόλο. Αν και δεν ήταν πια παρόντα στα πραγματικά κέντρα λήψης αποφάσεων -που εγκατέλειψαν ήδη το κοινοβούλιο για να εγκατασταθούν στους κόλπους της εκτελεστικής εξουσίας-, τα πολιτικά κόμματα ωστόσο έπαιζαν ακόμα έναν αποφασιστικό ρόλο πολιτικής οργάνωσης και εκπροσώπησης των ταξικών συμφερόντων απέναντι στην κρατική διοίκηση και έτσι αποτελούσαν τους προνομιακούς συνομιλητές της. Αποτελούσαν ταυτόχρονα πρωταρχικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπτύσσοντας και μεταδίδοντας κατά βάση (η περίπτωση των κομμάτων φασιστικού τύπου είναι διαφορετική) ένα λόγο που βασιζόταν στη γενική θέληση και στήριζε τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή του κράτους δικαίου.
Σήμερα όμως η διοίκηση αναλαμβάνει τον πρώτο ρόλο στην πολιτική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων και την αναμόρφωση των λαϊκών μαζών: Παγιώνεται ως κύριος χώρος λήψης αποφάσεων και για να το επιτύχει απευθύνεται σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες παραμερίζοντας τα κόμματα (θεσμοποιημένος νεοκορπορατισμός που εκδηλώνεται ιδιαίτερα στις διάφορες τριμερείς επιτροπές). Το γεγονός αυτό προκαλεί μια κρίση αντιπροσωπευτικότητας των “κομμάτων εξουσίας” ως προς τις τάξεις και τις μερίδες που αυτά εκπροσωπούν. Ο ρόλος της νομιμοποίησης μετατίθεται παράλληλα προς τη διοίκηση. Ετσι λοιπόν, ο ρόλος του τεχνοκρατικού αυταρχισμού ανακαλύπτει στη διοίκηση έναν προνομιακό χώρο εκπομπής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νέο-φιλελεύθερο λόγο (το κράτος είναι ουδέτερος διαιτητής που απλώς θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού στους δρώντες κοινωνικούς παράγοντες), ο οποίος συνάπτεται με την παραδοσιακή μορφή αυτονομιμοποίησης του κράτους. Αυτός ο ρόλος της διοίκησης έχει εξάλλου με τη σειρά του ιδιαίτερες επιπτώσεις στον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο: ομογενοποίηση και ισοπέδωση αυτού του λόγου, ποπουλιστικές μορφές δημιουργίας συναίνεσης συνδεδεμένες με τον ερμητισμό της γλώσσας των ειδημόνων.
Η κρίση αυτή του συστήματος των κομμάτων αφορά βεβαίως κατά κύριο λόγο τα κόμματα της εξουσίας, όσα δηλαδή συμμετέχουν εναλλακτικά στην κυβέρνηση, άρα και πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αφορά όμως επίσης σ’ ένα ορισμένο βαθμό και τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, τη στιγμή μάλιστα που ανεξάρτητα απ’ το αν ανήκουν ή όχι στην κυβερνητική σφαίρα δεν παύουν να κινούνται στο πεδίο του κράτους.

ΣΤΟ ΟΡΙΟ

ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. «Μια πληροφορία, όπως και μια φήμη, δεν πέφτουν ποτέ σε ουδέτερα ή παρθενικά αυτιά. Δεν ενδιαφέρει τόσο ο πομπός όσο οι αποδέκτες τους: ακούμε και βλέπουμε συνήθως ό,τι μας επιτρέπει ή μας επιβάλλει η ιδεολογία μας. Και ποια είναι η βάση αυτής της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας που έκανε στρατηγούς και πεπειραμένους πολιτικούς άνδρες να πέσουν, ποιος λίγο ποιος πολύ, καλόπιστα ‘θύματα’ -ας το δεχθούμε για πολλούς απ’ αυτούς- παραμυθιών για μικρά παιδιά; Είναι αυτή η ίδια η ‘αντιλαϊκή ψύχωση’ της άρχουσας τάξης, που εκφράζεται στη συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας. Οταν κινητοποιούνται εργάτες, αγρότες ή φοιτητές, δεν μπορεί παρά να υπάρχει ο εγκληματικός δάκτυλος που από τα σκοτεινά τους κινεί και που μεταβάλλει τους καλοκάγαθους πολίτες που πρέπει να είναι και να μείνει ο λαός, σε αγωνιστές της ταξικής πάλης. Πολύ παλιά ιστορία. Μέσα σ’ ένα τόσο πρόσφορο έδαφος κάθε φήμη μπορεί να ριζώσει: όπως στην προ-ναζιστική Γερμανία η φήμη του Πρωτοκόλλου των Σοφών της Σιών για τους Εβραίους.» («Η Αυγή», 10/8/75)

ΠΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΧΟΥΝΤΙΚΟΙ. «Το πρόβλημα δεν είναι τόσο, π.χ., να εκδιωχθούν οι χουντικοί ή οι φιλοχουντικοί από τα πανεπιστήμια -μ’ όλο που κι αυτό είναι ένα πρόβλημα- αλλά να μπούμε σε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού του πανεπιστήμιου. Διότι όταν έχεις ένα βοηθό ή έναν υφηγητή, ο οποίος πρέπει να κάνει τον υποτακτικό του καθηγητή, για να μπορέσει κι αυτός να γίνει καθηγητής, ένας τέτοιος άνθρωπος, κι ο προοδευτικότερος να είναι στα είκοσί του χρόνια, στα σαράντα του με μια οικογένεια και με δυο παιδιά, αναπόφευκτα, μέσα σ’ ένα τέτοιο μηχανισμό, θ’ αλλάξει, θα γίνει χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβει σαν τον χουντικό καθηγητή του.» («Τα Νέα», 8/9/75)

Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ Η ΛΕΠΡΑ. «Οι άλλες κοινωνικές επιστήμες (πλην της κοινωνιολογίας) εξέβαλαν από το αντικείμενό τους το τέρας της ταξικής πάλης: η οικονομία θεωρεί ότι ασχολείται απλά με τους οικονομικούς νόμους, ανεξάρτητους από τις κοινωνικές τάξεις και την πάλη των τάξεων. Τα νομικά και οι πολιτικές επιστήμες θεωρούν ότι ασχολούνται με το Δίκαιο και το Κράτος, που, όπως καθένας γνωρίζει, είναι υπεράνω των τάξεων! Οσο για τη φιλοσοφία-θεωρία, ας μη την αναφέρουμε καν. Ολοι αυτοί οι κλάδοι θεώρησαν ότι οι κοινωνικές τάξεις αφορούν μόνο την κοινωνιολογία. Ετσι φτιάχτηκε η κοινωνιολογία, περιχαρακώθηκε και φακελώθηκε, της δόθηκε ένα ειδικό αντικείμενο, οι κοινωνικές τάξεις, και οι άλλες επιστήμες το ξεφορτώθηκαν. Συνέβη εδώ κάτι παρόμοιο με τη λέπρα στο μεσαίωνα: στήθηκε ένα ειδικό στρατόπεδο, αναγκαίο γιατί η λέπρα υπήρχε, στα περιθώρια όμως των πόλεων, ώστε να μη μολύνεται η υγιής πολιτεία, στο προκείμενο οι άλλες ευγενείς επιστήμες.» (Από το πρώτο μάθημα που έδωσε ο Πουλαντζάς στην Πάντειο, ως επισκέπτης καθηγητής, «Η Αυγή», Μάρτιος 1976).

Η ΜΙΖΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΕΒΕΝΤΙΑΣ. «Θα ‘λέγε κανείς ότι τα περισσότερο πολιτικοποιημένα αγόρια της νέας ελληνικής γενιάς παραμένουν ακόμα, απ’ αυτή την άποψη, κακέκτυπο του μύθου της ‘αντρίκιας’ ελληνικότητας, εννοώ του Γιώργου Φούντα στο φιλμ ‘Στέλλα’ του Κακογιάννη, κάτω όμως από ένα λεκτικό αμφισβήτησης που τους προσφέρει ένα βολικότατο άλλοθι. Ανείπωτη σημερινή ακόμα μιζέρια της ελληνικής ‘αντρίκιας’ λεβεντιάς, της οποίας, όπως καθένας ξέρει, ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει, παρεκτός ο τράχηλος της Ελληνίδος που, όπως καθένας επίσης ξέρει, όχι μόνο ένα και πολλούς ζυγούς υποφέρει, αλλά και τους ‘ποθεί’. Υπάρχει όμως εδώ μια σημαντική διαφορά από τις παλιότερες γενιές και που αφορά βέβαια τις γυναίκες: η ‘ήσυχη επανάσταση’ των σημερινών νέων Ελληνίδων θα μεταβάλει σίγουρα και επιτέλους την πολιτιστική πραγματικότητα του τόπου μας.» («Τα Νέα», 6/7/77).

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Αγγελου Ελεφάντη «Ο Νίκος Πουλαντζάς, παιδί της εποχής του» («Η Αυγή», 7/10/79). Γραμμένο κάτω από τη φόρτιση του θανάτου του Πουλαντζά, το κείμενο αυτό είναι μια διαυγής πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση της πορείας του μαρξιστή διανούμενου.

Νίκου Σβορώνου «Ταύτιζε τη διανόηση με τη ζωή του» («Το Βήμα», 7/10/79). Ρητή αναφορά στην ιδεολογική και πολιτική απομόνωση στην οποία είχε καταδικαστεί ο Πουλαντζάς ως κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς ελλήνων διανοουμένων.

Χρήστου Κυριαζή (επιμ.) «Νίκος Πουλαντζάς» («Αντί», τ. 185, 28/8/81). Πολυσέλιδο αφιέρωμα με πλούσια βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία. Περιλαμβάνονται αδημοσίευτα κείμενα του ίδιου.

«Αφιέρωμα στον Νίκο Πουλαντζά» («Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση», τ. 8, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1979). Περιλαμβάνονται δύο σημαντικά κείμενα για την εξέλιξη της σκέψης και την απήχηση του έργου του Πουλαντζά: Γ.Δ.Μηλιού «Η θεωρητική συνεισφορά του Νίκου Πουλαντζά» και Α.Μ. (Αντώνη Μαούνη) «Ανάμεσα στην απομόνωση και την αποδοχή».

Bob Jessop “Nicos Poulantzas: Marxist Theory and Political Strategy” (Macmillan, London 1985). Η πιο συγκροτημένη παρουσίαση του έργου του Πουλαντζά από έναν Βρετανό κοινωνιολόγο. Το κείμενο πρόκυψε από πολύχρονη μελέτη και με τη συνεργασία του Πουλαντζά μέχρι το θάνατό του.

Μελέτη Η. Μελετόπουλου “Νίκος Πουλαντζάς, 1936-1979” (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1979). Η μοναδική έργο-βιογραφία που κυκλοφορεί στα ελληνικά είναι δυστυχώς σημαδεμένη από προχειρότητα και από αντιπάθεια προς το έργο και την ιδεολογία του Πουλαντζά. Δεν έχουν ληφθεί υπόψη ούτε καν τα βιβλία του Πουλαντζά που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.


ΔΕΙΤΕ

“Αφιέρωμα στον Νίκο Πουλαντζά” (τηλεοπτική εκπομπή του Χρήστου Μαχαίρα στη ΝΕΤ). Συνολική αναφορά στον άνθρωπο και το έργο του. Σημαντικές οι παρατηρήσεις του Κωνσταντίνου Τσουκαλά και ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις του Πέτρου Κουναλάκη για την πολιτική απόρριψη του Πουλαντζά από το ίδιο το κόμμα του.

“Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο” (Le fond de l’ air est rouge) του Κρις Μαρκέρ (1977). Το επαναστατικό κύμα του 1968 και η άμπωτις των αμέσως επόμενων χρόνων, σε ένα υποδειγματικό πολιτικό ντοκιμαντέρ εστιασμένο στις πολιτικές αναζητήσεις και τα διλήμματα της παγκόσμιας Αριστεράς της εποχής. Αναμφισβήτητα, η καλύτερη κινηματογραφική αποτύπωση του κλίματος μέσα στο οποίο σημειώθηκαν οι πολιτικές και ιδεολογικές παρεμβάσεις του Νίκου Πουλαντζά.

 

Ιός

Πηγή: Ελευθεροτυπία