ΣΥΡΙΖΑ

Νίκος Παρασκευόπουλος: Ένταξη ή αποκλεισμοί, Η διεύρυνση της Αριστεράς

Από την έναρξη της περιόδου της οικονομικής κρίσης είχε ήδη φανεί ότι συνέτρεχαν οι όροι για μια συνάντηση της Αριστεράς με τη Δημοκρατία. Οι «έχοντες» αποτελούν έκτοτε ένα μικρό ποσοστό των πληθυσμών, μια ελίτ, ενώ οι κοινωνικές πλειοψηφίες είναι κοινωνικοοικονομικά καταπιεσμένες. Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι ριζοσπαστικές θέσεις και διεκδικήσεις της Αριστεράς όσο και οι δημοκρατικοί θεσμοί που με την ψήφο δίνουν αποφασιστική δύναμη στους πολλούς συγκλίνουν στην κατεύθυνση ριζικών αλλαγών – έως και ανατροπών.

Σε γενικές γραμμές η κοινωνικοοικονομική αυτή συνθήκη ώς τώρα δεν έχει αλλάξει, ούτε πρόκειται να αλλάξει ευνοϊκά με αυτοματισμούς της Ιστορίας. Χρειάζεται μια στρατηγική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, που να συνδέσουν όσους έχουν κοινά συμφέροντα για ριζικές αλλαγές. Στο πλαίσιο αυτού του ρεύματος, τα κοινωνικά κινήματα θα αποτελούν όπως πάντα ένα δραστήριο και πολλές φορές πρωτοπόρο μέρος, που δεν εξαντλεί όμως το σύνολο. Επομένως, η πολιτική διεύρυνσης της Αριστεράς που εξελίσσεται στη χώρα μας εκφράζει ευρύτερα λαικά αιτήματα για νέους καλύτερους όρους ζωής.

Προσοχή όμως: Ούτε η Αριστερά είναι «ό,τι να ’ναι» ούτε η Δημοκρατία. Υπάρχουν όρια πέρα από τα οποία η Αριστερά δεν είναι Αριστερά και η Δημοκρατία δεν είναι Δημοκρατία. H ολιγαρχία, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η θεοκρατία, κάθε σύστημα που αποκλείει, βρίσκονται απέναντι.

Ας θυμηθούμε επίκαιρες και καλώς γνωστές περιπτώσεις, όπου οι αντίστοιχες πολιτικές συνέπεσαν: Οι αριστεροί μαζί με τους πολλούς εκφράστηκαν με την πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για στήριξη των κατώτερων τάξεων: των φτωχών, ανέκαθεν ή νεόπτωχων. Εκφράστηκαν επίσης με τις προσπάθειες διάσωσης και ανθρώπινης υποδοχής των προσφύγων, χωρίς να παραιτούνται από ελπίδες και προσπάθειες για εξεύρεση λύσεων με διεθνή συνεργασία.

Χειροκρότησαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, που συνδύασε τα κοινωνικοϊστορικά μας δίκαια με την αναγνώριση της ανάγκης για μια ειρηνική διεθνή κοινότητα. Απέκρουσαν λογικά και πολιτικά τη μεθόδευση της σημερινής κυβέρνησης και των φιλικών της Μέσων να επισείουν διαρκώς τον φόβο του εγκλήματος και να δαιμονοποιούν με φέικ νιους έναν νόμο (το «Νόμο Παρασκευόπουλου») για απολύσεις κρατουμένων που έτσι κι αλλιώς θα επέρχονταν. Υποστήριξαν με πανελλήνιες κινητοποιήσεις έναν οργανισμό (το ΚΕΘΕΑ) που αυτοδιοικούμενος προσφέρει αποτελεσματικές υπηρεσίες απεξάρτησης από τα ναρκωτικά.

Δυναμική της ένταξης ή αποκλεισμός

Διακρίνεται άραγε ένα κοινό δομικό χαρακτηριστικό στα παραπάνω παραδείγματα σύγκλισης; Οπωσδήποτε ναι. Μονολεκτικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στη δυναμική της ένταξης. Ελάχιστα πιο αναλυτικά, στην αναζήτηση της κοινωνικής συνοχής με άξονες τον ανθρωπισμό, την ένταξη και την επανένταξη, την ισότητα και την συμμετοχικότητα.

Ποιά ήταν η πολιτική της άλλης πλευράς απέναντι στα ίδια θέματα; «Μια φορά φτωχός, για πάντα πεινασμένος», και μάλιστα αφημένος χωρίς προνοιακές παροχές. «Μια φορά πρόσφυγας για πάντα πρόσφυγας» εγκλωβισμένος χωρίς άσυλο. «Μια φορά κρατούμενος, για πάντα κρατούμενος», «μια φορά εξαρτημένος για πάντα εξαρτημένος» κλπ. Στην περίπτωση των Πρεσπών, μια επιχείρηση αποκλεισμού του «άλλου» οδηγούσε στον αυτοαποκλεισμό: στη διεθνή απομόνωση, με την καθήλωσή μας σε αντιλήψεις του τύπου «το Διεθνές Δίκαιο είναι ό,τι πιστεύουμε εμείς» και με 140 χώρες να δέχονται άλλα.

Στον αντίποδα αυτόν διακρίνεται επίσης ένας κοινός παρονομαστής πολιτικής: Είναι ο αποκλεισμός, ένας αποκλεισμός που στην κοινωνική του φυσιογνωμία μοιάζει με αποθήκευση ανθρώπων. Οι φτωχοί αφήνονται σε περιοχές – γκέτο χωρίς υποδομές και πρόνοια. Στην επικράτεια του «Νόμος και Τάξη» η φυλακή δεν είναι ένας εγκλεισμός με καταρτίσεις και δράσεις που ετοιμάζουν την επανένταξη, αλλά μια αποθήκη ψυχών που τους ταιριάζει μόνο η παντοτινή αποθήκευση.

Οι εξαρτημένοι «ας πάρουν το πολύ ένα υποκατάστατο κι ας μείνουν στη δυστυχία και την απομόνωση». Οι ξένοι «ας κλειστούν σε χώρους κράτησης», το έθνος μας πρέπει να μείνει αμόλυντο, καμαρωτό, ακόμη κι όταν η τσίκνα από το μπάρμπεκιου των εθνοκάπηλων θα παιδεύει τις μύτες των πεινασμένων.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Έχει χαρακτηριστικά παγκόσμιας οικονομικής τάσης και στροφής. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα η βιομηχανική ανάπτυξη και η απασχόληση είχαν ως παρενέργεια την καταπίεση των πολιτών, ώστε να συμμορφώνονται και να εντάσσονται στην αγορά.

Ο Μ.Φουκώ περιέγραψε κλασικά την καταπίεση της απόκλισης που τότε αναπτύχθηκε. Στη συνέχεια όμως, ο καπιταλισμός κατάλαβε, ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν περισσότερα κέρδη πουλώντας ακριβά προϊόντα σε λίγους εύπορους καταναλωτές, παρά με την επέκταση των πωλήσεων σε φτωχές ηπείρους και σε γκέτο φτωχών. Το κόστος σε υποδομές για την επέκταση αυτή και τα προκύπτοντα χαμηλά έσοδα την καθιστούν ασύμφορη. Επίσης κατάλαβε ότι η ηλεκτρονική διακυβέρνηση οδηγεί στη βολική συρρίκνωση του αριθμού των εργαζομένων. Επομένως ο κοινωνικός αποκλεισμός παράγεται και αναπαράγεται τώρα ως κύρια και συμφέρουσα οικονομική πολιτική.

Ο πόλος της ανισότητας και των αποκλεισμών, εξάλλου, υπόσχεται αυτό ακριβώς που υπονομεύει. Ασφάλεια. Διαφημίζει τη δυνατότητά του να προφυλάσσει δήθεν τον πολίτη από το έγκλημα, ενώ στην πραγματικότητα πολλαπλασιάζει τους κινδύνους και τις φθορές των αγαθών του. Εκεί οδηγούν η επιλεκτική ποινική καταστολή που αφήνει στο απυρόβλητο το βαρύ συστημικό -οικονομκό έγκλημα, ο διαχωρισμός αστυνόμευσης – Δικαιοσύνης με περιορισμό των αρμοδιοτήτων της τελευταίας,η ανατροπή της ισορροπίας ασφάλειας-κράτους δικαίου που αποτέλεσε την κατάκτηση του φιλελεύθερου πολιτισμού της νεωτερικότητας, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και η ένταση των ανισοτήτων. Η Αριστερά και η Δημοκρατία, αντίθετα παλεύουν ακριβώς για τις συνθήκες που μειώνουν πραγματικά και μετρήσιμα την εγκληματικότητα: για την ένταξη και την επανένταξη στα δίκτυα της κοινωνικής ειρήνης.

«Ανθρώπινα απορρίμματα» και ψηφιακή τεχνολογία

Η «πάλη των τάξεων» δεν καταργήθηκε, δεν εξαφανίστηκε, σήμερα διεξάγεται κυρίως ανάμεσα σε όσους θέλουν την κοινωνική συνοχή, την ένταξη και την αλληλεγγύη και σε όσους μεθοδεύουν αποκλεισμούς με πρόσημο οικονομικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό, θρησκευτικό ή άλλο ανάλογο. Την αλλαγή αυτή δεν έχει συνειδητοποιήσει ευρύτερα ούτε καν ο χώρος της θεωρίας.

Ωστόσο ήδη καταξιώνονται πρωτοπόρες αναλύσεις που την εξηγούν, όπως οι έγκαιρες του Z. Bauman για τις χαμένες ζωές και τα «ανθρώπινα απορρίμματα», ή οι πρόσφατες του Y. N. Harari για την τεχνητή νοημοσύνη που περιθωριοποιεί. Η ψηφιακή τεχνολογία είναι καθεαυτήν κοινωνικά ουδέτερη, αλλά οι διαχειριστές της όχι. Γι’ αυτό και δεν πρέπει αυτή να υποκαταστήσει τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης και αλληλεγγύης και τον ανθρωπισμό.

Το νέο αυτό κλίμα θα έχει διάρκεια, όπως θα έχει διάρκεια η σταδιακή υποβάθμιση του γήινου περιβάλλοντος, αν η Αριστερά και η πλειονότητα των πληθυσμών δεν συγκρουστούν με το σύστημα που ρυπαίνει. Το πρόβλημα έχει μέλλον και γι’ αυτό αφορά κατεξοχήν τη νεολαία. Η σημερινή γενιά πρέπει να της προσφέρει μέσω της παιδείας εργαλεία, να την ακούσει, να τη ρωτήσει, να τη στηρίξει στους αγώνες της για να αναπνεύσει ελεύθερα.

Κάποιος ίσως αναρωτηθεί: είναι τόσο σημαντικό το δίπολο ένταξη/αποκλεισμός, ώστε να σηματοδοτεί καίρια τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις; Ξεχνιούνται ξαφνικά τα κλασικά μαρξιστικά κριτήρια, όπως η εκμετάλλευση των παραγωγικών σχέσεων και η διάκριση καπιταλιστής/προλετάριος; Αν οι αλλαγές στην Ιστορία θα γίνονταν μονομιάς, η απάντηση θα ήταν εδώ χωρίς άλλο αρνητική. Οι εξελίξεις όμως είναι σταδιακές. Το βέβαιο είναι ότι σε εποχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας και με ανάπτυξη μαζικών ηλεκτρονικών υπηρεσιών και τεχνητής νοημοσύνης, το κοινωνικό βάρος της βιομηχανικής παραγωγής αρχίζει να μειώνεται.

Σήμερα λοιπόν η Αριστερά και οι δημοκράτες μοιράζονται κοινά οράματα, συμμαχούν και έχουν την ανάγκη μιας κοινής πολιτικής έκφρασης. Αντικειμενικά όμως, στη συμμαχία αυτή δεν έχουν -και δεν θέλουν καν να έχουν- θέση όσοι επιθυμούν το στάτους κβο της ανισότητας, καθώς και όσοι υπηρετούν ιστορικά αντίπαλες ιδέες, όπως η κυριαρχία της αγοράς κι όχι της ψήφου των πολλών, καθώς και η ολιγαρχία που ενδύεται κατά περίπτωση το ρούχο του ρατσισμού, του εθνικισμού ή της θεοκρατίας. Ιστορική ανάγκη λοιπόν η πολιτική διεύρυνση που δεν θα ξεπερνά τα κατακτημένα κοινωνικά όρια της Αριστεράς και της Δημοκρατίας.

 

Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, πρώην υπουργός

Πηγή: Η Αυγή