Είναι ο συντηρητικότερος καγκελάριος που είχε μεταπολεμικά η Γερμανία. Και ο πιο «θεούσος». Ο Φρίντριχ Μερτς ανήκει στο λεγόμενο καθολιμπάν, το αντιδραστικό ρεύμα της καθολικής εκκλησίας, που αντιστοιχεί σε εκείνο των Ταλιμπάν. Οι στόχοι αυτού του ρεύματος –θεοκρατία, ηγεμονικός ανδρισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, κλπ– είναι και δικοί του. Το σύμφωνο «C» (αντιστοιχεί περίπου στο ελληνικό Χ), λέει, που βρίσκεται στην αρχή της ονομασίας του κόμματός του (CDU, Χριστιανοδημοκρατική Ένωση Γερμανίας), αντανακλά την χριστιανική αντίληψη του ανθρώπου. Κι αυτή επιτάσσει «όχι» στις αμβλώσεις, «ναι» στην χωρίς όρους εξαγωγή όπλων στο Ισραήλ, προσαρμογή της συμπεριφοράς των ξένων, ιδίως των μουσουλμάνων, στο γερμανικό μοντέλο ζωής, και πάει λέγοντας.
Εκεί που ο Μερτς δίνει, όμως, κυριολεκτικά «ρέστα», είναι ο αμυντικός τομέας. Η Γερμανία, εξήγγειλε τις προάλλες στο Bundestag, το γερμανικό κοινοβούλιο, θα αναπτύξει υπό την καγκελαρία του τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη. Η λογική συνέπεια σε αυτό: Σε «περίπτωση άμυνας», αν δηλαδή η Γερμανία δεχθεί ένοπλη επίθεση, φερ’ ειπείν από τη Ρωσία, ο καγκελάριος, σύμφωνα με το άρθρο 115b του συντάγματος, θα αναλάμβανε εκτός από την πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Και δεδομένου ότι το στράτευμα του, ως το ισχυρότερο όλων, θα έπαιζε και τον σημαντικότερο ρόλο στην υπεράσπιση των συμμαχικών κρατών, ο Μερτς θα γινόταν απροσδόκητα ο άτυπος «αρχιστράτηγος» της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Ένα τέτοιο σενάριο τρόμου ήταν μέχρι τώρα αδιανόητο. Κανείς από τους προκατόχους του Μερτς στην καγκελαρία, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανοδημοκρατών, όπως η Άνγκελα Μέρκελ και ο Χέλμουτ Κολ, δεν είχαν τολμήσει τέτοια ιστορική ύβρη, δεν είχαν επιδείξει τόση φιλοδοξία και τόσο «τουπέ». Η πάγια στάση τους ήταν: Δέος ενόψει του «σκοτεινού» γερμανικού παρελθόντος, στρατιωτική αυτοσυγκράτηση, πάντα ένα τουλάχιστον βήμα πίσω από τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία στις στρατιωτικές εκστρατείες της Δύσης ανά τον κόσμο.
Είναι αλήθεια ότι ο πρώτος που έσπασε το ταμπού της αυτοσυγκράτησης ήταν ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Αυτός ήταν που με το νέο στρατιωτικό δόγμα, ονόματι Αλλαγή Εποχής (Zeitenwende), εκτίναξε στα ύψη τον προϋπολογισμό για τους εξοπλισμούς και επανάφερε τη Γερμανία στην πρώτη γραμμή του διεθνούς στρατιωτικού ανταγωνισμού. Το βήμα του προς τα «μπρος» ήταν όμως ακόμα μισό, οι αναστολές του ενώπιον μιας τέτοιας κοπερνίκειας στροφής φαίνονταν αποτυπωμένες στο πρόσωπό του.
Όχι έτσι ο Μερτς. Αυτός δεν έχει παρόμοιους ενδοιασμούς. Ο ίδιος αποδέχεται ευμενώς την «προτροπή» του Ντόναλντ Τραμπ να γίνει ο κύριος υποστηρικτής της Ουκρανίας στην απόκρουση της ρωσικής επιδρομής. Αυτό, ενόψει της σημασίας του Ουκρανικού, ισοδυναμεί de facto με την ανάληψη της ηγεσίας (leadership) στην ευρωπαϊκή «άμυνα».
Προς τον σκοπό αυτό, η κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών, της οποίας ηγείται, θα αυξήσει πρακτικά απεριόριστα τις πολεμικές δαπάνες –από 2,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος το 2024, στο 3,5% το 2032. Σε αυτό θα προστεθεί άλλο ένα 1,5% του ΑΕΠ, που θα διατεθεί για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών: δρόμων, σιδηροδρομικών δικτύων, αεροδρομίων, κλπ. Έτσι η Γερμανία θα «πιάσει» τον στόχο του 5% (αντιστοιχεί στο ποσό των 225 δισεκατομμυρίων ευρώ), που ζητά τελευταία ο Τραμπ από τα μέλη του ΝΑΤΟ (στη θέση του 2% που ίσχυε μέχρι τώρα). Με τη σειρά του, ο Μερτς πιέζει τα άλλα μέλη της συμμαχίας, που υστερούν σε αμυντικές δαπάνες, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Γι’ αυτόν η γερμανική «Αλλαγή Εποχής» πρέπει να γίνει κοινή ευρωπαϊκή υπόθεση.
Ο Μερτς εννοεί αυτό που λέει. Μπορεί, όμως, και να το εφαρμόσει; Τα εμπόδια είναι πολλά. Με κυριότερο τη δυσπιστία των Γάλλων και των Βρετανών. Αυτοί δεν ξεχνούν ότι όποτε η Γερμανία απέκτησε υπεροπλία, τους κήρυξε τον πόλεμο. Από τη μία, λοιπόν, χαιρετίζουν τον ξαφνικό υπερεξοπλισμό της, επειδή αυτός συμβάλει στην υπεροχή του συνολικού πολεμικού δυναμικού της Ευρώπης έναντι της Ρωσίας. Από την άλλη, όμως, τρέμουν στην ιδέα ότι η χώρα αυτή, υπερσκελίζοντάς τους στρατιωτικά, θα αποκτούσε μια τρίτη «χρυσή» ευκαιρία για την επιβολή των συμφερόντων της. Η πιθανότητα, βέβαια, ότι θα έστρεφε πάλι τα όπλα εναντίον τους, είναι σήμερα μηδαμινή. Όμως, ο φόβος φυλά τα έρμα. Από τη μία, δεν πρόκειται ποτέ να δεχθούν τη Γερμανία σε ρόλο ευρωπαίου υπερπροστάτη, σαν αυτόν που παίζουν σήμερα οι ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης. Και από την άλλη, φροντίζουν να μην φτάσουν με τίποτα σε τέτοια ανάγκη, εντατικοποιώντας οι ίδιες το ήδη ξέφρενο ράλι των υπερεξοπλισμών –γι’ αυτούς η «Αλλαγή Εποχής» ήταν ανέκαθεν ρουτίνα.
Υπάρχει, όμως, και ένα σοβαρό τεχνικό εμπόδιο στην εφαρμογή του σχεδίου του: η ανεπάρκεια της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας. Αν και τεχνολογικά πρωτοπόρα, η εγχώρια βιομηχανία έχει περιορισμένο παραγωγικό δυναμικό –απόρροια της μακρόχρονης πολιτικής της στρατιωτικής αυτοσυγκράτησης. Και ενώ τα «αμυντικά» κονδύλια πέφτουν ξαφνικά «βροχή», η βιομηχανία αδυνατεί να τα απορροφήσει. Η εταιρεία παραγωγής όπλων Rheinmetall, για παράδειγμα, έχει επιδοθεί στην εξαγορά ή υπενοικίαση πλεονασματικών εργοστασιακών εγκαταστάσεων στην από κρίση υπερπαραγωγής πάσχουσα αυτοκινητοβιομηχανία. Πρώτον, όμως, το δυναμικό τους μπορεί να καλύψει μόνο μικρό κλάσμα των αμυντικών αναγκών και, δεύτερον, η προσαρμογή τους στη νέα παραγωγή απαιτεί χρόνο, ενδεχομένως και πολλά χρόνια. Το όνειρο του Μερτς να γίνει κάποτε «αρχιστράτηγος» της Ευρώπης, έλεγε ραδιοσχολιαστής, θα μείνει μάλλον απατηλό.
Ένας μοιραίος καγκελάριος, τα μεγαλεπήβολα σχέδια του οποίου φαίνονται από παντού να μπάζουν. Ο «ηλεκτρικός καπιταλισμός» (Μπίργκιτ Μάανκοπφ), η μετατροπή δηλαδή της βενζινοκίνητης σε ηλεκτροκίνητη αυτοκινητοβιομηχανία, «βογκάει» υπό την πίεση των ανταγωνιστών της στην Κίνα· η προσπάθεια του να λύσει τις διάφορες κρίσεις μέσω αστυνομοκρατίας (Policing the crisis, κατά τον Stuart Hall) προσκρούει στην αντίσταση της κοινωνίας των πολιτών·και η παράνομη αποπομπή των αιτούντων ασύλου στα γερμανικά σύνορα εξεγείρει εναντίον του ακόμα και την καθολική εκκλησία. Η δέουσα αντίδραση σε έναν καθολιμπάν, που δεν έχει τον θεό του.