«Στη μετά-Brexit εποχή, η Βρετανία θα χρειαστεί διευρυμένες εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η Αμερική θα καλύψει τις ανάγκες της Βρετανίας, αλλά υπό όρους. Ένας απ’ αυτούς θα είναι μια κοινή μυστική επιχείρηση επηρεασμού με διάφορους τρόπους –δεν αποκλείονται η δωροδοκία και ο εκβιασμός– αξιωματούχων, βουλευτών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης από τον χώρο του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Επίσης, και η διάδοση ψευδών ειδήσεων σε ευρεία κλίμακα, προκειμένου να ενταθούν οι ήδη υπάρχουσες διαφορές μεταξύ κρατών-μελών της Ένωσης».
Δεν είναι μια ανάλυση από κάποιο στέλεχος του επιτελείου του Μπόρις Τζόνσον (αν και θα μπορούσε), σχετικά με τη στρατηγική των Συντηρητικών για την έξοδο της Βρετανίας από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Είναι ο μεγάλος Βρετανός Τζον Λε Καρρέ το 2019, στο τελευταίο μυθιστόρημά του, Ένας έντιμος άνθρωπος (εκδ. Bell, μτφρ. Μ. Παπανδρέου), που κλείνει με ένα «Ρουά-Ματ» τους λογαριασμούς του με τη χώρα του και την πολιτική της, με τον μυστικό κόσμο των κατασκόπων που αποτέλεσε την αναφορά του για έξι δεκαετίες, με την οικογένειά του, και με τη συνείδησή του. Ίσως δεν πρόκειται για το καλύτερο βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα που πέθανε στα 89 του στις 12 Δεκέμβρη 2020 –είναι τόσα πολλά τα «καλύτερα» μυθιστορήματά του– αλλά σίγουρα είναι το πιο γενναίο του: αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί η πολιτική και ηθική παρακαταθήκη του, μαζί με τον πικρό απολογισμό του στην Κληρονομιά των κατασκόπων του 2017 (εκδ. Bell, μτφρ. Β. Καντζόλα-Σαμπατάκου).
Στη Βρετανία, αυτό το 25ο μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε μόλις πριν 15 μήνες με τον τίτλο Agent Running in the Field, καθώς οι πρωταγωνιστές του παίρνουν την πιο παράτολμη πρωτοβουλία να βγουν στη σέντρα χωρίς κάλυψη και οι ως τότε συνάδελφοί τους στις Μυστικές Υπηρεσίες, τους παίρνουν στο κυνήγι. Αλλά στην ελληνική έκδοση του 2020 αντλεί τον τίτλο του Ένας έντιμος άνθρωπος από την τελευταία φράση του αφηγητή στο βιβλίο του. «Ήθελα να του πω ότι ήμουν ένας έντιμος άνθρωπος ( a decent man) αλλά ήταν πολύ αργά».
Τι σημαίνει όμως «εντιμότητα» μετά από την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση; Τώρα που ο πόλεμος-για-την-εξουσία δεν είναι μόνο βρώμικος αλλά και διεξάγεται χωρίς κανόνες, χωρίς προσχήματα, και ο πόλεμος-για-την-ειρήνη διεξάγεται με αθέμιτα μέσα; Τι σημαίνει «εντιμότητα» όταν η πολιτική ελίτ στις (νεο)φιλελεύθερες δημοκρατίες συνάπτει ανίερες συμφωνίες με τα οικονομικά συμφέροντα; Τι σημαίνει «εντιμότητα» όταν το ίδιο το Σίτυ δουλεύει ασταμάτητα σαν πλυντήριο του μαύρου χρήματος, και όταν πολλοί πρώην αξιωματούχοι των Μυστικών Υπηρεσιών «λειτουργούν σαν εργολάβοι στο όνομα επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων»; Απέναντι σε ποιόν, ρωτάει ο Λε Καρρέ, οφείλει να είναι «έντιμος» ένας άνθρωπος σε μια Ευρώπη όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται συστηματικά;
Από το 2008, ο Λε Καρρέ πραγματεύεται τέτοια ερωτήματα στα τελευταία πέντε μυθιστορήματά του, που καταγράφουν την ανεπάρκεια των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων (και του «μυστικού κόσμου» που τις υπηρετεί) μπροστά στα ηθικά ζητήματα που θέτει η υπεράσπιση των «ιερών» σκοπών, της δημοκρατίας, των νόμων, όταν αυτή δεν συνοδεύεται από τον σεβασμό στα δημοκρατικά δικαιώματα, στις ελευθερίες, στην αξιοπρέπεια. «Εμείς είμαστε εκείνοι που αποτύχαμε να παραγάγουμε ένα μήνυμα, εμείς φταίμε, η Δύση, οι υποτιθέμενοι νικητές στον Ψυχρό Πόλεμο που θριαμβολογήσαμε και γυρέψαμε να κατασπαράξουμε το κουφάρι της ηττημένης Ρωσίας…» Αυτό δήλωνε στην Εφημερίδα των Συντακτών (6-4-2018) με αφορμή την τόσο πολιτική Κληρονομιά, όπου προσεγγίζει συγκριτικά τρεις σημαδιακές στιγμές για την Ευρώπη: 1961, 1989, 2017, ανέγερση/πτώση του Τείχους του Βερολίνου και Brexit.
Αλλά την πιο ριζοσπαστική απάντηση (με ειρωνείες για Τζόνσον, Τραμπ, Πούτιν) την έδωσε τελικά στον Έντιμο άνθρωπο. Το καθήκον μας, όχι μόνο στην ιδιωτική αλλά και στη δημόσια σφαίρα, είναι, μας λέει, να ακούμε τη συνείδησή μας.
Έτσι, 56 χρόνια μετά από τον Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο (1963), το εμβληματικό μυθιστόρημα του Λε Καρρέ για τον Ψυχρό Πόλεμο, οι βασικοί πρωταγωνιστές του στον Έντιμο άνθρωπο, ένας 47χρονος αποστρατευμένος «χειριστής πρακτόρων» που επαναπατρίζεται και ένας νεαρός ιδεολόγος ερευνητής σε δημόσια Υπηρεσία, θα ζητήσουν τη στήριξη απόμαχων Ρώσων πρακτόρων για να αποτρέψουν μια αντι-ευρωπαϊκή συνωμοσία! Κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Ο Λε Καρρέ τους παρακολουθεί να έρχονται αντιμέτωποι: με τη νέα γενιά των κυνικών χαρτογιακάδων της Ιντέλιτζενς που αδιαφορούν για τις παράπλευρες απώλειες της στρατηγικής τους, με τα παιχνίδια εξουσίας μέσα στην άλλοτε κραταιά Υπηρεσία Πληροφοριών, και, κυρίως, με την ανάγκη να επανανοηματοδοτήσουν «σταθερές» όπως ο πατριωτισμός, ο ανθρωπισμός, η προδοσία, το ηθικό χρέος, η Βρετανική αυτοκρατορία, η Ε.Ε. οι εχθροί, οι σύμμαχοι, το καθήκον, το δημόσιο συμφέρον, η εντιμότητα…
Ο «μυστικός κόσμος» ως μεταφορά
Ο «μυστικός κόσμος» (the secret world), όπως αποκαλούσε ο Λε Καρρέ την κοινωνία των Μυστικών Υπηρεσιών, δεν υπήρξε ποτέ μια συγγραφική ευκολία, ένα εξωτικό ντεκόρ για την ίντριγκα στα βιβλία του. Ήταν το πρίσμα μέσα από το οποίο εξερεύνησε και φώτισε κρίσιμες γεωπολιτικές συγκρούσεις, μηχανορραφίες, διεφθαρμένους μηχανισμούς στον μεταπολεμικό κόσμο, καθώς και την ανθρώπινη υποκρισία και την ηθική ασάφεια σε σύνθετες δραματικές καταστάσεις.
«Ο “μυστικός κόσμος” υπήρξε το πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου, αλλά στα βιβλία μου είναι γενικότερα μια μεταφορά για το πού οδηγείται η διεθνής πολιτική και πώς επηρεάζεται η ζωή των απλών ανθρώπων. Μια μεταφορά για τις διαψεύσεις, την εξαπάτηση, την παραποίηση της αλήθειας, την προδοσία των ιδανικών και του εαυτού, όπου παγιδεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος από φόβο, από ανασφάλεια, από αδυναμίες, που τον απομακρύνουν από τις αξίες της δημοκρατίας.
Μας το είχε πει το 2007, όταν τον συναντήσαμε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη στο ερημητήριό του στην Κορνουάλη για την τηλεοπτική σειρά «Οι Κεραίες της Εποχής μας». Αλλά το έγραψε και το 2016, όταν άνοιξε την συγγραφική κουζίνα του στη Σήραγγα των Περιστεριών (εκδ. Bell, μτφρ. Β. Καντζόλα-Σαμπατάκου). Είναι το αναστοχαστικό και απολαυστικό βιβλίο με τις αφηγήσεις του για τα ιστορικά πρόσωπα που συνάντησε, και για τα πραγματικά περιστατικά που ενέπνευσαν τα μυθιστορήματά του ή τροφοδότησαν τις πεποιθήσεις του. Από τον Γιασέρ Αραφάτ ή τον Αντρέι Ζαχάροφ μέχρι τη Μάργκαρετ Θάτσερ, κι από τον Ρίτσαρντ Μπάρτον ή τον Άλεκ Γκίνες που υποδύθηκαν στη μεγάλη και στη μικρή οθόνη τους πρωταγωνιστές του, μέχρι τον αμετανόητο τυχοδιώκτη, ερωτύλο και απατεώνα πατέρα του, που μπαινόβγαινε στις φυλακές και στα σαλόνια. Αυτός, ο Ρόνι, έγινε το 1986 πρωταγωνιστής στο Ένας τέλειος κατάσκοπος (εκδ. Bell, εξαντλημένο), το πιο αυτοβιογραφικό από όλα τα μυθιστορήματά του.
Το αγόρι, που άκουγε στο όνομα Ντέιβιντ Κόρνγουελ, ήταν πέντε χρονών όταν τους παράτησε η μάνα του, μεγάλωσε «χωρίς στοργή», εσωτερικός σε οικοτροφεία, εγκατέλειψε το σχολείο του με το έτσι θέλω στα 16 του για να φύγει από την εποπτεία του πατέρα του, και ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευσή του Βέρνη, όπου και τον προσέγγισε για «το κοινό καλό» η αντικατασκοπία ΜΙ5 (National Service Intelligence), στο πλαίσιο του εκτεταμένου προγράμματος κατασκοπείας-αντικατασκοπείας που είχε αναπτύξει ο Τσόρτσιλ στον Β’ΠΠ. Εκείνα τα χρόνια ξεκίνησε η αγάπη του για «τη γερμανική μούσα» που τη σπούδασε αργότερα στην Οξφόρδη και τη δίδαξε για μια διετία στο Ίτον. Και τότε άρχισε να ειδικεύεται στα γερμανικά πράγματα: ήταν 18 το 1949 όταν επισκέφθηκε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου και του Μπέργκεν-Μπέλσεν, και 30 όταν είδε να κτίζεται το Τείχος του Βερολίνου… Τότε γεννήθηκε και ο ρομαντισμός που –το παραδεχόταν– δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Η οριστική στροφή του στη λογοτεχνία με το ψευδώνυμο John Le Carre έγινε το 1964, όταν συμπλήρωνε οκτώ χρόνια ως αξιωματικός στην Ιντέλιτζενς, που τα πέρασε κυρίως στη Γερμανία. Είχε μετατεθεί στη Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών ΜΙ6 (Secret Intelligence Service) στη Βόννη, αλλά το κωδικό όνομά του προδόθηκε στους Σοβιετικούς. Οπότε, έχοντας τρία μυθιστορήματα ήδη στο ενεργητικό του, και μεταξύ τους τον Κατάσκοπο που είχε προκαλέσει μεγάλη δυσφορία στην ΜΙ6, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον «μυστικό κόσμο» για μια αλλιώς ανήσυχη διαδρομή, πάντα διακριτική –χωρίς λογοτεχνικά φεστιβάλ, συνεντεύξεις, βραβεία, παράσημα– και ολοένα πιο ριζοσπαστική.
Το «καρφί» (του) ήταν ο χαρισματικός και αδίστακτος Κιμ Φίλμπι, που δούλευε για τους Σοβιετικούς από το 1937 και παραλίγο θα γινόταν επικεφαλής της Υπηρεσίας ΜΙ6. Μια δεκαετία αργότερα, αυτός θα ενέπνεε (μαζί με τον επίσης διπλό πράκτορα Τζορτζ Μπλέικ) τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του «τυφλοπόντικα» στην καρδιά της Ιντέλιτζενς, σε ένα από τα σπουδαιότερα κατασκοπικά και πολιτικά μυθιστορήματα του Λε Καρρέ: το Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι (Tinker Tailor, Soldier Spy, 1974 εκδ. Καστανιώτης, μτφρ. Μ. Μακρόπουλος), που έβαλε στο τραπέζι τη σχέση πολιτικής και ηθικής, σε μια εποχή εκφυλισμού της έννοιας του πατριωτισμού.
Εδώ μεγαλουργεί ο Τζορτζ Σμάιλι, με το βλέμμα της κουκουβάγιας και τα γυαλιά με τον χοντρό σκελετό, ο απόλυτος αντι-Τζέιμς Μποντ, ταγμένος στην υπηρεσία του απλού πολίτη. Περίφημος λογοτεχνικός χαρακτήρας, πρωτοεμφανίστηκε το 1961 (ενώ ο 007 του Ιαν Φλέμινγκ, το 1953) και είναι ένας αντι-ηρωικός εκπαιδευτής κατασκόπων («spymaster») με κομβικό ρόλο σε εννέα βιβλία του Λε Καρρέ, ο οποίος αφού θα διευθύνει τις πιο σύνθετες μυστικές επιχειρήσεις του δυτικού στρατοπέδου, θα «φαγωθεί» από το Φόρεϊν Όφις. Πότε; Όταν η Βρετανία θα προσδεθεί στο μιλιταριστικό άρμα και στα ψέματα των ΗΠΑ- άλλη μια αιχμή του Λε Καρρέ στην πολιτική του Μπλερ.
Ο Σμάιλι ανακαλύπτει τον προδότη κατάσκοπο, μέσα από ένα παιχνίδι ιδιοφυών ανακρίσεων. Όμως δεν θριαμβολογεί. Διότι γνωρίζει ότι η αποκάλυψη της σαπίλας στις Μυστικές Υπηρεσίες θα σαρώσει τα πάντα: φιλίες, «πιστεύω», αρχές. Αυτό ήταν το πολιτικο-φιλοσοφικό σχόλιο του Λε Καρρέ, ο οποίος έδωσε στον Κλήρο μια έκβαση διαφορετική από εκείνη της υπόθεσης των «Πέντε διπλών πρακτόρων του Κέμπριτζ» στα μέσα του ΄60. Στην πραγματικότητα, ο Φίλμπι δεν θα δολοφονηθεί αλλά θα διαφύγει στα 51 του στην Μόσχα το 1963, και θα «γίνει» γραμματόσημο. Και ο Μπλέικ θα δραπετεύσει από τις βρετανικές φυλακές το 1966, και θα ζήσει αμετανόητος («για να προδώσεις πρέπει να έχεις πιστέψει») μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του στη Μόσχα, παρασημοφορημένος από τον Πούτιν.
Μετά τον Κλήρο, και τον συναρπαστικό Εντιμότατο μαθητή (1977) στη φλεγόμενη Καμπότζη (εκδ. Καστανιώτης, μτφρ. Μ. Μακρόπουλος), ο Λε Καρρέ θα στρέψει το συγγραφικό ενδιαφέρον του στη μετεξέλιξη των γεωπολιτικών συγκρούσεων του ’50-’70.
Παρακολουθεί τα πρόσωπα που μπλέχθηκαν στη λυσσαλέα σύγκρουση Δύσης-Ανατολής για την ιδεολογική και στρατιωτική ηγεμονία, να καταλήγουν πιόνια των μηχανισμών ή να συνθλίβονται. Πηγαίνει στη Μόσχα το 1988 και καταγράφει τις ελπίδες που έθρεψε η Περεστρόϊκα (Η Ρωσική εστία, 1989). Έπειτα στρέφεται στο μέτωπο της Κεντρικής Αμερικής φωτίζοντας το διεθνές εμπόριο όπλων και τη λειτουργία των καρτέλ ναρκωτικών (Νυχτερινή βάρδια, 1993 και Ο ράφτης του Παναμά, 1996), ξεμπροστιάζει τον αδίστακτο και απενοχοποιημένο ιμπεριαλισμό που παίρνει τη θέση της στυγνής αποικιοκρατίας στην Αφρική (Ο επίμονος κηπουρός, 2001, Το τραγούδι της Ιεραποστολής, 2006), και όταν η Βρετανία μπλέκεται στον πόλεμο του Ιράκ, ο αντιαμερικανισμός του αγγίζει το κόκκινο (Απόλυτοι φίλοι, 2003). Αλλά με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης θα επικεντρωθεί πολύ προβληματισμένος στην Ευρώπη και στην ανησυχητική νέα πραγματικότητα, όπου «για να θριαμβεύσει το κακό αρκεί να μην κάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι»
Έτσι, στα μυθιστορήματα: Ο Νο 1 Καταζητούμενος, Ένας προδότης στα μέτρα μας, Μια ευαίσθητη αλήθεια (μόλις κυκλοφόρησε, εκδ. Bell, μτφρ. Γ. Σπανδωνής, και είναι αφιερωμένο στην Βάλερι-Τζέιν Κόρνγουελ τη δεύτερη γυναίκα του και επιμελήτρια εκδόσεων), Η κληρονομιά των κατασκόπων, Ένας έντιμος άνθρωπος θα σκαλίσει κρίσιμα ζητήματα του 21ου αιώνα, όπως: τον πόλεμο στην «τρομοκρατία» (που την θεωρούσε κατασκευασμένο εχθρό), την παραπλάνηση της κοινής γνώμης, την παντοδυναμία των τραπεζών και τους τυχοδιώκτες των εταιρειών αξιολόγησης, την κυριαρχία του μαύρου χρήματος με τις ευλογίες των πολιτικών, τραπεζιτών, διεθνών επενδυτών και πρώην πρακτόρων, τους Ρώσους ολιγάρχες ως προϊόντα και θύματα μιας Ρωσίας που «μεγάλο μέρος της εξακολουθεί να βαδίζει κουρδισμένο στο σταλινικό τροπάρι», τους πρώην αξιωματούχους των Μυστικών Υπηρεσιών πολλών χωρών, που έχουν πιάσει δουλειά ως σύμβουλοι σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα… Αλλά και τη δραστηριότητα μισθοφορικών στρατών «που προσλαμβάνονται ως εντεταλμένοι στρατοί (proxy armies) σε πολέμους που ξεσπούν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης».
Με το πρόσφατο έργο του και με τη στάση του στα πράγματα, ο Τζον Λε Καρρέ κληροδοτεί στο κοινό του αγωνιώδη ερωτήματα που προκύπτουν από την ανατομία της σημερινής συνθήκης και από το απόσταγμα των εμπειριών του: Σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε; Ποιες δημοκρατικές αξίες, ποιες ηθικές αρχές, ποιες κοινωνικές κατακτήσεις, ποιες ατομικές ελευθερίες, ποιους ανθρώπους είμαστε έτοιμοι να προδώσουμε στο όνομα της οικονομικής ευημερίας μας; Μήπως ήρθε ο καιρός να αλλάξουμε προτεραιότητες;
«Η αλήθεια βρίσκεται στις αποχρώσεις των γεγονότων»
«Σκέψου πόσα δεν είπε», είχε απαντήσει παλιότερα ο Πέτρος Μάρκαρης, όταν σχολίαζα πόσο αποκαλυπτικός ήταν ο Τζον Λε Καρρέ στην τηλεοπτική συνέντευξή του, που πρόσφατα ξαναπροβλήθηκε από την ΕΡΤ.
Όμως τώρα, μπροστά στο corpus των 25 μυθιστορημάτων του, αποδεικνύεται πιο κρίσιμο το τι είπε με τα βιβλία του, και πώς το είπε: οι καίριες παρατηρήσεις του για τα μέτωπα του μεταπολεμικού κόσμου που επηρεάζουν τους κατοίκους της Ευρώπης, η επιδραστική γραφή του και το λογοτεχνικό χάρισμα, που σπάνιζαν σε άλλους συγγραφείς-πρώην κατασκόπους. Με εξαίρεση τον κατά 27 χρόνια μεγαλύτερό του, Γκράχαμ Γκρην με τον οποίο τους ένωνε βαθιά αλληλοεκτίμηση.
Ο Λε Καρρέ προτιμά να εστιάζει στην πλοκή παρά στην περιπέτεια. Είναι μάστορας στην εναλλαγή δράσης και πολιτικής ανάλυσης, εξαιρετικός στα ψυχογραφήματα των χαρακτήρων όσο και στους διαλόγους, με λόγο υπαινικτικό, πνευματώδη, ειρωνικό και γλώσσα δουλεμένη, οξυδερκής ερμηνευτής της γεωπολιτικής πραγματικότητας, με κριτική στάση στα πράγματα, φιλοσοφικό προβληματισμό και ευρύ ορίζοντα.
Αλλά οι δύσπιστοι/ες επιμένουν: Μα πόση αλήθεια υπάρχει στα μυθιστορήματά του, αφού ο «μυστικός κόσμος» βρίθει από θεωρίες συνωμοσίας; Αυτό, το ξεκαθάρισε στη Σήραγγα των περιστεριών: «Η πραγματική αλήθεια (real truth), δεν βρίσκεται στα γεγονότα αλλά στις αποχρώσεις τους». Τα γεγονότα «για τον δημιουργικό συγγραφέα» δεν είναι παρά μια πρώτη ύλη, που χρέος του είναι «να την κάνει να κελαηδήσει». Τι έκανε λοιπόν εκείνος; Δεν βασίστηκε μόνο στις αναμνήσεις του, αφού έτσι κι αλλιώς η αμιγής ανάμνηση (pure memory) «ξεγλιστρά σαν το σαπούνι», αλλά πάντα συνδύαζε «εμπειρίες και φαντασία». Όμως «πουθενά δεν διαστρέβλωσα συνειδητά κάποιο συμβάν (event) ή μια ιστορία. Ενδεχομένως να την μεταμφίεσα εφόσον χρειάστηκε, αλλά με τίποτα δεν την αλλοίωσα».
Επιπλέον ξεχωρίζει επειδή μέχρι τα γεράματά του διακινδύνευε να κάνει ενδελεχή και επιτόπια έρευνα για τα βιβλία του, αποκτώντας πρόσβαση στις πλέον δυσπρόσιτες «πηγές» και περιοχές, είτε ως διάσημος John Le Carre, είτε ως άγνωστος David Cornwell.
Ήταν π.χ. στον Ν. Λίβανο με τον Αραφάτ το 1982 αλλά πήρε συνέντευξη και από μια γερμανίδα «τρομοκράτισσα» στη φυλακή της στην ισραηλινή έρημο Νέγκεβ, για να γράψει το πολυεπίπεδο μυθιστόρημά του για το Παλαιστινιακό Η Μικρή τυμπανίστρια (1984). Επίσης, όταν άρχισε να σκαλίζει την πίσω αυλή της μετα-κομμουνιστικής Ρωσίας (Το Παιχνίδι μας, 1995 και Σίγκλ & Σιγκλ, 1999), ταξίδεψε στη Γεωργία και στον Δυτικό Καύκασο, μίλησε με ολιγάρχες και συνάντησε στο γραφείο του Ρώσου εκδότη του τον, συνταξιούχο πια Βαντίμ Μπακάτιν, αρχηγό της αλλοτινής KGB. Όταν το γεωπολιτικό παιχνίδι μεταφέρθηκε στην Αφρική, αγνόησε τις απαγορεύσεις του Φόρεϊν Όφις, έκανε έρευνα στη Ρουάντα, στην Κένυα, συνάντησε πολέμαρχους των φυλών του Κονγκό, κι έτσι περιέγραψε σε βάθος τη φονική πολιτική της φαρμακοβιομηχανίας και τα νέο-αποικιακά κόλπα των Δυτικών για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Αφρικής (Ο επίμονος κηπουρός, 2001 και Το τραγούδι της Ιεραποστολής, 2006)…
Εντάξει, αλλά γιατί έγινε κατάσκοπος; Στη Σήραγγα υπάρχουν διάσπαρτες ερμηνείες. Η ψυχαναλυτική είναι ότι ο μυστικός κόσμος ήταν η πανοπλία του για να αντέξει την τραυματική σχέση με τον πατέρα του. Η κοινωνική ερμηνεία είναι –το σημειώνει ειρωνικά– ότι στη Βρετανία οι Μυστικές Υπηρεσίες ήταν και είναι «η πνευματική στέγη (spiritual home) της πολιτικής, κοινωνικής και βιομηχανικής ελίτ». Η πολιτική ερμηνεία είναι ότι υπήρξε ρομαντικός πατριώτης (οι εχθροί του τον έλεγαν «κομουνιστή») και για τον ίδιο λόγο ξέκοψε, όταν είδε τη σαπίλα που επικράτησε στην Ιντέλιτζενς. Από εκεί και πέρα, το κρίσιμο είναι η χρήση που έκανε ο Λε Καρρέ αυτής της εμπειρίας, και το γιατί: ο σκοπός που εξυπηρέτησε ο μετασχηματισμός της σε λογοτεχνία.
Υπάρχει όμως άλλη μια κρίσιμη λεπτομέρεια, κρυμμένη στον εξομολογητικό τόνο του Έντιμου ανθρώπου, όπου η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και τείνει το χέρι στη νέα γενιά. Η ατίθαση κόρη του πρωταγωνιστή, η οποία «θεωρεί τον πατριωτισμό κατάρα για την ανθρωπότητα», τον ρωτά εάν ο ίδιος σκότωσε ποτέ άνθρωπο. «Γελάω συγκρατημένα, λέω όχι, κατηγορηματικά όχι, ευτυχώς, πράγμα που αληθεύει. Άλλοι ναι, έστω και έμμεσα, εγώ όμως όχι. Ούτε καν από μακριά, ή δι’ αντιπροσώπου, ούτε καν, όπως το ονομάζει το Γραφείο, με «διαψεύσιμη συμβολή»».
Ολόκληρο εντέλει, το λογοτεχνικό έργο του Τζον Λε Καρρέ, διαψεύδει τα κλισέ των κατασκοπικών μυθιστορημάτων (το «καλό» δεν επικρατεί, οι εξελίξεις είναι δυσοίωνες, οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες έχουν αδυναμίες, δεν είναι γενναίοι, αστραφτεροί ούτε σαγηνευτικοί). Και κυρίως, υπονομεύει το κυρίαρχο αφήγημα τόσο της επίσημης όσο και της μυστικής ιστορίας του δυτικού κόσμου, από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι και τη σημερινή μετα-δημοκρατική συνθήκη. Έτσι ακονίζει τη συνείδηση του κοινού του, δηλαδή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη την υφήλιο. Έντιμος άνθρωπος.