Editorial

Μια ρεαλιστική λύση για το Μακεδονικό

Είναι δεδομένο ότι οι συνομιλίες για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος εισέρχονται σε μία αποφασιστική φάση, όπως δεδομένη είναι η αναγκαιότητα επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς με την γειτονική χώρα που επικεντρώνεται στο ζήτημα της ανεύρεσης ενός συμβιβασμού σχετικά με την ονομασία της “για όλες τις χρήσεις”.

Θεωρούμε ότι σε αυτήν την κατεύθυνση οφείλει να επιμείνει η ελληνική εξωτερική πολιτική και η κυβέρνηση της αριστεράς, για λόγους αρχής, αλλά και για λόγους συγκυρίας. Είναι πολύ σημαντικό να κυριαρχήσει στην βαλκανική χερσόνησο, η λογική της συνεργασίας, της ειρηνικής επίλυσης όλων των προβλημάτων, που είναι πολλά, σύνθετα και δυσεπίλυτα, ένα κλίμα αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και των κρατών της, πολιτικές που θα ενισχύουν την κοινή προσπάθεια για ανάπτυξη, με ενισχυμένο κοινωνικό και περιβαλλοντικό πρόσημο. Η δική μας πλευρά οφείλει να πρωτοστατήσει προς αυτή την κατεύθυνση ειδικά σε μία κρίσιμη φάση επιστροφής της χώρας στην “κανονικότητα”, και στη μετά τα μνημονιακά προγράμματα εποχή η κανονικότητα θωρακίζεται όταν αφορά, όχι μόνο το δημοσιονομικό και το κοινωνικό πεδίο αλλά και την θέση της χώρας στον ευρύτερο περίγυρο της.

Ειδικά σε αυτήν την φάση, χρειαζόμαστε όσο ποτέ την κανονικότητα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Άλλωστε η επίλυση του μακεδονικού ζητήματος, θα μας δώσει την ευκαιρία να ασχοληθούμε με το άλλο σημαντικό μέτωπο, αυτό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αποκρούοντας με την προσήκουσα ψυχραιμία και αποφασιστικότητα την προκλητική συμπεριφορά της ηγεσίας Ερντογάν.

Η προσπάθεια επίλυσης του μακεδονικού ζητήματος προϋποθέτει ότι δεν μπορεί να υπάρξει εφησυχασμός. Εδώ δεν χωράει μία λογική ότι το πρόβλημα και οι κίνδυνοι είναι δικοί τους, συνεπώς η ελληνική πλευρά δεν χρειάζεται να βιάζεται. Το αντίθετο, εδώ είναι Βαλκάνια και η λογική του “ντόμινο”, όσο αφορά δυσάρεστες εξελίξεις, είναι δεδομένη από τον 19ο αιώνα. Συνεπώς μία εσωτερική αναστάτωση στην γειτονική χώρα, υπό την μορφή μίας πιθανής έντασης μεταξύ της αλβανικής και σλαβικής εθνικότητας, δεν αποτελεί βέλος στην φαρέτρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά πηγή νέων εντάσεων στην περιοχή που θα επηρεάσουν την ευρύτερη περιοχή.

Επιβάλλεται, και οι δύο χώρες να συμμετέχουμε στις συνομιλίες με προσήλωση στην τελική διευθέτηση της διαφοράς μας. Σε αυτήν την κατεύθυνση, τα πιθανά ανοικτά ζητήματα πρέπει να μην τίθενται προσχηματικά αλλά με επιμονή στη υπέρβαση τους. Ειδικά η δική μας πλευρά, και εφόσον ισχύει ότι ο αλυτρωτισμός εκφράζεται με την υπονόηση ή την αναφορά στην πιθανή τροποποίηση των συνόρων, οφείλει να ξεκαθαρίσει πώς και γιατί εκτιμά, ότι υπάρχει η σχετική υπονόηση ή αναφορά στο σύνταγμα της ΠΓΔΜ, και ειδικά μετά την τροποποίηση του, και με δεδομένη την ισχύ και το περιεχόμενο της ενδιάμεσης συμφωνίας. Η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν στην διαπραγμάτευση η μία ή και οι δύο πλευρές επιδεικνύουν έναν ακραίο μαξιμαλισμό, όταν φθάνει η στιγμή των απαραίτητων υποχωρήσεων, αυτές φαντάζουν πολύ χειρότερες στην κοινή γνώμη από ό,τι είναι τελικά στην πραγματικότητα. Τα συμπεράσματα από τα πρόσφατα γεγονότα στην κυπριακή ΑΟΖ, η διακοπή της γεώτρησης της ΕΝΙ, καταδεικνύουν τα αποτελέσματα όταν ακολουθούνται αδιέξοδες τακτικές και υπερισχύουν οι άκαμπτες λογικές της πρόταξης. Πόσο διαφορετική θα ήταν σήμερα η πραγματικότητα, εάν και εφόσον η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά είχαν αδράξει με αποφασιστικότητα το πλαίσιο συμφωνίας που πρότεινε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στο Κραν Μοντανά τον πρόσφατο Ιούλιο.

Εν κατακλείδι, θεωρούμε το ζήτημα επίλυσης του μακεδονικού ως ευκαιρία. Aρκεί να μην φοβηθούμε τον ακροδεξιό εσμό που άδραξε την ευκαιρία για να ξεδιπλώσει τον οπισθοδρομικό κρετινισμό του, ούτε την ακροδεξιάς απόκλισης ηγετική ομάδα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακόμα κι αυτή η κυβέρνηση Σημίτη, στην υπόθεση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, αναδεικνύει το μίνιμουμ πολιτικό θάρρος που απαιτείται σε ανάλογες περιπτώσεις. Είναι σαφές άλλωστε ότι όταν υλοποιείται το αυτονόητο, το εύρος της επιμονής στο ανορθολογικό αίτημα περιορίζεται. Δική μας πεποίθηση είναι ότι στον αντίποδα της αδιέξοδης εθνικιστικής ρητορικής, μπορεί να υπάρξει ένα ισχυρό και διευρυμένο μέτωπο κοινωνικών δυνάμεων που με αποφασιστικότητα θα υποστηρίξει την οριστική λύση της διαφοράς με την ΠΓΔΜ, μέσω μία συμβιβαστικής λύσης για την ονομασία της γείτονος, την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, με όλες τις θετικές επιπτώσεις που αυτό θα έχει στην ευρύτερη περιοχή.

Commonality