Η ψήφος μεγάλων μερίδων της μεσαίας τάξης υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη του στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Γενικότερα, η πολιτική τοποθέτηση της μεσαίας τάξης στις εκλογές αποτελούσε πάντοτε κορυφαίο επίδικο της αντιπαράθεσης των βασικών διεκδικητών της κυβερνητικής εξουσίας. Αποτελεί επίδικο και σε αυτές του 2019. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης για το ποιος συρρίκνωσε τη μεσαία τάξη, που ξεκίνησε κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2019 και με αφορμή τα μέτρα της ΔΕΘ για τα μεσαία στρώματα, αντιπαράθεση που θα κορυφώνεται όσο πλησιάζουμε στις βουλευτικές εκλογές, καθιστούν τη συζήτηση για την μεσαία τάξη πολιτικά αναγκαία.
Αποδεκατίστηκε, συρρικνώθηκε ή επιβίωσε η μεσαία τάξη από την οικονομική κρίση; Αν υπέστη καθίζηση, ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Επιδείνωσε, σταθεροποίησε ή βελτίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ την κατάστασή της; Η συζήτηση έχει ανοίξει, η επιστημονική συμβολή της Βάλιας Αρανίτου έχει καταγραφεί στο πρόσφατο βιβλίο της για τη μεσαία τάξη την εποχή των μνημονίων, ενώ η μεγάλη αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων, του ύψους των καταθέσεων, του αριθμού ΙΧ και των πληρωμών για ταξίδια στο εξωτερικό το 2018 αποτελούν ενδείξεις ανάκαμψης της μεσαίας τάξης, όταν την ίδια στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και μισθωτοί παραμένουν υπερχρεωμένοι και αγωνίζονται να επανέλθουν στην «κανονικότητα».
Το μέγεθος και η σύνθεση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα υπήρξαν ιστορικά άμεσα συνυφασμένες με τις ευκαιρίες που παρείχε το κράτος στις λαϊκές τάξεις και τα φτωχότερα στρώματα για ανοδική κοινωνική κινητικότητα μέσω της εκπαίδευσης, της απασχόλησης στο δημόσιο, της πρόσβασης σε γη και ιδιόκτητη κατοικία, του ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη της μικροεπιχειρηματικότητας στον μη αγροτικό τομέα και, από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, μέσω της βελτίωσης των μισθών και όρων εργασίας και των ολοένα αυξανόμενων ευκαιριών απασχόλησης των γυναικών. Ως αποτέλεσμα, η μεσαία τάξη μεταπολεμικά και τις επόμενες δεκαετίες διογκώθηκε, ενώ το καταναλωτικό της πρότυπο (ιδιόκτητη κατοικία, αυτοκίνητο, εξοχικό, τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα παιδιά κ.λπ.) εδραιώθηκε τις δεκαετίες του 1970 και 1980 και έγινε σημείο αναφοράς για τα λαϊκά στρώματα.
Το παρόν άρθρο αντλεί από τη δημοσιευμένη μελέτη μου με τον Στέφανο Γιακουμάτο για τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα την περίοδο 1993-2014.i Η μελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του ILO (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) για τις ανισότητες και τη μεσαία τάξη στην Ευρώπη, που επέλεξε την προσέγγιση των τάξεων με βάση το εισόδημα και εξέτασε τις επιπτώσεις των αλλαγών στην αγορά εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις και το κοινωνικό κράτος τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στο μέγεθος, τη σύνθεση και την εξέλιξη της μεσαίας τάξης.
Υιοθετώντας ένα αρκετά διαδεδομένο ορισμό της μεσαίας τάξης, ως του πληθυσμού που διαμένει σε νοικοκυριά με εισόδημα από 80 έως 200% του διάμεσου εισοδήματοςii, διαπιστώνουμε ότι το μέγεθός της συνέχισε να αυξάνεται και κατά την δεκαπενταετία που προηγήθηκε της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Το ποσοστό της στον πληθυσμό ανέβηκε από 52% το 1993 στο 57% το 2008. Στη διόγκωση αυτή συνετέλεσαν η θεαματική άνοδος του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών, που αύξησε εντυπωσιακά το ποσοστό των νοικοκυριών με δύο κουβαλητές και άρα το οικογενειακό εισόδημα, η άνοδος του ποσοστού των εργαζομένων με ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης και του μεριδίου των επιστημόνων και των τεχνικών στην επαγγελματική σύνθεση της απασχόλησης, καθώς και η κυριαρχία των μεσαία αμειβόμενων επαγγελμάτων στην καθαρή αύξηση των θέσεων μισθωτής εργασίας. Ταυτόχρονα η σύνθεση της μεσαίας τάξης άλλαξε, με την αύξηση της παρουσίας των μισθωτών και των συνταξιούχων εις βάρος των αυτοαπασχολούμενων.
Ποσοστά (%) πληθυσμού ανά εισοδηματική τάξη | |||
ΚΑΤΩΤΕΡΗ | ΜΕΣΑΙΑ | ΑΝΩΤΕΡΗ | |
1993 | 36,6 | 51,9 | 11,5 |
2008 | 34,0 | 57,0 | 9,1 |
2014 | 35,6 | 54,1 | 10,3 |
2014* | 64,0 | 33,8 | 2,2 |
* Ποσοστά υπολογισμένα με βάση τα εισοδηματικά όρια των τάξεων του έτους 2008. | |||
Το 2008, στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, το 73% των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης ήταν νοικοκυριά με έναν ή περισσότερους εργαζόμενους και ξεχώριζαν από αυτά των υπόλοιπων τάξεων με το συγκριτικά υψηλό ποσοστό μισθωτών ιδιωτικού τομέα (43%) στο σύνολο των εργαζόμενων μελών τους. Επίσης, εμφάνιζαν χαμηλότερο ποσοστό εργαζόμενων στο δημόσιο και σε επιστημονικά και τεχνολογικά επαγγέλματα σε σχέση με την ανώτερη τάξη, αν και το 70% των μισθωτών του δημόσιου τομέα, το 61% των απασχολούμενων σε επιστημονικά επαγγέλματα και το 70% των τεχνολόγων-τεχνικών ανήκαν στη μεσαία τάξη. Τέλος, τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης είχαν το ίδιο ακριβώς ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο των εργαζόμενων μελών τους με αυτό της ανώτερης τάξης (32%), ενώ τα νοικοκυριά της κατώτερης τάξης είχαν διπλάσιο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (61%). Βέβαια, το μαζικό φαινόμενο απόκρυψης εισοδημάτων από τους αυτοαπασχολούμενους με σκοπό τη φοροδιαφυγή εξηγεί μεγάλο μέρος του χάσματος.
Η πρωτοφανής Μεγάλη Ύφεση και ο μνημονιακός οδοστρωτήρας της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα προκάλεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τεράστιες ταξικές ανακατατάξεις, με καταλυτικό παράγοντα την απώλεια 1,1 εκατ. θέσεων εργασίας και την έκρηξη της ανεργίας και επιπρόσθετο παράγοντα τη δραματική μείωση μισθών και συντάξεων. Πολύ μεγάλο μέρος από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα οδηγήθηκαν στην ακραία φτώχεια, ενώ μεγάλο μέρος των νοικοκυριών της μεσαίας και ανώτερης τάξης υπέστησαν ταξική υποβάθμιση ή και οικονομική καταστροφή. Το υπόλοιπο μέρος τους είτε διατήρησαν τα προ της κρίσης εισοδήματά τους είτε δεν υπέστησαν τόσο σοβαρές εισοδηματικές απώλειες ώστε να αλλάξουν τάξη. Δηλαδή, διατηρήθηκαν και διασώθηκαν με συγκριτικά μικρές απώλειες.
Η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης όπως και αν τη μετρήσει κανείς. Όμως, αν την υπολογίσει με σημείο αναφοράς τα εισοδήματα του 2008, τότε κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε. Το ποσοστό της έπεσε από το 57% του πληθυσμού το 2008 στο 34% το 2014, τροφοδοτώντας το φαινόμενο της ταξικής πόλωσης μεταξύ ανώτερης και κατώτερης τάξης. Το 2014, έξι χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, το 53% της μεσαίας τάξης είχε μεταπηδήσει στην κατώτερη τάξη, όπως αυτή οριζόταν με βάση τα εισοδήματα του 2008, ενώ το 17% της μεσαίας τάξης είχε οδηγηθεί κυριολεκτικά στη φτωχοποίηση, τροφοδοτώντας τη στρατιά των νεόπτωχων, εφόσον το εισόδημά της είχε πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας του 2008. Ο δεύτερος τρόπος μέτρησης αντιστοιχεί στο σχετικό ορισμό της μεσαίας τάξης, λαμβάνει υπόψη την μείωση του διάμεσου εισοδήματος κατά 35% μεταξύ 2008 και 2014 και ανακατασκευάζει τη μεσαία τάξη γύρω από το κατώτερο διάμεσο εισόδημα εντός των ορίων 80% και 200% του διάμεσου. Από το συγκεκριμένο τρόπο μέτρησης προκύπτει ότι, μεταξύ 2008 και 2014, το ποσοστό της μεσαίας τάξης στον πληθυσμό περιορίστηκε μόνο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και άρα ότι η μεσαία τάξη επέδειξε ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Όμως, με βάση το σχετικό ορισμό, η μεσαία τάξη του 2014 -όπως και η κατώτερη και ανώτερη- δεν ήταν η ίδια με αυτήν του 2008 ως προς τη σύνθεση των νοικοκυριών που την απαρτίζουν. Μέρος των νοικοκυριών της ανήκαν στη μεσαία τάξη και το 2008, αλλά το υπόλοιπο είχε προκύψει από την ταξική υποβάθμιση μέρους των νοικοκυριών της ανώτερης τάξης και, σε μικρότερο βαθμό, από την ανοδική ταξική μετακίνηση όσων νοικοκυριών της κατώτερης τάξης είχαν συγκριτικά μικρότερες απώλειες από εκείνο το μέρος των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης που υπέστησαν τα μεγαλύτερα πλήγματα λόγω ανεργίας, μείωσης αμοιβών, κλεισίματος επιχειρήσεων και ανάγκης αποπληρωμής χρεών.
Τρία φαινόμενα είναι κυρίως υπεύθυνα για τις ανακατατάξεις στους κόλπους της μεσαίας τάξης κατά την περίοδο της κρίσης. Πρώτον, ενώ η εκτίναξη της ανεργίας έπληξε όλες ανεξαιρέτως τις εισοδηματικές τάξεις, η κατάρρευση της απασχόλησης έπληξε κυρίως τους μισθωτούς στα επαγγέλματα που είχαν μεσαίες αμοιβές πριν από την κρίση, άρα προνομιακά τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης. Δεύτερον, η μείωση των μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα κατά την μνημονιακή περίοδο έπληξε περισσότερο τους υψηλόμισθους και αυτούς με μεσαίες αποδοχές, τροφοδοτώντας μετακινήσεις νοικοκυριών από τη ανώτερη προς τη μεσαία και από τη μεσαία προς την κατώτερη τάξη σε συνδυασμό με την εξάπλωση της ανεργίας. Τρίτον, το κλείσιμο περίπου 180 χιλιάδων επιχειρήσεων, η μείωση του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων κατά 230 χιλιάδες, και η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων που φυτοζωούν με οριακά για την επιβίωση εισοδήματα, αν και δεν έπληξε μόνο τη μεσαία τάξη, προκάλεσε την οικονομική καταστροφή σημαντικού μέρους της.
Από την άλλη πλευρά, άλλες εξελίξεις συνέβαλαν στην ανθεκτικότητα της μεσαίας τάξης κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι εργαζόμενοι στα επιστημονικά και τεχνικά επαγγέλματα υπέστησαν λιγότερες απώλειες θέσεων εργασίας συγκριτικά με άλλες επαγγελματικές ομάδες. Επιπλέον, ενώ ο ρόλος του δημοσίου τομέα ως παραγωγού των μεσαίων τάξεων ακυρώθηκε με τα Μνημόνια, η απασχόληση μειώθηκε αναλογικά λιγότερο από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα και προήλθε από συνταξιοδοτήσεις μόνιμων υπαλλήλων, που δικαιούνταν κατά μέσο όρο υψηλότερες συντάξεις και εφάπαξ από ό,τι οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Αυτό, μαζί με άλλους παράγοντες, εξηγεί την κύρια αλλαγή της σύνθεσης των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης μεταξύ 2008 και 2015, με βάση το σχετικό ορισμό της, που είναι η αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών συνταξιούχων, με δεύτερη σημαντική αλλαγή τη μείωση του ποσοστού των νοικοκυρών με δύο ή περισσότερους εργαζόμενους λόγω ανόδου της ανεργίας. Τέλος, αν και οι μισθοί στον δημόσιο τομέα υπέστησαν με το πρώτο Μνημόνιο πολύ μεγάλη μείωση – παρόμοια με αυτήν που συνέβη με κάποια καθυστέρηση στον ιδιωτικό – ο δημόσιος τομέας συνεχίζει να παρέχει πολύ καλύτερους όρους απασχόλησης σε σχέση με τον ιδιωτικό, καθώς και στάτους μεσαίας τάξης στους εργαζόμενούς του.
Επιδείνωσαν, βελτίωσαν ή σταθεροποίησαν οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ την κατάσταση της μεσαίας τάξης; Τα πρώτα μέτρα, όπως η παράταση και βελτίωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας οφειλετών προς τις τράπεζες, η ρύθμιση οφειλών προς το ασφαλιστικό σύστημα και η ένταξη στο δημόσιο σύστημα υγείας ανασφάλιστων επαγγελματιών, συνέβαλαν στη σταθεροποίηση και στην ελαφρά βελτίωση, μαζί με τα μέτρα ελάφρυνσης και ρύθμισης μέσω εξωδικαστικού μηχανισμού των κόκκινων τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων, τα οποία όμως μέχρι σήμερα έχουν μικρή απόδοση και δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα 250 χιλιάδων υπερχρεωμένων ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών ή μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων.
Ουσιαστικότερη επίπτωση στη βελτίωση της κατάστασης και την ανασύνταξη της μεσαίας τάξης απ’ ότι τα παραπάνω μέτρα είχε η δημιουργία 345 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας μεταξύ 2014 και 2018, εκ των οποίων οι 45 χιλιάδες αφορούν ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Οι θέσεις εργασίας που προστέθηκαν στην οικονομία αύξησαν τα εργαζόμενα μέλη και το εισόδημα των νοικοκυριών όλων των τάξεων, άρα και της μεσαίας, ακόμα περισσότερο που το ένα τρίτο των νέων θέσεων εργασίας αντιστοιχεί σε επιστημονικά και τεχνολογικά-τεχνικά επαγγέλματα, κατεξοχήν επαγγέλματα της μεσαίας και της ανώτερης εισοδηματικής τάξης.
Τα παραπάνω μέτρα και οι εξελίξεις λειτούργησαν ως αντίβαρο στην αύξηση της φορολογίας, καθώς και στην αρνητική ψυχολογία που δημιουργούν η καθήλωση των μισθών στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα σε χαμηλά επίπεδα, ιδιαίτερα στα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης που έχουν άνεργα και εξαρτημένα μέλη ή είναι υπερχρεωμένα.
Ακριβώς στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις εστιάζουν στην μεταμνημονιακή περίοδο τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στην ΔΕΘ υπέρ των μεσαίων στρωμάτων (γενναία μείωση των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων των αυτοαπασχολούμενων, κούρεμα και ρύθμιση οφειλών προς τον ΕΦΚΑ 560 χιλιάδων επαγγελματιών, 20 χιλιάδων επιστημόνων και 336 χιλιάδων αγροτών, ταμείο εγγυοδοσίας για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια) ή και των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων που εκτείνονται και στην κατώτερη μεσαία τάξη (παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας και επιδότηση της δόσης των στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας).
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι κατά τη διάρκεια της καταστροφικής εξαετίας 2008-2014 η μισή μεσαία τάξη του 2008 απώλεσε πλήρως το προ κρίσης εισόδημα και καταναλωτικό της επίπεδο λόγω ανεργίας, κλεισίματος επιχειρήσεων, μείωσης αποδοχών, ενώ η άλλη μισή, αφού εξάντλησε τις οικογενειακές αποταμιεύσεις, σχεδόν το διατήρησε με μικρότερες απώλειες, σε αντίθεση με την κατώτερη τάξη του 2008 που οδηγήθηκε σχεδόν στο σύνολό της στη φτωχοποίηση και ένα μέρος της στην ακραία φτώχεια. Το σύνολο πάντως της μεσαίας τάξης βίωσε και βιώνει ανασφάλεια ως προς τις κοινωνικές και οικονομικές προοπτικές των παιδιών της που τα είδε να μεταναστεύουν ή να αναγκάζονται να δουλεύουν για χαρτζιλίκι.
Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποίησαν αρχικά την κατάσταση της μεσαίας τάξης, που εμφανίζει από το 2017, και κυρίως το 2018, σημάδια ανάκαμψης. Κατά την μεταμνημονιακή περίοδο η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στην απομείωση και στη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, που επηρεάζουν τόσο την κατώτερη όσο τη μεσαία τάξη. Η ουσιαστική όμως ανάκαμψη της τελευταίας θα προέλθει από την αναζωογόνηση της μικροεπιχειρηματικότητας – που έχει ήδη ξεκινήσει – και από την ανάκτηση της ικανότητας του ιδιωτικού τομέα να δημιουργεί θέσεις ειδικευμένης εργασίας σε μεγάλη κλίμακα, του δημοσίου τομέα να προσλαμβάνει επιστημονικό δυναμικό, και των μισθωτών να διαπραγματεύονται καλύτερες αμοιβές και όρους εργασίας. Εξαρτάται, δηλαδή, από την επούλωση των πληγών της κρίσης και την εδραίωση ενός μοντέλου δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης.
i Karamessini M., S. Giakoumatos, «The middle classes in the Greek Great Depression: Dissolution or resilience?” στο D. Vaughan-Whitehead (επιμ.), Europe’s Disappearing Middle Class ? Evidence from the World of Work, Edward Elgar και ΔιεθνέςΓραφείο Εργασίας, 2016.
ii Το διάμεσο εισόδημα είναι εκείνο που πάνω από αυτό βρίσκονται τα εισοδήματα του 50% του πληθυσμού και κάτω από αυτό τα εισοδήματα του υπόλοιπου 50%. Διευκρινίζουμε ότι χρησιμοποιούμε το διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα.
Μαρία Καραμεσίνη
Πηγή: Η Αυγή