Το ποδόσφαιρο ποτέ δεν έλειψε από την πολιτική ζωή της χώρας. Αυτή τη φορά, όμως, έκανε μια θορυβώδη είσοδο με ιδιαίτερη σημασία στα πολιτικά μας πράγματα, που εξηγεί και τη σοβαρότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης που ακολούθησε. Το τελευταίο επεισόδιο του έργου, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, αποτελεί έκφραση μιας διπλής παθογένειας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη κυβέρνηση της ΝΔ.
Η επιστροφή των νταβατζήδων
Η ΝΔ διεκδίκησε την κυβέρνηση, κέρδισε τις εκλογές, σχημάτισε κυβέρνηση, χωρίς να προφέρει ποτέ τη λέξη διαπλοκή και πολύ περισσότερο τη λέξη νταβατζήδες, που κάποτε, επί ηγεσίας Κώστα Καραμανλή, ήταν σήμα κατατεθέν του κόμματος. Λίγο η πικρή εμπειρία από την εκδίκηση των νταβατζήδων εκείνης της εποχής, πολύ περισσότερο η αντίληψη της νέας ηγεσίας Μητσοτάκη ότι και ολίγη διαπλοκή δε βλάφτει όταν μικροκομματικά μας ευνοεί, δεν εξοβέλισαν απλώς τις λέξεις από τη ρητορική του κόμματος, αλλά και τις έννοιες από την αντίληψή του για τις σχέσεις με τη διαπλοκή. Η άποψη και η πρακτική που επικράτησαν, ήταν πως τα οφέλη από την προνομιακή αυτή σχέση εισπράττονται χωρίς ουσιαστικό αντίτιμο και πως, έτσι κι αλλιώς, τα κοινά συμφέροντα του συνόλου των διαπλεκομένων δεν πρόκειται ποτέ να αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν με ανεξέλεγκτο τρόπο.
Ακόμα και τώρα, μετά τα πρόσφατα ανησυχητικά γεγονότα, η ίδια αντίληψη εξακολουθεί να καθοδηγεί τις κινήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ. Το μέγαρο Μαξίμου, που προφανώς έδωσε το πράσινο φως για το μαγείρεμα της σύνθεσης της επιτροπής που κρίνει τη συμπεριφορά των ΠΑΕ – παραμονές μιας κρίσιμης για την εξέλιξη του πρωταθλήματος απόφασης – ή κάλυψε τις ενέργειες του κ. Αυγενάκη εκ των υστέρων, θεωρεί ότι μπορεί να χειριστεί με «έξυπνες» κινήσεις τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των ιδιοκτητών διαφόρων ΠΑΕ, ώστε και τους ίδιους να μην κακοκαρδίσει και η κυβέρνηση να μη θιγεί. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος το γεγονός ότι με την αλλαγή της σύνθεσης της επιτροπής επιδίωξε να ικανοποιήσει τον υπερβολικά στενό φίλο κ. Μαρινάκη, ενώ με την τροπολογία της τελευταίας στιγμής επιχείρησε να κατευνάσει, μάλλον χωρίς επιτυχία, τον κ. Σαββίδη, αλλά χωρίς να πικραθεί και ο πρώτος.
Η ισορροπία καλά κρατεί
Η αποφασιστικότητα που επιχείρησε ο κ. Μητσοτάκης να επιδείξει την περασμένη Πέμπτη ανεβάζοντας τους τόνους στη Βουλή και μιλώντας, για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, για διαπλοκή, δεν μπορεί να κρύψει ούτε την οργανική σχέση που διατηρεί μαζί της, ούτε τις νομοθετικές ρυθμίσεις υπέρ των «νταβατζήδων», που φρόντισε να διεκπεραιώσει την επομένη κιόλας των εκλογών. Αυτή είναι η πολύ ανησυχητική πραγματικότητα, που μπόρεσε να κάνει πιο επίκαιρο πολιτικά ένα «ποδοσφαιρικό ζήτημα» από τα πολύ κρίσιμα εξωτερικά ζητήματα. Η ΝΔ καμώθηκε ότι αντιμετωπίζει τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ σαν επιχειρηματίες που τους νοιάζει η οικονομική απόδοση της επιχείρησής τους. Τους απειλεί με οικονομικές κυρώσεις, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι ούτε στα μίντια ούτε στις ΠΑΕ που διαθέτουν είναι πρώτιστο μέλημά τους το κέρδος. Και εκείνοι, από τη μεριά τους, γνωρίζουν εξίσου καλά ότι, χωρίς τη στήριξή τους, η ΝΔ θα αναγκαστεί να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτή την ισορροπία καμία από τις δύο πλευρές δεν φάνηκε διατεθειμένη, για την ώρα, να την ανατρέψει.
Ο νόμος είμαστε εμείς
Η δεύτερη παθογένεια που εκδηλώνεται με τη συγκεκριμένη στάση στο συγκεκριμένο ζήτημα, αφορά τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετωπίζει την κριτική που της γίνεται, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο συχνά νομοθετεί. Το έσχατο και θεμελιακό επιχείρημα υπέρ των κάθε φορά επιλογών της που προκαλούν αντιδράσεις, είναι ότι η ΝΔ ψηφίστηκε από την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, συνεπώς νομιμοποιείται να κάνει ό,τι νομίζει, ακόμα και να αλλάζει το νομοθετικό πλαίσιο εκ των υστέρων, όταν αυτό στέκεται εμπόδιο στις επιλογές της – ακόμη και προσώπων, όχι μόνο τις πολιτικές. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, τη νομιμοποίηση μέσω των εκλογών σαν εξασφάλιση μιας λευκής επιταγής, πάνω στην οποία δικαιούται να γράψει ό,τι θέλει.
Αυτό κάνει και στην προκείμενη περίπτωση. Ο κ. Αυγενάκης νομιμοποιείται να μαγειρέψει όπως νομίζει τη σύνθεση της επιτροπής, η κυβέρνηση νομιμοποιείται να τον κρατάει στο απυρόβλητο, παρά το γεγονός ότι ευθύνεται για την πρόκληση μεγάλης ανωμαλίας και αναταραχής, η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή νομιμοποιείται να ψηφίζει ως αντίδοτο μια τροπολογία που κανέναν δεν ικανοποιεί, κανένα πρόβλημα δεν λύνει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν προτίθεται να διαταράξει τις σχέσεις διαπλοκής.
Ο ανύπαρκτος λαός
Δεν πρόκειται για την επίδειξη ενός κλασικού τύπου αυταρχισμού της κυβερνητικής πλειοψηφίας και εξουσίας. Πρόκειται για την εφαρμογή στην πράξη μιας αρχής του νεοφιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία η μοναδική στιγμή που το εκλογικό σώμα μπορεί να νοηθεί ως συλλογικό σώμα, κι αυτό κατά παραχώρηση, είναι η στιγμή της κάλπης. Από εκεί και πέρα αποσυντίθεται στα συνήθη μεμονωμένα άτομα, τα οποία, κάθε φορά που θα διεκδικήσουν να υπάρξουν συλλογικά, ως μερικά ή λιγότερο μερικά σύνολα, καταγγέλλονται σαν εχθροί του κοινωνικού συνόλου και επικίνδυνοι για τη συνοχή του. Ο υποτιθέμενος εχθρός του κρατισμού νεοφιλελευθερισμός έχει ανάγκη από ένα υπερσυγκεντρωτικό «επιτελικό» κράτος, η ουσία του οποίου αποκαλύπτεται, όταν έρχεται σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις της πραγματικής πλειονότητας των πολιτών, που, χάρη στα υπερενισχυμένα εκλογικά συστήματα, καταντούν μειοψηφία στη Βουλή.
Δεν ήταν, λοιπόν, μια άτυχη στιγμή της κυβερνητικής πολιτικής ή μια επικερδής πολιτική εκμετάλλευσή της από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ανέδειξαν αυτό το δευτερεύον ζήτημα σε πολιτικά πρωτεύον στη χρονική αυτή συγκυρία. Ήταν το γεγονός ότι, σε ένα ζήτημα που άγγιζε κατά διάφορους και πρόσφορους τρόπους μεγάλο αριθμό πολιτών, συμπυκνωνόταν μερικά βασικά αρνητικά χαρακτηριστικά της κυβερνητικής πολιτικής, που την καθιστούν προβληματική στα μάτια ακόμη και εκείνων που δεν βρίσκονται εκ των προτέρων σε αντίθεση μ’ αυτή. Η σωστή αποτίμηση του επεισοδίου θα ήταν λάθος να τιτλοφορηθεί με το γνωστό «πολύ κακό για το τίποτα». Το αρχαίο «εξ όνυχος τον λέοντα» ταιριάζει πιο πολύ για την περίπτωση.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή