Τρεις γενιές γυναικών κάπου στο Δουβλίνο, κάπου στην Ευρώπη, κάπου δίπλα μας… Η Κέι, η κόρη της, Λορέιν και η εγγονή της, Άμπερ. Μέσα από διαδοχικούς μονολόγους μας αφηγούνται τα γεγονότα μιας χρονιάς που θα αλλάξει άρδην τις ζωές τους και θα επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες τους. Και κάπου στο παρασκήνιο, ο παππούς Τζεμ. Απών στο έργο, αλλά παρών στις ζωές των τριών γυναικών.
Ο Τζεμ της Ελέιν Μέρφι σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή και μετάφραση Χριστίνας Μπάμπου Παγκουρέλη, με τις Μαρία Κανελλοπούλου, Στέλλα Κρούσκα και Βασιλίνα Κατερίνη, παρουσιάζεται κάθε Σάββατο στις 9μμ και κάθε Κυριακή στις 7μμ, στο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134). Ένα έργο τρυφερό, συγκινητικό που αποτελεί ύμνο για τη ζωή με την απουσία – παρουσία του Τζεμ να καθορίζει τις σχέσεις των τριών γυναικών.
Ποια στοιχεία σας γοητεύουν στον Τζεμ;
Ο σκηνοθέτης και συνάδελφος Φώτης Μακρής, μου έστειλε τον Τζεμ την περίοδο που η πανδημία είχε βάλει βίαιο τέλος στις παραστάσεις του έργου «Τζένη Μαρξ», της αείμνηστης φίλης Σοφίας Αδαμίδου σε σκηνοθεσία της Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη. Ένα έργο και μια παράσταση που αγάπησα πολύ, γεγονός που με έκανε να αναρωτιέμαι, πώς θα μπορούσα να περάσω από ένα ιστορικό πρόσωπο σε μια γυναίκα απλή και καθημερινή, «γυναίκα της διπλανής πόρτας». Όταν ξαναδιάβασα το κείμενο, σκέφτηκα πως βασικά μιλάει για τη ζωή, τον θάνατο και τον έρωτα, και πάνω σ’ αυτό το τρίγωνο θα χτίσω την αγάπη μου για το έργο και τις ηρωίδες. Μήπως διαχρονικά, αυτό το τρίπτυχο δεν παράγει τις πιο σημαντικές σχέσεις της ύπαρξης; Με απλό τρόπο λοιπόν ο Τζεμ αφουγκράζεται σημαντικά πράγματα για απλές, σημαντικές με τον δικό τους τρόπο γυναίκες κι αυτό μου άρεσε πολύ, με γοήτευσε!
Ο Τζεμ είναι ταυτόχρονα παρών και απών. Πώς επηρεάζει τη ζωή και τη σχέση των τριών γυναικών;
Ο Τζεμ επηρεάζει καταλυτικά τη ζωή και τη σχέση των τριών γυναικών. Βεβαίως η Κέι, την οποία υποδύομαι, έχει τον πρώτο λόγο μιας και υπήρξε σύντροφος της μια ολόκληρη ζωή. Επαναλαμβάνει συχνά τη φράση «είναι πάντα ο Τζεμ, ο δικός μου ο Τζεμ» αναπολώντας στιγμές της κοινής τους διαδρομής, ευτυχισμένες και χαρούμενες και δύσκολες! Αλλά σημαντικός είναι και για την εγγονή του (σ.σ. Βασιλίνα Κατερίνη): «ποτέ δεν τον είχα σκεφτεί σαν κάτι άλλο εκτός από παππού», λέει δακρυσμένη, κοιτώντας μια παλιά του φωτογραφία όπου ο Τζεμ φοράει παντελόνι καμπάνα κι έχει μούσι, ενώ η μητέρα της (σ.σ. Στέλλα Κρούσκα) θέλει οπωσδήποτε το νεογέννητο αγοράκι της οικογένειας να πάρει το όνομα Τζεμ! Παρών-απών λοιπόν ο Τζεμ με όλους τους τρόπους είναι μια σημαντική παρουσία που με την ύπαρξη, την απώλειά του, αλλά και με τον ερχομό του δισέγγονου του, ενός καινούριου Τζεμ, βάζει την ανεξίτηλη σφραγίδα του!
Οι τρεις γυναίκες μιλούν για σημαντικά γεγονότα της ζωής τους, που τις έχουν επηρεάσει. Τρεις διαφορετικές γενιές γυναικών. Τι τις ενώνει και τι τις χωρίζει; Αυτό το χάσμα γεφυρώνεται σε μια οικογένεια;
Οι ιστορίες των τριών γυναικών τέμνονται και στο τέλος συναντιούνται μέσα από την αγάπη, την αλληλοκατανόηση, την αλληλεγγύη του φύλου, τη φροντίδα και το ενδιαφέρον τους γι’ αυτά που περνούν καθεμιά χωριστά και οι τρεις μαζί. Η Κέι ας πούμε, ενώ διηγείται το δραματικό τέλος του Τζεμ, λέει κοιτάζοντας την κόρη της και τον νέο σύντροφο της: «είναι ωραίο να την βλέπεις ευτυχισμένη τελικά»… Κάτι τέτοια με έκαναν να αγαπήσω την Κει! Αυτή η αγάπη που έχει για όλους!
Πράγμα που το αντιλαμβάνεται και ο θεατής από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου, καθώς βλέπουμε την εξέλιξη αυτής της σχέσης, αλλά και τα σκαμπανεβάσματα.
Ναι, και βλέπουμε επίσης το πώς η Λορέιν, η κόρη της Κέι, αντιμετωπίζει την κόρη της την Άμπερ, με τον τρόπο που η ίδια της η μητέρα την είχε αντιμετωπίσει. Γιατί η Κιέ προστάτευσε την κόρη της, όταν μετά από έναν άτυχο γάμο έμεινε μόνη με ένα παιδί. Την φρόντισε, την στήριξε. Αυτά είναι μερικά θεμελιακά πράγματα που περνούν από τη μία στην άλλη.
Ο Τζεμ είναι ένα έργο που γράφτηκε το 2008 στην Ιρλανδία. Πώς συνδιαλέγεται με την Ελλάδα του 2021;
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Τζεμ έχει παιχτεί με επιτυχία σε πάρα πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Είναι η πιο κατάλληλη εποχή για να μιλήσουμε για την αλληλοστήριξη των γυναικών, είτε πρόκειται για μάνα, κόρη κι εγγονή είτε για φιλία, αλληλεγγύη προς κοινωνικές ομάδες, όπου έχουμε δει τις γυναίκες να πρωτοστατούν, να αγκαλιάζουν παιδιά, να στηρίζουν γυναίκες χωρίς να εκφωνούν μανιφέστα, χωρίς να αναλώνονται πάρα πολύ σε θεωρίες. Οι θεωρίες είναι καλές, είναι εργαλείο όταν αναζητάς την πηγή των προβλημάτων, αλλά αν δεν τις μετουσιώσεις σε πράξη και αληθινή ζωή τι νόημα έχουν;
Ο Τζεμ είναι μια παράσταση που θα ανέβαινε την προηγούμενη σεζόν, αλλά αναβλήθηκε λόγω πανδημίας. Τι σημαίνει να κάνεις θέατρο σε μια εποχή που υπάρχει κοινωνική απομόνωση;
Ζούμε σε μια εποχή όπου υπάρχει η έλλειψη του αγγίγματος, της αγκαλιάς και φόβος. Αυτή η τρομακτική αβεβαιότητα για το αύριο. Κάθε εβδομάδα υπολογίζουμε ότι θα έχουμε θέατρο μέχρι το επόμενο Σαββατοκύριακό μας, γιατί δεν ξέρουμε καθόλου τι μας ξημερώνει. Παρ’ όλα αυτά, το θέατρο είναι τόσο ιαματικό και τόσο σημαντικό. Είναι τόσο ευχάριστο να συναντιέσαι στη σκοτεινή αίθουσα με άλλους ανθρώπους και να υπάρχει αυτό το «κύμα» που πάει από τον ένα στον άλλο. Το νιώθεις έντονα αυτό το συναίσθημα, αυτό το ρευστό πράγμα, αυτή τη ζεστασιά. Και ίσως στο τέλος κουβεντιάζοντας να ανακαλύψουμε κάτι μαζί. Να έχουμε περάσει όμορφα, να γυρίσουμε σπίτι κι ακόμα να το συζητάμε. Να μας έχει αλλάξει, να μας έχει πλουτίσει, να μας έχει κάνει να σκεφτούμε κάτι που πιθανόν να μας είχε διαφύγει. Τα θέατρα πρέπει να μείνουν ανοιχτά. Η σχέση της σκηνής με την πλατεία δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα άλλο, εννοείται ούτε με τις διαδικτυακές προβολές παραστάσεων.
Αισθάνεστε ικανοποιημένη με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες το κράτος;
Όχι βέβαια! Καθόλου ικανοποιημένη. Δυστυχώς, οι τέχνες και ο πολιτισμός δεν ήταν ποτέ στην προτεραιότητα καμιάς κυβέρνησης. Λυπάμαι που το λέω. Ο πολιτισμός εξαντλείται στη φράση: «Ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας μας». Αυτό δεν υποστηρίζεται με κανένα τρόπο. Δεν μπορείς να μιλάς για πολιτισμό όταν έχεις τους ανθρώπους του πεινασμένους στην κυριολεξία και χωρίς καμία αίσθηση φροντίδας από το κράτος. Έχουμε τη χειρότερη υπουργό Πολιτισμού που είχαμε ποτέ. Βλέπετε, είμαι μεγάλη πια και μπορώ να θυμηθώ πολλούς υπουργούς Πολιτισμού. Εξαιρέσεις ήταν μόνο η Μελίνα Μερκούρη και ο Θάνος Μικρούτσικος. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν νομοσχέδια από την εποχή της Μελίνας, που έχουν ισχύ και αντοχή μέχρι σήμερα. Πρέπει να αγαπάς πολύ και επί της ουσίας και τον πολιτισμό και τους καλλιτέχνες. Να μην τους υποτιμάς, να μην τους διασύρεις, να μην τους χρησιμοποιείς, μόνο να τους σέβεσαι.