Macro

Ενεργειακή ακρίβεια: Η ευρωπαϊκή «εργαλειοθήκη» δεν άνοιξε

Την μετάθεση της «καυτής πατάτας» του κόστους ενέργειας στους υπουργούς Περιβάλλοντος της ΕΕ στις 26 Οκτώβρη στο Λουξεμβούργο, αποφάσισαν την περασμένη Πέμπτη οι 27. Έτσι, οι προτάσεις της Επιτροπής έμειναν στην «εργαλειοθήκη» (“toolbox”),ως συνήθως, αφού τα συμφέροντα των 27 δεν συνέπεσαν: διαφορετικές εθνικές ενεργειακές πολιτικές, διαφορετικό ενεργειακό μείγμα κλπ. Μονο οι προτάσεις για την βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας μπήκαν στο τραπέζι, ένα θέμα που καίει 35 εκατ. ευρωπαίους πολίτες δηλαδή άμεσα μέτρα στήριξης για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, κρατικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις, μείωση των φόρων (αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/3 της τελικής τιμής).

Χωρίς μεσοπρόθεσμα μέτρα

Ο φόβος να βγουν ξανά τους δρόμους τα «κίτρινα γιλέκα» ενυπήρχε στην ατμόσφαιρα… Καμία συζήτηση δεν έγινε σε ότι αφορά τη λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αναθεώρηση των κανονισμών της ενεργειακής ασφάλειας προκειμένου να διευκολυνθεί ο διασυνοριακός μηχανισμός αποθήκευσης φυσικού αερίου (ΦΑ). Η Γερμανία προτιμά το ΦΑ, λόγω του North Stream2 και η Γαλλία επιδιώκει η πυρηνική ενέργεια να θεωρείται συμβατή με τους αυστηρούς κανόνες της ευρωπαϊκής τασονομίας. Όλοι συμφωνούν ότι αυτή η κρίση μπορεί να επιδράσει αρνητικά την πορεία της ενεργειακής μετάβασης, αναδεικνύοντας τους κινδύνους που απορρέουν από την ενεργειακή εξάρτηση της Ένωσης, δεν συμπίπτουν όμως οι απόψεις τους σχετικά με τις προσαρμογές στους κανόνες της αγοράς που, έχουν μεν, μέχρι τώρα, καταφέρει να αποφευχθεί ένα γενικό black out, αλλά που οι κρατικές παρεμβάσεις με την στήριξη της ΕΕ δεν θα πρέπει να αποκλειστούν.
Σχετικά με την υιοθέτηση κοινοτικής πολιτικής για την δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων η Επιτροπή στηρίζει την πρόταση της Ισπανίας για κεντρική προμήθεια ΦΑ από ευρωπαϊκό φορεα, που θα έχει ισχυρότερο διαπραγματευτικό βάρος στη διαμόρφωση του κόστους προμήθειας και αποθήκευσης. Ο σκοπός της δημιουργίας «στρατηγικού» αποθέματος, αντίστοιχου εκείνου των ΗΠΑ, είναι ο περιορισμός των επιπτώσεων των διακυμάνσεων των τιμών προμήθειας στην διαμόρφωση των τελικών τιμών. Η πρόταση αυτή ανατρέπει την μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική, πλήρους αυτονομίας των κρατών μελών στην εφαρμογή εθνικών πολιτικών προμήθειας από το εξωτερικό και συναντά αντιστάσεις.
Η τιμή χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος έχει ξεπεράσει το όριο των 200 ευρώ/MWh (+376% σε σχέση με την ιδια περίοδο του 2020). Στην Ελλάδα καταγράφονται αιχμές μέχρι και 320 ευρώ/MWh. Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου (ΦΑ) κατά +630%, ήταν η κυρια αιτία, που σήμερα είναι οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού που χρησιμοποιούν ΦΑ. Το «παράδοξο» αυτό σύστημα επέτρεψε «αναπάντεχα κέρδη» σε παραγωγούς αλλων τεχνολογιών όπως ο λιγνίτης, τα υδροηλεκτρικά και οι ΑΠΕ. Εάν η τιμή χονδρεμπορικής διαμορφωνόταν με βάση το μέσο κόστος των διαφορετικών μονάδων, η τελική τιμή θα ήταν φθηνότερη κατά 39% (καθ. Π. Κάπρος).

Παρεμβάσεις στην αγορά ηλεκτρισμού

Η ριζική αναδόμηση της ελληνικής αγοράς χονδρικής μέσω του «target model» τον Νοέμβριο του 2020 (λειτουργία 4 χρηματιστηριακών συμπληρωματικών αγορών, αντί μιας), μπορεί να βελτίωσε τις «στρεβλώσεις», αλλα σίγουρα δεν ωφέλησε τους καταναλωτές (η σύγκριση 1ου εξάμηνου 2019-2021 καταγράφει αύξηση τιμών κατά +5,3%), επιδεινώνοντας ταυτόχρονα και την σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά 3 μονάδες. Τα παραπάνω συμβαίνουν πριν από την τελευταία έκρηξη των τιμών, που βρίσκουν την χώρα εξαιρετικά αδύναμη, έχοντας αποστερηθεί την απαραίτητη ισχυρή κρατική δυνατότητα παρέμβασης, λόγω πολλαπλών ιδιωτικοποιήσεων στον στρατηγικό τομέα της ενέργειας (ΔΕΗ, ΑΔΜΗΕ, ΔΕΣΦΑ κλπ.).
Η λογική της «εργαλειοθήκης» αναδεικνύει του δισταγμούς της Επιτροπής στην υιοθέτηση ισχυρών παρεμβατικών πρακτικών (διαφορετική πολιτική ακολουθήσε η Επιτροπή στην κρίση προμήθειας ΦΑ μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας το 2006-2009). Σύμφωνα με την Επιτροπή, η τρέχουσα κρίση είναι παροδική και δεν θεωρείται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα δομικού χαρακτήρα, που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ομαλή πορεία υλοποίησης του Green Deal. Η δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση της επιθυμητής κοστολογικής επιβάρυνσης των ορυκτών καυσίμων μέσω των πιστοποιητικών εκπομπών ETS και αποδυναμώνει τους κανόνες ταξινομίας για τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης βιώσιμων επενδύσεων.

Επιμονή στο δρόμο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης των διακυμάνσεων των τιμών των υδρογονανθράκων και των επιπτώσεων στο ενεργειακό κόστος, είναι το «οπλοστάσιο» του Green Deal , δηλαδή χρήση ενεργειακών πηγών χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών άνθρακα και πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης δεν πρέπει να ανατρέψει τον στρατηγικό στόχο απανθρακοποίησης για το 2050. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ περιορίζει το κόστος παραγωγής στο ένα τρίτο του κόστους των μονάδων ορυκτών καυσίμων.
Στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης οι ενεργειακές κρίσεις, αυθόρμητες η εργαλειοποιημενες, θα εκδηλώνονται και θα κορυφώνονται, οσο πλησιάζουμε στις δεσμευτικές ημερομηνίες επίτευξης των κλιματικών στόχων.
Η χώρα μας είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών ορυκτών καυσίμων, δεδομένου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας βασίζεται στο ΦΑ κατά 54,3%, ενώ στις ΑΠΕ κατά 36,1% ( EMBER, Σεπτ. 2021). Στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα ΕΣΕΚ, το βάρος του ΦΑ στην πρωτογενή κατανάλωση ενέργειας δεν υπερβαίνει το 22% και παραμένει περίπου σταθερό στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας. Η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ καθυστερεί και είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο λόγω των δεσμευτικότερων στοχων του FitFor55 (μείωση των εκπομπών στο 55% για το 2030), αλλα και λόγω του χρησιμοποιούμενου διαφορετικού ενεργειακού μείγματος, που καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη την επίτευξή των στόχων της απανθρακοποίησης στους επιθυμητούς χρόνους.
Την παραμονή της συνέλευσης για το κλίμα COP26 στην Γλασκώβη, τον επόμενο μήνα, το σενάριο της ενεργειακής μετάβασης προς τη απανθρακοποίηση, δεν είναι καθόλου αισιόδοξο.
Σύμφωνα με το UNEP (Οργανισμός του ΟΗΕ για το κλίμα), οι πολυεθνικές εταιρίες σχεδιάζουν να παράξουν το 2030 διπλάσια ποσότητα ορυκτών καυσίμων απ’ όση είναι συμβατή με τους στόχους συγκράτησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη στο επίπεδο του 1,5ο Κελσίου!
Οι εξορύξεις ορυκτών καυσίμων και η χρήση τους πρέπει άμεσα να ξεκινήσουν να περιορίζονται σταθερά, προκειμένου να αποφευχθεί η χειρότερη κλιματική καταστροφή.

Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.

Πηγή: Η Εποχή