Macro

Μανώλης Φραγκιαδουλάκης: Από την αγροτική οικονομία στον τουρισμό – Προσδοκίες και αναθεωρήσεις σε μια τουριστικά αναπτυγμένη κοινότητα της Κρήτης Μανώλης Φραγκιαδουλάκης: Από την αγροτική οικονομία στον τουρισμό – Προσδοκίες και αναθεωρήσεις σε μια τουριστικά αναπτυγμένη κοινότητα της Κρήτης

Ο κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός που συντελέστηκε στην κοινότητα του Λιμένα της Κρήτης από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 συνέβαλε στη συγκρότηση της τοπικής ταυτότητας, στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης, στον τρόπο που βιώνεται από τον ντόπιο πληθυσμό η τοπική ιστορία, καθώς και στον τρόπο που προσλαμβάνεται η έννοια της «ανάπτυξης». Εντός των γεωγραφικών του ορίων αποτυπώνονται διασυνδέσεις και σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε υποκείμενα, κοινωνικές ομάδες και επιμέρους χωρικές ενότητες. Πρόκειται για διαφορετικά συμφέροντα (ατόμων, κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων και συλλογικοτήτων), τα οποία διαγκωνίζονται μεταξύ τους, καθορίζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό την άσκηση της επιχειρηματικότητας, θέτοντας όμως την ίδια στιγμή το συμφέρον της κοινότητας υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Στη σκέψη πολλών κατοίκων της κοινότητας, ο Λιμένας αντιπροσωπεύει ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που στηρίζεται στην αποδοχή ισορροπιών, η οποία σχετίζεται άμεσα με τις τουριστικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην κοινότητα και τα ατομικά συμφέροντα που τις συνοδεύουν και από μια άποψη τις καθορίζουν. Οι τουριστικές δραστηριότητες, ανταγωνιστικές από τη φύση τους, αυτόματα θα ενεργοποιούσαν τις δυνάμεις εκείνες που θα διατάρασσαν τις υπάρχουσες ισορροπίες στο εσωτερικό της κοινότητας και θα έθεταν σε κίνδυνο το αναπτυξιακό της μοντέλο και, κατά συνέπεια, την ύπαρξή της ως «παγκόσμιας» κοινότητας και ως δημοφιλούς τουριστικού προορισμού που αποτελεί «πρότυπο» τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης.
Πριν την έλευση του τουρισμού, η κυριότερη ασχολία των κατοίκων του ήταν η γεωργία και κατά δεύτερο λόγο η αλιεία. Ως ένα μικρό αγροτικό χωριό της ανατολικής Κρήτης, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ντόπιων κατοίκων του, ο Λιμένας ήταν «μια παρθένα περιοχή», «μια πινελιά του Θεού» και μια περιοχή «γεμάτη αλάνες, παλιά περιποιημένα σπίτια που έδιναν ένα ιδιαίτερο χρώμα». Ο κόσμος του «ήταν τελείως διαφορετικός. Υπήρχαν επισκέψεις σε φιλικά σπίτια και οι κάτοικοι ήταν αλληλέγγυοι. Με την έλευση του τουρισμού και των νέων ιδεών, αλλά και με τον πακτωλό των χρημάτων που αποκτήθηκαν από τον τουρισμό, οι κοινωνικές σχέσεις εκμηδενίστηκαν».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, που η παραλιακή ζώνη αποτέλεσε ισχυρό τουριστικό πόλο, συντελείται ο μετασχηματισμός του οικονομικού παραγωγικού ιστού, με τον τριτογενή τομέα να κυριαρχεί στην τοπική οικονομία. Λόγω της υψηλής απόδοσης των τουριστικού τύπου επιχειρήσεων, σε σχέση με τη γεωργία, ένα μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού της γεωργίας και του ντόπιου πληθυσμού στράφηκε στον τουρισμό, με αποτέλεσμα η τοπική κοινωνία να προσανατολιστεί στον τριτογενή τομέα της οικονομίας και στη «βιομηχανία αναψυχής», χωρίς όμως, από την άλλη πλευρά, να υπάρξει η σχετική πρόβλεψη για τα όρια της στροφής αυτής.

Στην κοινωνική πραγματικότητα του Λιμένα, ο τουρισμός και η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας επιτάχυναν τις διαδικασίες μετάβασής του από το «αγροτικό» παρελθόν στο «τουριστικό» παρόν του, καθορίζοντας παράλληλα και το πλαίσιο της εν λόγω μετάβασης: ανάπτυξη = τουρισμός / υπανάπτυξη = αγροτική οικονομία. Η προαναφερόμενη σχέση αφορά κυρίως στο αναπτυξιακό αφήγημα της κοινότητας, το οποίο, βασισμένο στο μοντέλο του μαζικού τουρισμού, διαιωνίζεται χωρίς ουσιαστικές αντιπαραθέσεις στον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται εντός της κοινότητας, ενισχύοντας τους δεσμούς εξάρτησής της με τα μητροπολιτικά κέντρα προέλευσης τουριστών. Επιπρόσθετα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (τοπική κοινωνία, επιχειρηματίες, συνδικαλιστικοί φορείς, συλλογικότητες κ.λπ.) φαίνεται να υποβαθμίζουν το γεγονός ότι η όποια ανάπτυξη είναι ζήτημα εθνικών και διεθνών συμφερόντων. Στον τουρισμό υφίσταται ένα «παιχνίδι» οικονομικών και πολιτικών συσχετισμών που, ενώ αποσκοπεί στην άμβλυνση των ανισοτήτων, δημιουργεί νέες.

Συμπερασματικά, οι αναφορές στις έννοιες του «τουρισμού», της «επιχειρηματικότητας» και της «ανάπτυξης» από την κοινότητα συνδέονται μόνο με τις θετικές πλευρές της τουριστικής ανάπτυξης, όπως επιβάλλει το συμφέρον της. Η έμφαση που δίνεται, για παράδειγμα, στη βελτίωση το βιοτικού επιπέδου (μία μόνο όψη της αλλαγής που συντελέστηκε με την έλευση του τουρισμού) αποδυνάμωσε τις όποιες κριτικές που υποστήριζαν ότι οι μεταβολές που συντελέστηκαν στο οικονομικό πεδίο δεν ήταν ικανές να μετατρέψουν παγιωμένες σχέσεις και συμπεριφορές, αλλά κυρίως δεν ήταν ικανές να αντιστρέψουν τη σχέση εξάρτησης μεταξύ των χωρών προέλευσης και των χωρών υποδοχής.

Η ανάδειξη και η ανατροφοδότηση της «τοπικότητας» μέσα από αναδιανεμητικά πρότυπα, αμφίδρομες πρακτικές «ισοδύναμων ανταλλαγών» και διαδραστικών δικτύων επικοινωνίας μεταξύ τουριστών, τοπικής κοινωνίας και επιχειρηματιών, που λειτουργούν ως «συμβολικό τουριστικό κεφάλαιο», είναι το ζητούμενο για την τοπική κοινωνία. Πρόκειται για μια διαδικασία αναστοχασμού, μετασχηματισμού και τελικά ενσωμάτωσης των τοπικών κοινωνιών στον σύγχρονο κόσμο, στη βάση των οποίων παγιωμένες αντιλήψεις σχετικά με το τι συνιστά «ανάπτυξη» οδεύουν προς αναθεώρηση: Η ανάπτυξη δεν είναι απλώς θέμα μεγέθυνσης οικονομικών δεικτών και επίτευξης πλεονασμάτων, αλλά είναι πρώτιστα μια έννοια στενά συνδεδεμένη με θέματα κοινωνικής δομής, πολιτισμού, σχέσεων εξουσίας και πολιτικών επιλογών, άμεσα συναρτώμενων με τη συλλογική ταυτότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο τουρισμός, ως μέσο και εργαλείο καπιταλιστικής ανάπτυξης των οικονομικά ισχυρών δυτικών κοινωνιών, παύει να είναι παράγοντας ανάπτυξης και μετατρέπεται σε εκφραστή υλικών, νομικο-πολιτικών και ιδεολογικών μορφών που στηρίζεται περισσότερο στην εκμετάλλευση των πόρων της εκάστοτε κοινότητας υποδοχής. Υπό αυτή την έννοια, στον Λιμένα δεν υπάρχει «καθαρή» παραγωγή ούτε «καθαρή» οικονομία (Althusser (1990: 66), με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να επαναπροσδιορίσει τη θέση του στο παγκόσμιο τουριστικό σύστημα και, τελικά, ο μετασχηματισμός του με όρους «βιώσιμης» ανάπτυξης να παραμένει συνεχώς ημιτελής.

Althusser L. (1990) [1976], «Θέσεις», Αθήνα: Θεμέλιο

* Ο δρ. Μανώλης Φραγκιαδουλάκης είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, επιστημονικό στέλεχος ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

Η ΑΥΓΗ