Σε άρθρο που είχε δημοσιευτεί μόλις μία εβδομάδα μετά το έγκλημα των Τεμπών («Θανάσιμη παγίδα για τις λαϊκές τάξεις» – «Εφ.Συν.», 7.3.2023) είχα εξηγήσει (κατά τρόπο συνοπτικό, εννοείται) τις βαθύτερες ιστορικές συνθήκες αλλά και τις ευθύνες του σύγχρονου κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος που είχαν οδηγήσει στο έγκλημα. Πρόκειται για πολιτικό έγκλημα, οργανικά εμπλεκόμενο με δομές του ελληνικού καπιταλισμού που αναπαράγουν στο διηνεκές τις κοινωνικές ανισότητες κατά τρόπο καταστροφικό για τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις – και κατά τούτο η πλήρης διερεύνησή του και η απόδοση ευθυνών είναι αναμφίβολα ζήτημα κρίσιμης πολιτικής σημασίας. Θα ήταν παράλογο όμως να θεωρήσουμε ότι το έγκλημα των Τεμπών ταυτίζεται με ολόκληρη τη σύγχρονη ελληνική πολιτική.
Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, όταν βγήκαν στη δημοσιότητα τα νέα στοιχεία που αφ’ ενός συγκλονίζουν με τη φρικαλεότητα της τραγικής εμπειρίας και αφ’ ετέρου λειτουργούν αποκαλυπτικά ως προς τις προσπάθειες συγκάλυψης των ευθυνών, η ελληνική πολιτική αντιπαράθεση τείνει να καταστεί σχεδόν μονοθεματική. Το κόμμα της συνηγόρου των συγγενών των θυμάτων εκτινάχτηκε δημοσκοπικά και, γενικότερα, η αντιπολιτευτική πρακτική τόσο εναντίον της κυβέρνησης όσο και στις σχέσεις και πιθανές συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων τείνει να επικαθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από την υπόθεση των Τεμπών.
Ταυτόχρονα, εμφανίστηκε ένα σημαντικό λαϊκό κίνημα, η ισχύς του οποίου εκδηλώθηκε κυρίως με τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου και της 28ης Φεβρουαρίου – ιδίως με τις δεύτερες. Τούτο το λαϊκό κίνημα, γνωστό ως κίνημα των Τεμπών, είναι μια διόλου ευκαταφρόνητη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ιδεολογία είναι ότι σε πραγματικότητες πάντα στηρίζεται, αλλά κατά τρόπο συχνά αποπροσανατολιστικό.
Η ιδεολογική ταυτότητα όσων συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις διακρίνεται από δύο κύρια χαρακτηριστικά. Πρώτον, σε τεράστιο βαθμό δεν είναι οπαδοί ή μέλη κάποιου συγκεκριμένου κόμματος. Δεύτερον, όμως, μακράν του να είναι «απολιτικοί», έχουν μια αντισυστημική στάση με την ουσιαστική σημασία του όρου. Οσα αναφέρω στην αρχή ο πολύς κόσμος τα γνωρίζει βιωματικά. Ξέρει ότι η άθλια κατάσταση στις δημόσιες συγκοινωνίες που ευθύνεται για το έγκλημα είναι συνέπεια της συνειδητής αδιαφορίας του καθεστώτος εν γένει και της κυβέρνησης της Ν.Δ. ειδικότερα για τη ζωή και την ασφάλεια των ανθρώπων των λαϊκών τάξεων. Το πρωτοφανές σε μέγεθος πλήθος των συγκεντρώσεων, όμως, δεν θα μπορούσε από μόνο του να αποτελεί οργανωμένο κίνημα. Κατά συνέπεια, η οσοδήποτε αντισυστημική ιδεολογική ταυτότητα των διαδηλωτών παραμένει ακριβώς αυτό: η ιδεολογική στάση των ατόμων που συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου.
Υπάρχουν οι οργανωμένες συλλογικότητες των συγγενών των θυμάτων. Η ανυπέρβλητη οδύνη αλλά και η απολύτως δικαιολογημένη οργή που αισθάνονται όμως δεν συγκροτούν ιδεολογική ταυτότητα. Επί πλέον, η φαρισαϊκή συγκατάβαση με την οποία αντιμετωπίζονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ έχει δύο πλευρές. Από τη μία, τους παρέχεται βήμα στη δημόσια σφαίρα. Από την άλλη, όμως, αυτή ακριβώς η εικόνα των ψυχικά συντετριμμένων συγγενικών προσώπων προσκτάται και τον χαρακτήρα του «ακαταλόγιστου»: «Σεβόμαστε τον πόνο τους, αλλά…» Η διττή ιδεολογική χρήση της υπόθεσης των Τεμπών δεν περιορίζεται στην αντιμετώπιση των συγγενών των θυμάτων, δυστυχώς.
Ο τρόπος με τον οποίο ασκούν ιδεολογική εξουσία οι κυρίαρχες κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις δεν συνίσταται μόνο στη διαστρέβλωση ή παραποίηση της πραγματικότητας. Συχνά ο ιδεολογικός αποπροσανατολισμός επιτυγχάνεται και με την επικέντρωση της προσοχής του κόσμου σε ζητήματα που μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικά μεν, αλλά των οποίων οι πιθανές επιπτώσεις είναι σε μεγάλο βαθμό ελέγξιμες από το ίδιο το καθεστώς. Ο «έλεγχος» εν προκειμένω δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι το κυβερνών κόμμα της Δεξιάς διαθέτει την πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο. Οι μονοθεματικές πολιτικές καταστάσεις παρέχουν στο καθεστώς μια σημαντική επικοινωνιακή ευκαιρία. Οπως και με τα μνημόνια, η κυβέρνηση της Δεξιάς έχει στη διάθεσή της το «ατού» της θεωρίας των δύο άκρων. Κατά το διάστημα 2012-2015, η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και οι επικοινωνιακές δυνάμεις που τη στήριζαν ταύτιζαν την αντιμνημονιακή Αριστερά με την «αντιμνημονιακή» Χρυσή Αυγή, αποδίδοντας την αντιμνημονιακή στάση στην «εξαλλοσύνη» τόσο της μεν όσο και της δε.
Τότε όμως υπήρχε μια ισχυρή Αριστερά, και παρά την επικοινωνιακή της υπεροπλία η Δεξιά τελικά έχασε. Τώρα, με μια ολοσχερώς ηττημένη και διαλυμένη Αριστερά, ο ιδεολογικός χειρισμός της υπόθεσης των Τεμπών είναι πανεύκολος για τη Δεξιά. Η «εξαλλοσύνη» της αντιπολίτευσης της προσφέρεται έτοιμη στο πιάτο από την πρόταση που καταθέτουν στη Βουλή τέσσερα κόμματα αμφίβολης σοβαρότητας και ακροδεξιού προσανατολισμού.