Όταν είσαι αμφίθυμος απέναντι σε κάτι, ο άλλος που το θέλει με όλη του την καρδιά έχει περισσότερες πιθανότητες τόσο να το πάρει όσο και να το διατηρήσει. Αν μη τι άλλο ξεκινάει με ένα πλεονέκτημα, σε ανταγωνίζεται με ένα πλεονέκτημα. Φτάνοντας στην εξουσία ο μη αριστερός μόνο να κερδίσει έχει. Ο αριστερός πάλι, από τη στιγμή που ξεκινά να έχει στα χέρια του την οποιαδήποτε εξουσία, αρχίζει και να λερώνεται. Ψέματα· έχει ήδη λερωθεί στην πορεία για να φτάσει ως εκεί, έχει ήδη προφτάσει να εκπέσει στα μάτια συντρόφων του, το αξιακό του πλεονέκτημα έχει ήδη αρχίζει να ξεθωριάζει, έχει ήδη σταλεί στo πυρ το εξώτερον από τους καθαρότερους ιδεολογικά, εκείνους που δεν θα συμβιβαστούν ποτέ και με τίποτα.
Η πραγματικότητα σημαίνει πάντα λέρωμα. Δεν γίνεται αλλιώς. Σημαίνει αναντιστοιχία ανάμεσα στην πραγματικότητα που οραματίστηκες και έταξες και την πραγματικότητα που σε περιμένει στη γωνία να σε δείρει ανελέητα. Για αυτό και η πραγματικότητα παίζει πάντα με τους άλλους. Μα οι άλλοι δεν είναι ανακόλουθοι; Φυσικά και είναι. Αλλά πρόκειται για μια αναντιστοιχία πραγματιστική, λόγου και έργου, υπόσχεσης και αποτελέσματος. Μπορεί να έχουν τάξει ένα πράγμα και να μην έχει γίνει, αλλά ως εκεί. Δεν εκπλήρωσαν κάτι που υποσχέθηκαν, θα κριθούν για αυτό, αλλά θα κριθούν πολιτικά. Δεν παίζεται η ψυχή τους στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Και είναι σε γενικές γραμμές πολύ ΟΚ με τo πώς λειτουργεί ο κόσμος. Πάντα υπάρχει περιθώριο για να λειτουργεί ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνσή τους και όντως δουλεύουν προς το σκοπό αυτό, αλλά ξανά ως εκεί. Ο αριστερός όμως θα ήθελε ο κόσμος να υπακούει σε ένα δέον. Και στραβώνει πολύ όταν αυτό δεν ισχύει. Γιατί να μην ζούμε σε έναν καλύτερα καμωμένο κόσμο; Γιατί κερδίζουν οι κακοί;
Η εκδοχή της Αριστεράς που έφτασε πριν μια δεκαετία να κυβερνά τη χώρα, ακόμα κι αν κριθεί πολύ πιο θετικά απ’ την Ιστορία από ό,τι κρίθηκε στην εποχή της (κάτι αρκετά πιθανό), έπεσε στα μάτια των ψηφοφόρων γιατί δεν έφτασε σε κανένα από τα δύο άκρα: ούτε αρκετά αδίστακτη αποδείχτηκε, ούτε όμως και καμία Παναγία. Και στο συγκεκριμένο θεσμικό περιβάλλον, με τη συγκεκριμένη στάση των ΜΜΕ και τη συγκεκριμένη στάση της Δικαιοσύνης, έτρεμε, ως Κυβέρνηση στην αρχή και ως Αξιωματική Αντιπολίτευση στη συνέχεια, μην της καταλογίσουν ότι δεν είναι αρκετά σεβαστική, ότι δεν έπαιζε τηρώντας με τους κανόνες. Κι έτσι αφέθηκαν να παίζουν μόνοι τους εκείνοι, χωρίς να τηρούν κανέναν άλλο κανόνα, παρά μόνο εκείνον που υπαγόρευε: διαλύστε τον αντίπαλο. Με τόση άπλετη εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη, με τόσο ολοκληρωτικό σέβας προς τα πρόσωπα που ενσάρκωναν τους θεσμούς με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο, με τόσους χαριεντισμούς με δημοσιογράφους που δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά την πιο χυδαία προπαγάνδα, κι όσα έγιναν λίγα είναι.
Μόνο μια φορά το κόμμα που κάποτε κυβέρνησε αποφάσισε να φανεί αληθινά αδίστακτο: δυο χρόνια πριν, ξεμπερδεύοντας με τον ιό που είχε εισβάλει στο σώμα του και είχε εκλεγεί πρόεδρός του, πετώντας τον έξω και μην επιτρέποντάς του καν να ξαναβάλει υποψηφιότητα. Κι αν υπάρχει κάποιο τελικό παράδοξο εδώ, είναι ότι ακόμα κι αυτό έγινε στο όνομα της επαναφοράς μια ιδεολογικής καθαρότητας που λερώθηκε. Γιατί τελικά η καθαρότητά σου ήταν η υπέρτατη αξία σου, κι όταν ο λαός που έπαψε να υπηρετεί το δέον στο γενικό εκλογικό σώμα, έφτασε να μην το υπηρετεί μέσα και στο ίδιο σου το κόμμα, τότε το μαγαζί σου αποφάσισες να το κρατήσεις καθαρό. Δημοκρατία ημίχρονο – Καθαρότητα τελικό.
Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά δεν αφορούν πια κανέναν. Μόνο τους μικρομαγαζάτορες. Το παιχνίδι παίζεται μεταξύ Δεξιάς και Ακροδεξιάς κι όλα τα άλλα έχουν γίνει χίλια μύρια κακοφορμισμένα κομμάτια. Δεν κέρδισαν απλώς. Μας κατασπάραξαν. Ας το αποδεχτούμε. Δεν υπάρχει ελπίδα στο να ενωθούν πάλι όλοι μαζί, δεν υπάρχει ελπίδα στο να διασπαστούν σε χίλια νέα καθαρότερα κομμάτια. Δεν υπάρχει ελπίδα, τελεία.