Εχει περάσει ένας μήνας από τότε που ο πρωθυπουργός φωτογραφήθηκε με παρέα κατά την ποδηλατική εκδρομή του στην Πάρνηθα, χωρίς μάσκα και χωρίς τήρηση αποστάσεων. Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι μια εικόνα που έχει αποτυπωθεί βαθιά στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας – δεν έχει ξεχαστεί και μάλλον ούτε πρόκειται.
Εμπεριέχει έναν συμβολισμό που δεν αναιρείται από την πρωθυπουργική «αυτοκριτική» και που είναι τόσο ισχυρός ώστε να μας κάνει να αμφιβάλλουμε σοβαρά για την ειλικρίνεια των περί «ανεμελιάς» λόγων του. Αλλωστε δύσκολα πιστεύουμε ότι ακόμη και το συγκεκριμένο άτομο είναι τόσο αφελές ώστε να μην είχε προβλέψει μετά βεβαιότητος την αστραπιαία και ευρύτατη δημοσιοποίηση της εν λόγω φωτογραφίας. Μάλλον επρόκειτο για σκόπιμο συμβολισμό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τούτη την πράξη φαίνεται πως εφάρμοσε έναν ιδιότυπο ορισμό του «κυρίαρχου». Κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει όχι πότε και ποιοι υπήκοοι εξαιρούνται από τα δικαιώματα που προστατεύει ο νόμος, αλλά πότε και ποιοι (ο εαυτός του και η παρέα του, εν προκειμένω) εξαιρούνται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο νόμος.
Ο επιδιωκόμενος συμβολισμός, όμως, έχει και περαιτέρω σημασιολογικές εξειδικεύσεις. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού των κινήσεων των πολιτών, με τις ολέθριες οικονομικές επιπτώσεις και με τις ασφυκτικές συνέπειες στην καθημερινότητα των ανθρώπων, υποτίθεται (και, έως έναν βαθμό, όχι απλώς «υποτίθεται») πως λαμβάνονται με στόχο την προστασία της υγείας των πολιτών. Το «κακό παράδειγμα» που έδωσε ο πρωθυπουργός με την περιβόητη φωτογραφία προφανώς δεν αποσκοπούσε στο να παροτρύνει τους πολίτες να μη μετέχουν στην προσπάθεια που γίνεται για την προστασία της δημόσιας υγείας αψηφώντας τα περιοριστικά μέτρα. Ο στόχος ήταν να τονιστεί η άλλη πλευρά των μέτρων – ήτοι η κατασταλτική. Τα μέτρα ως καταστολή – που δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τον πρωθυπουργό. Ο πρωθυπουργός επιβάλλει την καταστολή, δεν την υφίσταται.
Στην παρούσα κατάσταση δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με αντιδημοκρατικές εκτροπές της κυβέρνησης της Δεξιάς. Αλλά με μια συνθήκη κατά την οποία η Δεξιά επαναπροσδιορίζει στην πράξη τους όρους άσκησης της εξουσίας στη νεωτερικότητα. Η κρατική εξουσία δεν ασκείται πλέον στο όνομα του «κυρίαρχου λαού», αλλά σε εκείνο του προ–νεωτερικού ηγεμόνα, ο οποίος ευρίσκεται υπεράνω των νόμων, καθ’ ότι είναι εκείνος που τους θεσπίζει.
Κι αν αυτό είναι μια ανεπαίσθητη λεπτομέρεια εφ’ όσον συμβαίνει στο επίπεδο της ιδεολογίας, δεν είναι τόσο ανεπαίσθητο ό,τι εκτυλίσσεται στο επίπεδο της ίδιας της κρατικής εξουσίας. Τούτη τείνει να προσλαμβάνει όλο και περισσότερο κατασταλτικό χαρακτήρα. Και αυτό όχι περιστασιακά – δεν αναφέρομαι δηλαδή απλώς σε κάποια σκλήρυνση της αστυνομικής συμπεριφοράς στην επέτειο του Πολυτεχνείου ή του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Προγραμματικά – οι προτεραιότητες ως προς τα κρατικά κονδύλια είναι στην ενίσχυση της αστυνομίας και του στρατού και όχι των υπηρεσιών υγείας.
Παρατηρείται, όμως, το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο. Παρ’ ότι η σύγχρονη κρατική εξουσία τείνει να προσομοιάζει σε εκείνην του απολυταρχισμού όσον αφορά τη νομιμοποίησή της στο πρόσωπο του ηγεμόνα και την έμφαση στην καταστολή, από την άλλη δεν παύει να ανήκει στο ευρύτερο νεωτερικό –ήτοι νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό– σύστημα εξουσίας. Οφείλει λοιπόν να διατηρεί τον παραγωγικό χαρακτήρα της νεωτερικής εξουσίας – όπως τούτος καθίσταται αντιληπτός πρώτα και κύρια από τον παραγωγικό χαρακτήρα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
Επί πλέον, ο νεοφιλελευθερισμός, παρ’ ότι στη ρητορική του ομνύει στο όνομα του «λιγότερου κράτους», στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά αγνοεί τη σπουδαιότητα του τελευταίου. Απλώς –ιδίως σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, τον «ορντοφιλελευθερισμό»– το εξαναγκάζει να λειτουργεί ρυθμιζόμενο από την οικονομία της αγοράς.
Ο κατασταλτικός χαρακτήρας του σύγχρονου (ελληνικού, αλλά όχι μόνο) κράτους, λοιπόν, καθίσταται ταυτόχρονα παραγωγικός ακολουθώντας τα πρότυπα της καπιταλιστικής οικονομίας. Οπως η τελευταία, μεταξύ άλλων, παράγει τεχνητές ανάγκες που «πρέπει» να ικανοποιήσει, η κρατική καταστολή αντίστοιχα παράγει… τεχνητά αδικήματα που «πρέπει» να καταστείλει.
Ισως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργηθεί ειδικό σώμα για την αστυνόμευση των πανεπιστημίων. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο και τα υπάρχοντα αστυνομικά σώματα επαρκούν για τα όντως ποινικά αδικήματα που τυχόν διαπράττονται σε πανεπιστημιακούς χώρους. Η συγκρότηση νέου σώματος αποσκοπεί στη συγκρότηση νέων «πανεπιστημιακών αδικημάτων». Ειρηνικές φοιτητικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις, απεργιακές κινητοποιήσεις του διδακτικού και του διοικητικού προσωπικού, θα είναι τα νέα «αδικήματα» που θα διώκονται από την «παραγωγική καταστολή». Ακόμα χειρότερα, θα «προλαβαίνονται» από μια ήδη παρούσα αστυνομία που θα ελέγχει τη «νομιμοφροσύνη» των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας ζητώντας ταυτότητες όπως οι μπάτσοι επί χούντας.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών