Συνέντευξη στη Μίνα Κωστοπούλου
* Δεσμευθήκατε ότι τα σχολεία θα ανοίξουν και το 2017-18 χωρίς κενά. Πρόκειται για ένα στοίχημα δύσκολο, που μόλις πέρυσι επετεύχθη έπειτα από δεκαετίες. Με τα κονδύλια για τις προσλήψεις αναπληρωτών εξαντλημένα, πώς θα το καταφέρετε;
Το στοίχημα είναι πράγματι δύσκολο, αλλά, όπως αποδείχθηκε φέτος, μπορεί να κερδηθεί. Το υπουργείο Παιδείας διαθέτει και τον μηχανισμό και τις ετοιμότητες που χρειάζονται. Έχουμε ήδη δρομολογήσει όλες εκείνες τις ενέργειες οι οποίες θα συμβάλουν στον έγκαιρο και συστηματικό προγραμματισμό με στόχο την πλήρη λειτουργία των σχολείων Ειδικής και Γενικής Αγωγής. Θα επαναλάβουμε λοιπόν και φέτος την περσινή «συνταγή», φροντίζοντας να αντιμετωπίσουμε τις δυσλειτουργίες που έχουν φανεί στο μεταξύ. Ταυτόχρονα, θα πάρουμε νέες πρωτοβουλίες, που θα ενισχύσουν παραπέρα το δημόσιο σχολείο. Αναφέρομαι στην επέκταση του ολοήμερου σχολείου στα μονοθέσια, διθέσια και τριθέσια δημοτικά σχολεία. Για το 2017, άλλωστε, έχουμε περισσότερα κονδύλια, που θα τα αξιοποιήσουμε με πιο ορθολογικό τρόπο. Επίσης, σύντομα θα υπάρξουν οι ανακοινώσεις για θέσεις μόνιμων διορισμών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
* Πώς θα ενισχύσετε τις παιδαγωγικές λειτουργίες του ολοήμερου;
Το ολοήμερο σχολείο επιτελεί σημαντική παιδαγωγική λειτουργία, δεν πρέπει να λειτουργεί απλώς ως «παιδοφυλακτήριο». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πλέον ενσωματώνεται στο σχολικό πρόγραμμα και ότι η ευθύνη για τη λειτουργία του περνάει στον Σύλλογο Διδασκόντων. Εξυπακούεται ότι το μεσημεριανό πρόγραμμα θα είναι διαφοροποιημένο, πιο ανάλαφρο, σε σχέση με το πρωινό, αυτό όμως δεν μειώνει την παιδαγωγική του αξία. Μετά το γεύμα, θα υπάρχει ώρα μελέτης και στη συνέχεια τα παιδιά θα μπορούν να επιλέξουν να ασχοληθούν με μια σειρά από δραστηριότητες (πληροφορική, ξένη γλώσσα, θεατρική αγωγή, πολιτιστικοί όμιλοι δραστηριοτήτων, μουσική, εικαστικά κ.λπ). Υπάρχουν βέβαια πολλά ζητήματα να λυθούν ακόμη, αλλά η αντιμετώπισή τους βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές μας.
* Πότε θα ξεκινήσει η αυτοαξιολόγηση και πώς ακριβώς θα εφαρμοστεί; Πώς θα πείσετε τους εκπαιδευτικούς που έχουν βιώσει τις απολύσεις από την προηγούμενη αξιολόγηση, να συμμετάσχουν;
Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας θα ξεκινήσει με το νέο σχολικό έτος. Οι τραυματικές εμπειρίες από παρόμοιες προσπάθειες στο παρελθόν έχουν δημιουργήσει εύλογη δυσπιστία στους εκπαιδευτικούς. Το κατανοούμε. Η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας όμως μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις του εκπαιδευτικού έργου. Δεν θα πρέπει να παραιτηθούμε από την προσπάθεια να της προσδώσουμε θετικό πρόσημο, εξαιτίας των στρεβλώσεών της στο παρελθόν. Άλλωστε, η εμπειρία στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ είναι, μάλλον, θετική στο σύνολό της. Προφανώς δεν μιλάμε για επανάληψη διαδικασιών του παρελθόντος με μικρές προσαρμογές. Η αυτοαξιολόγηση για την οποία συζητάμε είναι μια διαδικασία που δεν θα επιβληθεί αυθαίρετα από το υπουργείο, αλλά θα διαμορφωθεί έπειτα από διαβούλευση με τους εκπαιδευτικούς. Πρόκειται ουσιαστικά για θεσμοθέτηση μιας εσωτερικής διαδικασίας του συλλόγου διδασκόντων. Τα οφέλη που αναμένουμε να προκύψουν είναι πολλαπλά: Καταρχάς αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στη συνεχή προσπάθεια των εκπαιδευτικών και των σχολείων μας προς την αυτοβελτίωση. Επιπλέον, δημιουργεί έναν δίαυλο, ώστε να διαχέονται οι καλές πρακτικές και οι πρωτοβουλίες που παίρνουν οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία, οι οποίες δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστές έως τώρα. Και τέλος, είναι μια ευκαιρία να καταγραφούν οι παραλείψεις της Πολιτείας και οι ανάγκες που θα έπρεπε να λάβει υπόψη σε έναν σοβαρό προγραμματισμό.
* Θα εντάξετε την Α΄ Λυκείου στην υποχρεωτική εκπαίδευση;
Πάγια θέση της Αριστεράς είναι η διεύρυνση κατά το δυνατόν της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ξεκινώντας από την ενίσχυση της υποχρεωτικής διετούς φοίτησης των προνηπίων και νηπίων στο Νηπιαγωγείο. Αν τώρα αυτό σημαίνει υποχρεωτική Α’ Λυκείου ή υποχρεωτικό ολόκληρο το Λύκειο, αν η διεύρυνση θα γίνει σταδιακά ή όχι, θα το δούμε. Περιμένουμε άλλωστε και τις προτάσεις του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για τη συνολική αναμόρφωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το πιο σοβαρό ζήτημα κατά τη γνώμη μου είναι η αναβάθμιση των τελευταίων τάξεων του Λυκείου. Εκεί είναι που το πρόβλημα είναι πιο οξύ, με αποτέλεσμα συχνά οι καταστάσεις που διαμορφώνονται να είναι οριακές.
* Τι αλλαγές χρειάζονται στα μαθήματα της Β΄ και Γ΄ Λυκείου, και τι αλλάζει στο απολυτήριο;
Στόχος είναι να υπάρξει ένα αξιόπιστο απολυτήριο λυκείου, το οποίο θα έχει αντίκρισμα στην αγορά εργασίας και θα χρησιμεύσει ως βάση και για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου θα πρέπει να αναβαθμιστούν. Μέχρι την Α’ Λυκείου οι μαθητές θα πρέπει να έχουν αποκτήσει ουσιαστική εγκύκλια παιδεία. Στις επόμενες τάξεις, όμως, το βάρος θα μετατοπίζεται σταδιακά από την ευρύτητα των γνώσεων της γενικής παιδείας στην εμβάθυνση στο γνωστικό πεδίο που επιλέγουν οι μαθητές. Θα πρέπει, δηλαδή, οι μαθητές και οι μαθήτριες να εξοικειώνονται με τη μεθοδολογία έρευνας, με το πώς «δουλεύουμε» μια επιστημονική εργασία, με την κριτική σκέψη κ.λπ. Να προετοιμάζονται, με άλλα λόγια, για τις σπουδές τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Παράλληλα βέβαια να συνεχίζουν να εμβαθύνουν στις εγκύκλιες γνώσεις των προηγούμενων χρόνων και να αποκτούν γενική μόρφωση, περισσότερο μέσα από μια σειρά επιλεγόμενων μαθημάτων. Το Εθνικό Απολυτήριο που θα λαμβάνουν, συνυπολογίζοντας τις επιδόσεις σε όλα τα μαθήματα, θα μπορούσε να είναι το κριτήριο εισαγωγής σε σχολές της Τριτοβάθμιας. Τα μαθήματα της ειδίκευσης θα εξετάζονται πανελλαδικά. Σημασία, όμως, δεν έχουν οι λεπτομέρειες, όσο οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν για την ουσιαστική αναβάθμιση των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου, που σήμερα, δυστυχώς, έχουν μια ιδιαίτερα προβληματική υπόσταση.
* Είναι κοινό “μυστικό” ότι οι αμοιβές ορισμένων καθηγητών από μεταπτυχιακά με υψηλά δίδακτρα μπορεί να φτάνουν στο διπλάσιο του μισθού τους. Μιλάμε για ποσά ακόμη και πάνω από 150 ευρώ την ώρα. Την ίδια στιγμή, μόλις το 30% των μεταπτυχιακών είναι δωρεάν. Δεν θα έπρεπε να υπάρξει ένα ‘ταβάνι’ στα δίδακτρα;
Είναι απαράδεκτο να υπάρχουν τέτοια φαινόμενα. Οι παθολογίες που έχουν παρατηρηθεί αντανακλούν και τα εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν στις διοικήσεις ορισμένων ΑΕΙ, οι οποίες δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ούτε την αποστολή των ΑΕΙ ούτε και τον δικό τους ρόλο στην παροχή μιας ουσιαστικής παιδείας. Έχει, όμως, σημασία να τονιστεί ότι η μεγάλη πλειονότητα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων παρέχουν εξαιρετικές σπουδές και θα ήταν λάθος το απαράδεκτο καθεστώς κάποιων μεταπτυχιακών προγραμμάτων να «καταπιεί» τα υπόλοιπα. Δίπλα σε όσους καθηγητές βλέπουν τα μεταπτυχιακά ως πηγή «πλουτισμού» ας σημειώσουμε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που διδάσκουν επιπλέον ώρες χωρίς καμία πρόσθετη αμοιβή. Την ευθύνη των μεταπτυχιακών πρέπει αυτονόητα να την έχουν τα ΑΕΙ μέσα από τα όργανά τους, όπως είναι και σήμερα. Στόχος του υπουργείου είναι να διασφαλιστεί η δωρεάν παιδεία, η πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων στα μεταπτυχιακά, αλλά και η δυνατότητα λειτουργίας των προγραμμάτων. Στις 14 Ιανουαρίου, στην έκτακτη Σύνοδο Πρυτάνεων θα παρουσιαστεί το συνολικό σχέδιό μας, την αρχική επεξεργασία του οποίου είχε κάνει η Σία Αναγνωστοπούλου.
* Η σίτιση και η στέγαση των φοιτητών αποτελεί διαχρονικό αίτημά τους. Εδώ και πολλά χρόνια, όμως, δεν ρυθμίζεται, παρά μόνο “μεσοβέζικα”. Τι θα κάνετε;
Πληρώνουμε εδώ τα αποτελέσματα αδιαφορίας δεκαετιών. Τα προβλήματα της φοιτητικής μέριμνας θέλουν έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, τον οποίο δεν τολμά καμία κυβέρνηση. Ούτε συνολική εικόνα των αναγκών ή των υπαρχουσών δομών είχαμε. Προχωρήσαμε ήδη στη συστηματική καταγραφή τους, ώστε να έχουμε τη βάση που απαιτεί ένας τέτοιος σχεδιασμός. Φέτος, ακόμη, προχωρήσαμε στη στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικά ομάδων με υποτροφίες της τάξης των 500 ευρώ μηνιαίως για όλη τη διάρκεια των σπουδών τους. Στόχος μας, ωστόσο, είναι να επεξεργαστούμε μια συνολικότερη λύση το γρηγορότερο δυνατόν. Το Ίδρυμα Νεολαίας και Διά Βίου Μάθησης (ΙΝΕΔΙΒΙΜ) έχει αναλάβει να καταθέσει στο υπουργείο οικονομική και διαχειριστική μελέτη, πρώτα για τη σίτιση.
* Σύντομα αναμένεται η απόφαση του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του τρόπου επιλογής στελεχών εκπαίδευσης (νόμος Μπαλτά-Κουράκη). Πληροφορίες που αφήνονται να διαρρεύσουν για την απόφαση -όπως και το σκεπτικό του Γ΄ τμήματος του ΣτΕ- προκρίνουν την ανάγκη να αλλάξει το σύστημα. Φέτος λήγουν οι θητείες των εν ενεργεία στελεχών, στο μεταξύ. Έχετε σχεδιάσει τις αλλαγές που θα χρειαστούν;
Εσείς έχετε πληροφορίες δημοσιογραφικά, το υπουργείο περιμένει την απόφαση για να τη μελετήσει. Δεν γνωρίζουμε την απόφαση. Αφήστε να τη δούμε και φυσικά έχουμε σχέδιο με εναλλακτικές εκδοχές. Όποια απόφαση, όμως, και να βγει δεν πρόκειται να επιφέρει καμία αλλαγή πριν ολοκληρωθεί το σχολικό έτος και οι εξετάσεις θα πραγματοποιηθούν με το υφιστάμενο διοικητικό status.
* Η Νέα Δημοκρατία μιλά για αριστεία, για διασύνδεση με τον ιδιωτικό τομέα, για αξιολόγηση. Με αυτά οι εκπαιδευτικοί του ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούν. Πιστεύετε ότι θα μπορέσουν ποτέ κόμματα με διαφορετικά πλαίσια αξιών να συμφωνήσουν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση;
Είμαι βαθιά πεισμένος ότι δεν είναι δυνατόν να ορθοποδήσει η εκπαίδευση έξω από ένα πλαίσιο συναίνεσης στο οποίο θα συνεννοούνται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Και αυτό γιατί υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά προβλήματα, η λύση των οποίων δεν προϋποθέτει ιδεολογική συμφωνία. Μάλιστα δεν θα πρέπει να την προϋποθέτει. Η παταγώδης αποτυχία των μεταρρυθμίσεων της κ. Διαμαντοπούλου, για παράδειγμα, οφείλεται στο ότι εξασφάλισε συναίνεση στη βουλή με βάση ιδεολογικούς όρους. Φτιάχτηκαν νόμοι και θεσμοί που είχαν στόχο να αποκλείσουν όσους υποψήφιους δεν συμφωνούσαν με τον νόμο. Αυτό που προϋποθέτει η συναίνεση που εμείς επιδιώκουμε είναι η πολιτική βούληση. Ο βασικός τρόπος να κατασκευαστούν συναινέσεις είναι να συμφωνήσουμε ποια είναι τα προβλήματα που πάμε να λύσουμε και να διαμορφώσουμε έναν χώρο που θα επιτρέπει τη συζήτησή τους. Γιατί, οι διαφωνίες είναι θεμιτές, οι λύσεις όμως θα αφορούν όλους. Συνεπώς μέσα από την άμβλυνση της όποιας διαφοράς θα μεταβούμε στη σύνθεση της διαφορετικότητας. Και ο μόνος τρόπος να πετύχουν τελικά οι αλλαγές είναι να μπορέσουμε να προχωρήσουμε το νήμα των μεταρρυθμίσεων σε μια κατεύθυνση που δεν θα κόβεται κάθε φορά με την αλλαγή κυβέρνησης.
Πηγή: Η Αυγή