Συνεντεύξεις

Κοντόφθαλμη η ευρωπαϊκή αντίληψη για το χρέος

Στον Σταύρο Τομπάζο μίλησε ο Παύλος Κλαυδιανός

Σε σχέση με τη θεωρητική σου προσέγγιση για τις αιτίες της διεθνούς κρίσης που ξεκίνησε το 2008, τώρα, το 2016 ποια χαρακτηριστικά προσλαμβάνει;

Η βασική μου ιδέα ήταν ότι η κρίση που ξεκίνησε το 2007–2008, δεν προέρχεται απ’ την πτώση του ποσοστού του κέρδους, σε αντίθεση με αυτή της δεκαετίας του ’70. Αυτή η κρίση προήλθε λόγω της ασυμφωνίας ανάμεσα στους ρυθμούς αξιοποίησης του κεφαλαίου και πραγματοποίησης της υπεραξίας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 2000, η υλοποίηση της υπεραξίας στηρίχθηκε πάνω σε μια χρηματοπιστωτική φούσκα. Δια μέσου των χρηματοπιστωτικών παραγώγων ένα μέρος του κέρδους, της υπεραξίας δηλαδή, μεταφερόταν στα κατώτερα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα υπό μορφή δανεισμού. Έτσι ήταν δυνατό να πραγματοποιείται η αξία των εμπορευμάτων. Βέβαια αυτό το σχήμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου είχε ημερομηνία λήξης, διότι διόγκωνε συνεχώς τα ιδιωτικά χρέη. Είχαμε μεγάλη επέκταση της πίστωσης χωρίς επαρκείς διασφαλίσεις. Όταν ήταν πλέον φανερό ότι η εξυπηρέτηση του χρέους ήταν αδύνατη, μπήκαμε σε μια διαδικασία απαξίωσης των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα οποία είχαν ως αντίκρισμα το χρέος και βρεθήκαμε στα πρόθυρα της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Σήμερα πώς εξελίσσεται η κρίση;

Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να φθάσουμε στο επίπεδο παραγωγής του 2008. Ουσιαστικά το 2015 αποκαθιστάται το επίπεδο παραγωγής του 2008 στην ευρωζώνη. Τώρα έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια ασταθή ισορροπία, που χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, και χωρίς αποτελεσματική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος

Μείωση του ΑΕΠ και της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη

Λόγω της μείωσης των μισθών;

Συνολικά στην Ευρωζώνη δεν θα έλεγα ότι έχουμε μεγάλη μείωση του μισθού, ως ποσοστού του ΑΕΠ. Υπάρχει πολύ σοβαρή μείωση, βέβαια, σε μερικές χώρες, στον Νότο. Όμως, ποιο είναι το χαρακτηριστικό της συγκυρίας του 2016–2017; Ενώ τα κέρδη βρίσκονται στα επίπεδα της περιόδου 1960-1973, έχουμε ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ πολύ πιο χαμηλούς. Την περίοδο 1960–73 η άνοδος του ΑΕΠ στη σημερινή Ευρωζώνη ήταν περίπου 5% το χρόνο και τώρα για το 2016–17 προβλέπεται άνοδος λίγο πάνω από 1,5%. Αυτό δείχνει ότι από τη στιγμή που αυτή η επέκταση της πίστωσης άρχισε να περιορίζεται, οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας έχουν μειωθεί και είναι στο 1,5% – 2% ποσοστά πολύ χαμηλά σε σχέση με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Άλλωστε, στην περίπτωση της Ευρωζώνης, ο δυναμισμός της ανάπτυξης τα πρώτα χρόνια (μέχρι το 2008) προερχόταν από τη ραγδαία αύξηση του ιδιωτικού δανεισμού στις χώρες της νότιας πλευράς της.

Εφόσον συνεχίζεται η λιτότητα και μάλιστα η προοπτική είναι για αυξημένες δόσεις, αυτό δεν επηρεάζει;

Νομίζω ότι αυτό το θέμα πρέπει να το δούμε όχι πολύ βραχυπρόθεσμα. Δηλαδή, να δούμε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα από τη δεκαετία του ’70. Τότε έχουμε μια πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά με το νεοφιλελευθερισμό της δεκαετίας του ’80 η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται σε μεγαλύτερο ρυθμό από όσο ο μισθός και αυτό οδηγεί σε μια αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Ανακάμπτει το κέρδος, αλλά με έναν τρόπο ιδιότυπο. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί το κέρδος εκτός και αν υποκατασταθεί το έλλειμμα στη ζήτηση των λαϊκών στρωμάτων δια μέσου του δανεισμού. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης οι βόρειες οικονομίες δανείζουν τις νότιες. Τώρα, όμως, συρρικνώνεται ο δανεισμός και γι’ αυτό έχουμε μειωμένους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Εάν ακολουθούσαμε μια πιο ισορροπημένη πολιτική, δηλαδή μια πολιτική που να ενισχύει τη ζήτηση, όχι βέβαια με τη μορφή του δανεισμού, αλλά με τη μορφή της πραγματικής αύξησης των πραγματικών μισθών (και τη πραγματική σύγκλιση των οικονομιών στην ευρωζώνη με την ταχύτερη ανάπτυξη της νότιας πλευράς της)  θα είχαμε μια οικονομική  ισορροπία με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Το ζήτημα αυτό είναι στο τραπέζι σήμερα. Η λιτότητα ως πολιτική δέχεται πλήγματα, αλλά βέβαια το στρατόπεδο που την επιβάλλει είναι πάντοτε πολύ ισχυρό.

Βέβαια, η λιτότητα αμφισβητείται από τα κάτω, δηλαδή από δυνάμεις της Αριστεράς, οι οποίες όμως αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη έχουν μικρό εκτόπισμα.

Υπάρχουν, όμως, φαινόμενα που αποκαλύπτουν ότι η πολιτική αυτή αντιμετωπίζει σοβαρές αντιδράσεις από τα λαϊκά στρώματα. Στο πολιτικό πεδίο, κυρίως.

Είναι σωστό αυτό, αντιδρούν τα λαϊκά στρώματα, αλλά δυστυχώς στρέφονται και προς την άκρα δεξιά.

Μα εφόσον η ύφεση συνεχίστηκε, δεν θα γεννούσε νέες γενιές κόκκινων δανείων;

Ένας υπερβολικός δανεισμός υπήρχε από πριν, όπως σημειώσαμε. Η ύφεση και οι πολιτικές λιτότητας δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο λιτότητας, κόκκινων δανείων, κοινωνικοποίησης των τραπεζικών ζημιών, διόγκωσης του δημόσιου χρέους. Ακόμη και η Ντόιτσε Μπανκ αντιμετωπίζει σήμερα τεράστια προβλήματα, που μεσοπρόθεσμα θα μπορούσαν να οδηγήσουν ή σε διάσωση με δημόσιο χρήμα ή σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, όπως αυτές που ακολούθησαν την κατάρρευση της Λίμαν Μράδερς.

Η παρανομία των τραπεζών έγινε κανονικότητα

Η προβληματικότητα μιας τράπεζας πώς εξηγείται σε μια ανθηρή οικονομία;

Στα τεράστια διεθνή ανοίγματα που έχει κάνει χωρίς επαρκείς διασφαλίσεις και στις μεγάλες παρανομίες της.  Έχει καλλιεργηθεί μια κουλτούρα στο τραπεζικό σύστημα πάρα πολύ επικίνδυνη σε σχέση με το πώς οι τράπεζες αποκτούν κέρδη. Η παρανομία είναι κανονικότητα. Η Ντόιτσε Μπανκ έχει χιλιάδες ανοικτές υποθέσεις και πλήρωσε πρόστιμα 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε δικηγορικά έξοδα και πρόστιμα τα 2 τελευταία χρόνια! Αφορούν ξέπλυμα, φοροδιαφυγή, χειραγώγηση αγοράς κτλ. Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πλέον το οικονομικό έγκλημα ως κόστος, πόσα θα πληρώσουν κάνοντας αυτές τις παρανομίες, πόσα θα κερδίσουν. Επειδή και από τις ΗΠΑ επιχειρείται να μπει κάποια τάξη, ούτως ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες φούσκες με αυτή που έσκασε το 2008,  συχνά δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός.

Το χρέος εξαρχής ευρωπαϊκό πρόβλημα

Να δούμε το χρέος, το τόσο βαρύ πρόβλημα για την Ελλάδα. Όμως είναι και ευρωπαϊκό πρόβλημα, αλλά οι Γερμανοί αυτό το παρακάμπτουν.

Στην περίπτωση της Ελλάδας το δημόσιο χρέος από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2007 κυμαίνεται γύρω στο 100% του ΑΕΠ, χωρίς να παρουσιάζει άνοδο. Το μέγεθός του βέβαια αυξάνεται, αλλά λόγω ανόδου του ΑΕΠ. Αυξάνεται λίγο το 2008, διότι η τότε κυβέρνηση ανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες με τα περίφημα ομόλογα Αλογοσκούφη. Ακόμη δεν έχει αντιμετωπισθεί η τραπεζική κρίση στην Ελλάδα παρά τις δεκάδες δισ. ευρώ που φορτώθηκε ο έλληνας φορολογούμενος για τη διάσωσή τους. Το πρόβλημα, λοιπόν, με το δημόσιο χρέος ξεκινά από τον τραπεζικό τομέα. Με το μνημόνιο η οικονομία καθηλώνεται και έτσι εκρήγνυται και το δημόσιο χρέος. Με το πρώτο μνημόνιο χωρίς απομείωση δημόσιου χρέους δόθηκε χρόνος στις εκτεθειμένες ξένες τράπεζες να αποσυρθούν από την ελληνική οικονομία γενικά και από το ελληνικό δημόσιο χρέος ιδιαίτερα. Με αυτόν το τρόπο, το πρώτο μνημόνιο «διέσωσε» το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, φορτώνοντας τον λογαριασμό στην Ελλάδα. Μ’ αυτή την έννοια ήταν εξ αρχής ευρωπαϊκό πρόβλημα.

Τώρα πώς τίθεται το ζήτημα του χρέους; Γιατί αντιδρούν στην απομείωσή του;

Το χρέος είναι πολύ υψηλό για την Ελλάδα, όμως, για την Ευρώπη δεν είναι μεγάλο. Αυτό που ενδεχομένως ανησυχεί τις πιο συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης είναι το κακό παράδειγμα, ότι δηλαδή αν απομειωθεί το ελληνικό χρέος, αυτό θα δημιουργήσει απαιτήσεις και για άλλες χώρες με υψηλό χρέος. Είναι μία κοντόφθαλμη αντίληψη, διότι το χρέος είναι απολύτως μη βιώσιμο για την Ελλάδα, όπως παραδέχεται και το ΔΝΤ. Ομολογώ ότι είμαι πολύ απαισιόδοξος για το πώς θα εξελιχθεί η διαπραγμάτευση για το δημόσιο χρέος. Τι θα γίνει, λοιπόν, όταν τελειώσουν τα χρήματα της τελευταίας δανειακής σύμβασης, το 2018; Πώς θα πληρώνει η Ελλάδα το χρέος; Υποτίθεται με έξοδο στις αγορές. Άρα πιο υψηλό επιτόκιο, που σημαίνει ότι πρέπει συγχρόνως να εξασφαλίζονται μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Θα πρέπει κανείς να επιβάλλει μνημόνιο και όταν δεν θα υπάρχει πια μνημόνιο. Με δεδομένη την κατάσταση που υπάρχει σήμερα δεν νομίζω ότι, κοινωνικά, είναι αυτό εφικτό.

Απαισιοδοξία για μετά το 2018

Προφανώς δεν είναι. Όμως, υπάρχουν και οι ενδιάμεσες εκδοχές, πχ να υπάρξουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, να περιγραφούν πιο συγκεκριμένα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, να δοθεί η ποσοτική χαλάρωση. Στο πλαίσιο μιας ανόδου του ΑΕΠ το 2017 και 2018 μπορεί να αναζητηθούν άλλοι χειρισμοί, στον χρόνο αυτό;

Ποια είναι αυτά τα μέτρα; Πχ για την ποσοτική χαλάρωση προβληματίζομαι για την αποτελεσματικότητά της στην περίπτωση της Ελλάδας. Το πρόβλημα είναι η ζήτηση. Χρειάζεται αλλαγή πλεύσης 180 μοιρών, γιατί η οικονομία της Ελλάδας καταστράφηκε επειδή εφάρμοσε τα μνημόνια, και όχι επειδή δήθεν καθυστέρησε στη επιβολή «μεταρρυθμίσεων».

Ναι, αλλά έχει και μια οικονομία στεγνή. Επίσης θα συμβάλλει στο κλίμα.

Το θέμα, όμως, είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις υπολειτουργούν, διότι η ζήτηση είναι πάρα πολύ συρρικνωμένη. Τι να το κάνει το δάνειο μια ελληνική επιχείρηση; Το ζητούμενο είναι η αύξηση των μισθών και η απορρόφηση της ανεργίας. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εξωτερική παρέμβαση, δηλαδή δημοσιονομική επέκταση, πράγμα, όμως, αδύνατο με τέτοιο ποσοστό δημόσιου χρέους. Γι’ αυτό είμαι και απαισιόδοξος σε σχέση με την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας. Πολύ φοβάμαι ότι η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι με την πλάτη στον τοίχο. Το Grexit με όρους Σόιμπλε είναι ένα ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

Οι εξελίξεις στην Ευρώπη, όμως, όπως και η πραγματικότητα, δεν ευνοούν το να τεθεί το ζήτημα α λα Σόιμπλε.

Δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των Γερμανών στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή η Γερμανία έχει εμπορικό, εξωτερικό πλεόνασμα 8,5% του ΑΕΠ, εντούτοις δεν αλλάζει πολιτική. Νομίζω ότι το γερμανικό κεφάλαιο παίζει το εξής παιχνίδι αυτή τη στιγμή: Οι ΗΠΑ προσπαθούν, ως πλανητική δύναμη, να χειριστούν ηπιότερα τη διεθνή ύφεση και οι περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως η Γερμανία, προσπαθούν να επωφεληθούν, απέναντι στις ΗΠΑ, να αποκτήσουν αυξημένο ρόλο και χώρο. Οι σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν άλλη φιλοσοφία, η Αριστερά έχει κερδίσει κάποια δύναμη, αλλά δεν αρκεί.

 

Την κρίση στην Κύπρο την πλήρωσε αποκλειστικά ο εργαζόμενος

Τι νέα μας φέρνεις από την Κύπρο; Για να μην ξεχνάμε και το σινάφι μας, ας ξεκινήσουμε από την οικονομία.

Θα έλεγα, καταρχάς, τα πράγματα είναι καλύτερα απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Η Κύπρος μπήκε στην κρίση με ένα δημόσιο χρέος πολύ πιο χαμηλό απ’ ό,τι η Ελλάδα και διότι αντί να βασισθεί στο δανεισμό από την ΕΕ και το ΔΝΤ, σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε στο λεγόμενο bail-in. Δηλαδή πολλά δισ. ευρώ που χρειάζονταν οι τράπεζες βρέθηκαν από το ίδιο το τραπεζικό σύστημα: μέσω του κουρέματος των καταθέσεων, του μηδενισμού της αξίας των μετοχών και της αντικατάστασης από νέες τραπεζικές μετοχές και μέσω, βεβαίως, του κουρέματος των χρεών που είχαν οι τράπεζες απέναντι στους δανειστές. Αυτό ήταν άδικο για κάποιους όχι ιδιαίτερα ευκατάστατους καταθέτες, αλλά σίγουρα δεν επιβάρυνε το μέσο φορολογούμενο τόσο πολύ, όσο αν χρειαζόταν να ληφθούν αυτά τα χρήματα από το εξωτερικό. Το δεύτερο στοιχείο, που είναι πολύ σημαντικό, είναι ότι κάποιες συyκυρίες ευνόησαν την Κύπρο. Πχ υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση του ρωσικού τουρισμού λόγω της έκρυθμης κατάστασης στην περιοχή. Βέβαια υπήρξε μια σαφέστατη μείωση του βιοτικού επιπέδου του μέσου ανθρώπου. Τα εισοδήματα της ιδιοκτησίας δεν έχουν μειωθεί καθόλου στην Κύπρο, ενώ της εργασίας μειώθηκαν δραστικά. Την κρίση στην Κύπρο την πλήρωσε αποκλειστικά ο εργαζόμενος. Αυξήθηκε και η ανεργία και όσοι θριαμβολογούν ότι έπεσε από το 16% στο 13% ξεχνούν τη μετανάστευση που είναι πολύ μεγάλη. Τα προβλήματα παραμένουν στην οικονομία, διότι τα κόκκινα δάνεια είναι τώρα κοντά στο 50% του συνόλου. Με το μνημόνιο αυξήθηκαν τρομακτικά. Μάλιστα, επειδή ο ιδιωτικός δανεισμός είναι πολύ υψηλός στην Κύπρο, αυτό το 50%  αντιστοιχεί σε 25 δισ. κόκκινων δανείων, ενώ το ΑΕΠ δεν υπερβαίνει τα 18 δισ.! Άρα το τραπεζικό πρόβλημα παραμένει και μαζί με αυτό νέες κοινωνικές τραγωδίες μέσω των πλειστηριασμών.

Αισιοδοξία για το Κυπριακό

Oι αναλυτές εκτιμούν ότι στο Κυπριακό ζήτημα τελευταία γίνονται ουσιαστικά βήματα. Είναι έτσι;

Νομίζω ότι η διαπραγμάτευση των δυο Κοινοτήτων πάει καλά. Ο Ακιντζί είναι ένας ηγέτης που πάντοτε ήθελε λύση. Θα έλεγα ότι και ο Αναστασιάδης διαπραγματεύεται έντιμα, με σκοπό να βρεθεί λύση και όχι απλώς με σκοπό να μετακυλήσει την ευθύνη στην άλλη πλευρά. Αυτά με κάνουν αισιόδοξο και νομίζω ότι θα είναι πολύ δύσκολο στην Τουρκία, σε περίπτωση που ο Ακιντζί καταλήξει σε συμφωνία με τον Αναστασιάδη, να τορπιλίσει τη λύση. Να πω ακόμη ότι και το ΑΚΕΛ κρατά συνετή γραμμή, δεν κάνει στείρα αντιπολίτευση στον Αναστασιάδη πάνω στο Κυπριακό. Αλλά και ο Αναστασιάδης σέβεται τις απόψεις του ΑΚΕΛ πάνω στο Κυπριακό και τις λαμβάνει υπόψη στη διαπραγμάτευση.

Ποια η εικόνα της Αριστεράς στην Κύπρο;

Έχουμε μια μείωση της επιρροής του ΑΚΕΛ που καταγράφεται και στις εκλογές. Αυτό, κατά την άποψή μου, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κατάφερε στα χρόνια του μνημονίου να αντισταθεί αποτελεσματικά στην επίθεση που δέχθηκαν τα λαϊκά στρώματα. Αυτό που του προσάπτουν οι παραδοσιακοί του ψηφοφόροι είναι ότι δεν μπόρεσε να σταθεί φρένο στην πολιτική της δεξιάς, παρά το ότι ασκεί αντιπολίτευση. Στην Κύπρο δεν υπήρχε η κουλτούρα της κινητοποίησης, διότι σε όλα τα χρόνια της ανάπτυξης δημιουργήθηκε μια κουλτούρα διαπραγμάτευσης εις βάρος της κινητοποίησης. Τώρα αυτό πληρώνεται.

Η εκτός ΑΚΕΛ Αριστερά;

Κι αυτή είναι, θα έλεγα, σε μια φάση κρίσης η οποία σχετίζεται πάρα πολύ με τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση και μας εμπόδισε να συνεχίσουμε την ανοδική μας πορεία. Η τελευταία, επίσης, συνδεόταν με την ελπίδα που είχε δημιουργήσει η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα για αλλαγή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το αντιμνημονιακό επιχείρημα, η πάλη εναντίον της λιτότητας, για μια άλλη Ευρώπη, εξασθένισε. Χάσαμε το ακροατήριό μας.

Απογοήτευση και αδρανοποίηση της κοινωνίας

 Πώς βλέπεις τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα;

Αυτό που φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις είναι ότι έχουμε μια Αριστερά σε φθίνουσα πορεία και μια μικρή ανάκαμψη της δεξιάς αντιπολίτευσης. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ξεκινώντας από το 2015 έχουμε μια θριαμβευτική εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και μια αξιοθρήνητη αντιπολίτευση που δεν ξέρει τι της γίνεται. Με το θρίαμβο του δημοψηφίσματος ενισχύεται η κυβέρνηση και καταποντίζεται ακόμη περισσότερο η αντιπολίτευση. Με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, η συγκυρία αλλάζει και γίνεται δυσμενής για την Αριστερά, διότι αναλαμβάνει να συνεχίσει πολιτικές μνημονίου. Αυτές είναι τόσο περιοριστικές που άφησαν ελάχιστα περιθώρια για την εφαρμογή ενός παράλληλου προγράμματος. Βέβαια, μέτρα όπως για τους ανασφάλιστους είναι πολύ σημαντικά, όπως και κάποια άλλα. Αλλά από εκεί και πέρα υπάρχει μια μνημονιακή συνέχεια των πολιτικών λιτότητας που οδηγεί στη διάβρωση της λαϊκής βάσης, στην απογοήτευση, στα αυξημένα ποσοστά αποχής κ.λπ.

Η προοπτική στην οποία πίστωσε η κυβέρνηση είναι η άνοδος της οικονομίας, έστω περιορισμένη, και η άσκηση όχι μόνο παράλληλων δράσεων, αλλά και μεταρρυθμιστικών τομών που θα τη διευκολύνουν να επανασυνδεθεί μ’ αυτό τον κόσμο. Ότι σε κάποιες εκλογές, αν και με κριτική έντονη, θα θέλουν να τα υπερασπιστούν έναντι της επερχόμενης δεξιάς.

Για να δουλέψει αυτό το σχήμα χρειάζεται προθυμία του ΔΝΤ και της ΕΕ για μια ισχυρή απομείωση του δημόσιου χρέους. Αυτό δεν φαίνεται να το κάνουν. Με ένα χρέος 180% του ΑΕΠ δεν βλέπω τι περιθώρια έχει κανείς να εφαρμόσει οποιαδήποτε διαφορετική πολιτική από τις πολιτικές λιτότητας. Για να κάνει κανείς, επιπλέον, τις τομές που ανέφερες χρειάζεται ένα δραστήριο κίνημα το οποίο, με τις πολιτικές που υιοθέτησε η κυβέρνηση, αδρανοποιείται. Εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Αλλιώς φανταστήκαμε την όλη εξέλιξη. Θα έλεγα, όμως, ότι και η  εναλλακτική λύση δεν είναι εύκολη. Η σύγκρουση με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, δεν πρέπει να την εξιδανικεύουμε. Βασίζεται κι αυτή σε μια σειρά από εικασίες. Είναι μια δύσκολη πορεία που προϋποθέτει ότι καταρχήν θα κερδίσει κανείς το στοίχημα για μια σχετικά ομαλή, αριστερή έξοδο από την Ευρωζώνη (προσωπικά πιστεύω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό).  Μακροπρόθεσμα για να βγει η Ελλάδα εκτός κρίσης χρειάζεται επίσης αποτελεσματική υποστήριξη από τα εργατικά κινήματα άλλων χωρών.  Η εναλλακτική πορεία, όπως και αυτή που επέλεξε η κυβέρνηση, βασίζονται σε διαφορετικές εικασίες. Γιατί προτιμώ τις συγκρουσιακές εικασίες; Τις προτιμώ διότι αυτές συμφωνήσαμε πριν. Είπαμε καμιά θυσία για το ευρώ, αποφασίσαμε να αναλάβουμε αυτό τον κίνδυνο, όχι αυτόν που αναλαμβάνει τώρα η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πηγή: Η Εποχή