Micro

Η κληρονομιά ενός δικτάτορα

Για την κληρονομιά που μας άφησε η χούντα του Παπαδόπουλου και σίγουρα δεν είναι η δημοκρατία που προσπαθεί να μας πείσει η σχολή των «αναθεωρητών». Οσα έκανε ο Γιώργος Παπαδόπουλος μετά την πτώση της δικτατορίας καθώς κι εκείνοι στους οποίους εμπιστεύτηκε τη συνέχεια του έργου του.

Η σημερινή επιχείρηση αναθεώρησης της ιστορίας της χούντας και της αποκατάστασης των χουντικών σκοντάφτει σε ένα ιστορικό γεγονός που δεν είναι δυνατόν να συγκαλυφθεί: την εντελώς μετρήσιμη απουσία έστω και στοιχειώδους υποστήριξης προς τη χούντα μετά τις 23 Ιουλίου 1974. Αν υπήρξε τόσο μεγάλη «λαϊκή αποδοχή» της χούντας, όπως ισχυρίζεται η ομάδα του κ. Καλύβα, τι απέγιναν όλοι αυτοί οι υποστηρικτές την επαύριο της πτώσης του καθεστώτος;

Για την ακρίβεια διαθέτουμε πολλά στοιχεία για το ακριβώς αντίθετο. Και πρώτα απ’ όλα, την τεράστια και εντελώς αυθόρμητη παλλαϊκή συγκέντρωση της 23ης Ιουλίου στην Αθήνα, μόλις έγινε γνωστό ότι επίκειται η παράδοση της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στους πολιτικούς.

Στην ιστορία έχει μείνει η βραδινή μαζική υποδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι, αλλά στην πραγματικότητα ο κόσμος είχε κατακλύσει τους δρόμους από το μεσημέρι, μόλις κυκλοφόρησαν οι πρώτες φήμες για την αποχώρηση της χούντας. Επιλέγω σκόπιμα την περιγραφή του Σπύρου Μαρκεζίνη, ο οποίος δεν φημιζόταν για τα φιλολαϊκά και δημοκρατικά του αισθήματα:

«Πλήθος κόσμου είχε πλέον συγκεντρωθή με έκφρασιν ήρεμον και χαρούμενην. […] Ενεθύμιζε παλαιάς προπολεμικάς συναθροίσεις χωρίς πινακίδας, χωρίς οργάνωσιν, χωρίς ανιαρώς επαναλαμβανόμενα συνθήματα, με άλλους λόγους την ωραίαν φυσικήν λαϊκήν εκδήλωσιν της Δημοκρατίας, τόσον διαφόρου των συγχρόνων προπαρασκευαζομένων εκδηλώσεων, αυτών δηλαδή, αι οποίαι κατά βάθος δεν είναι Δημοκρατία»1.

Απέναντι σ’ αυτή την πραγματική δημοκρατική λαοθάλασσα οι χουντικοί είχαν εξαφανιστεί. Μάλιστα, επειδή καθυστερούσε να επιστρέψει ο Καραμανλής, οι στρατιωτικοί δεν άφηναν τους πολιτικούς να βγουν από την αίθουσα, στην οποία τους είχαν καλέσει για να τους παραδώσουν την εξουσία. Παρά το γεγονός ότι η σύσκεψη είχε ολοκληρωθεί, οι στρατιωτικοί φοβούνταν ότι αν μάθει ο κόσμος ότι δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα πολιτική κυβέρνηση θα εξεγερθεί. Περιγράφει πάλι ο Μαρκεζίνης:

«Οι στρατιωτικοί δεν μας άφηναν να φύγωμεν. Δεν υπερβάλλω ούτε λέξιν. [Ο αρχηγός της Αεροπορίας] ενεθυμείτο κάθε τόσον ότι ώφειλε και να τονίση ότι δεν ημπορούμεν να φύγωμεν πριν είμεθα εις θέσιν να είπωμεν ότι εσχηματίσθη κυβέρνησις. Ολοι οι παριστάμενοι στρατιωτικοί υπερεθεμάτιζον. Εις εμέ τουλάχιστον έδιδον θλιβεράν εικόνα πανικού.

Είχον παραλύσει αισθανόμενοι δέος προ του συγκεντρωμένου πλήθους, του οποίου η ηρεμία –και εις αυτό ορθώς εξετίμησαν– υπήρχε κίνδυνος να μεταβληθή εις αγριότητα εάν αντί κυβερνήσεως τους εδίδετο η πληροφορία περί νέας αναβολής. Δηλαδή δεν υπήρχον περιθώρια και εμείναμεν εκεί καθηλωμένοι, έχω την γνώμην, οι περισσότεροι δυσφορούντες»2.

Ο Κ. Καραμανλής επιστρέψει το βράδυ της 23.7.1974 |

Ο Κ. Καραμανλής επιστρέψει το βράδυ της 23.7.1974

Το ίδιο δέος για το συγκεντρωμένο πλήθος, και τον ενδόμυχο φόβο για το πού θα μπορούσε να οδηγήσει η αυθόρμητη λαϊκή κινητοποίηση, εκφράζει στις δικές του αναμνήσεις και ο Γεώργιος Ράλλης: «Περνώντας από την πλατεία Συντάγματος, είδα το πλήθος που ήταν μαζεμένο εκεί και σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν για τα πλήθη αυτά μ’ ένα απλό νεύμα να καταλάβουν τη Βουλή. Θα τελείωνε αμέσως η υπόθεση. Αλλά δεν κουνήθηκε τελικά κανείς».3

Δεν έχει μέχρι σήμερα τονιστεί αρκετά η σημασία αυτής της κινητοποίησης στην πτώση της χούντας. Για την ακρίβεια, η παρέμβαση του αυθόρμητου λαϊκού παράγοντα είχε ξεκινήσει τρεις μέρες νωρίτερα. Η χούντα του Ιωαννίδη διέταξε στις 20.7.1974 γενική επιστράτευση, μετά την εκδήλωση της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο. Και τότε φάνηκε ο πραγματικός χαρακτήρας της δικτατορίας. Η υποτίθεται πανίσχυρη χούντα, η ίδια που με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου στις 15.7.1974 είχε δώσει το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση να παρέμβει, αποδείχτηκε απολύτως αδύναμη, με διαλυμένες τις ένοπλες δυνάμεις.

Οι επιστρατευμένοι αντιμετώπισαν το απόλυτο χάος στις μονάδες και μέσα σε λίγες ώρες διαπίστωσαν ότι ούτε ρούχα δεν είχαν να τους δώσουν. Οσο για όπλα, αυτά η χούντα δίσταζε να τα εμπιστευθεί σε άλλους. Το περίφημο «αξιόμαχο» του ελληνικού στρατού αποδείχτηκε ανέκδοτο. Το κλίμα αυτών των ημερών που αν και δεν έχουν ερευνηθεί αρκετά, ωστόσο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση, περιγράφει ένα τραγούδι της εποχής:

«Επιστράτευση μας λένε, βγάλανε φιρμάνι / ποιος θα πάει, ποιος θα βγει, ποιος θα πεθάνει / άλλη μια διαταγή, δεν ξέρεις τι συμβαίνει / και ’γω σου ’λεγα φοβάμαι, Ελένη / Πλοίο επιτεταγμένο θα ’ρθει να μας πάρει / στο κατάστρωμα πολίτες, ναύτες και φαντάροι. / Μια πεντάρα η ζωή μας, στην άκρη πεταμένη / και ’γω σου ’λεγα φοβάμαι, Ελένη».4

Η κατάρρευση της χούντας συνοδεύτηκε δηλαδή με την ανάδυση μιας γιγαντιαίας λαϊκής διαμαρτυρίας. Κι αυτή ήταν που καθόρισε το περιεχόμενο της Μεταπολίτευσης. Για τις κρίσιμες εκείνες μέρες δεν έχουν βέβαια τίποτα να πουν οι νοσταλγοί της χούντας και εκείνοι που εμφανίζουν τη δημοκρατία ως κληρονόμο της.

1 Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Αναμνήσεις 1972-1974, εκδ. Σπ. Β. Μαρκεζίνη Α.Ε., Αθήνα 1979, σ. 570-571. 2 Στο ίδιο, σ. 572. 3 Γεώργιος Ι. Ράλλης, Πολιτικές εκμυστηρεύσεις, 1950-1989, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1990, σ. 175. 4 «Επιστράτευση 20 Ιουλίου 74», στον δίσκο του Δήμου Μούτση, Μαρτυρίες, στίχοι Γιάννης Λογοθέτης, τραγούδι Μανώλης Μητσιάς (Columbia, 1974).

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, «Η κληρονομιά ενός δικτάτορα. Παπαδόπουλος – Μιχαλολιάκος – Βορίδης»)

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών