Macro

Κοινωνία πολιτών στη δικτατορία των συνταγματαρχών

Στη σύγχρονη βιβλιογραφία η κοινωνία πολιτών είναι αντικείμενο έρευνας σε συνάρτηση με τη δημοκρατία. Η ενδυνάμωση της κοινωνίας πολιτών θεωρείται ότι ενισχύει τη δημοκρατία, διευρύνει τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, συμβάλλει στην καλύτερη απόδοση των δημοκρατικών θεσμών.1 Ωστόσο, η κοινωνία πολιτών δεν συνδέεται απαραίτητα με ένα είδος πολιτεύματος. Νοείται ως το σύνολο των ομάδων πολιτών και των συλλογικών δράσεων, οι οποίες εκτυλίσσονται στον ευρύ χώρο ανάμεσα στα νοικοκυριά και τους κρατικούς θεσμούς, ανεξάρτητα από τον δημοκρατικό ή αυταρχικό χαρακτήρα των τελευταίων.2

Τι συμβαίνει, όμως, στην κοινωνία πολιτών σε περιπτώσεις που ο έλεγχος του κράτους περνάει σε ένα δικτατορικό καθεστώς; Ασφαλώς, δεν εξαφανίζεται ολοσχερώς από τη δημόσια σφαίρα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως δε θα υπήρχε κανένα απολύτως πεδίο πολιτικής της έκφρασης. Όπως σημειώνει ο Τάσος Τρίκκας, «Η δικτατορία των συνταγματαρχών δεν κατάργησε την πολιτική ζωή με την απαγόρευση των κομμάτων, την κατάλυση της ελευθεροτυπίας, τις συλλήψεις των πολιτικών και το μαζικό πογκρόμ κατά της Αριστεράς. Μέσα στις αντιστασιακές οργανώσεις, αλλά και σε έναν ιδιότυπο δημόσιο χώρο, στα τελευταία χρόνια της επταετίας, η πολιτική ζωή συνεχίστηκε με παράνομη και ημιπαράνομη μορφή.»3

Οι άτυπες εκδηλώσεις αντίστασης και η αυξημένη σημασία που αυτές προσλαμβάνουν υπό το αυταρχικό καθεστώς αξίζουν την προσοχή μας κυρίως γιατί οι άτυπες ομάδες απολαμβάνουν συνήθως, κατά τη διάρκεια δικτατορικών περιόδων, μια -από την άποψη της πολιτικής δράσης- πιο ελεύθερη πραγματικότητα σε σύγκριση με τις επίσημες ομάδες. Με άλλα λόγια, το 1967-1974 ήταν ευκολότερο για αυτές τις «αφανείς» αντιπολιτευτικές δυνάμεις να δράσουν μέσα σε ένα ανελεύθερο πολιτικό περιβάλλον.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Όπως είναι γνωστό, καθ’ όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου, κυρίως η Αριστερά αναγκάστηκε συχνά να ισορροπήσει ανάμεσα σε λιγότερο και περισσότερο αφανείς δομές, δημιουργώντας μια οργανωτική παράδοση που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών:

«Πότε εντάχτηκα επισήμως σε κάποιον κατάλογο; Ποτέ. Αυτός ήταν ένας διαρκής αγώνας. Τι να γραφτείς; Ήσουν κομμουνιστής, μετείχες στον αγώνα, πειθαρχούσες στη γραμμή του κόμματος.»4

Η άτυπη οργάνωση, λοιπόν, καθώς και ο αφανής τρόπος δράσης, δεν ήταν άγνωστες πρακτικές σε πολλά από τα μέλη της προδικτατορικής κοινωνίας πολιτών. Το τότε μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη, Γιώργος Παπαπέτρος, αφηγείται σχετικά, για την περίοδο πριν από το απριλιανό πραξικόπημα:

«Από την οργάνωση είπαν [ότι] πρέπει να υπάρξει κάτι άλλο να καλύπτει τη δραστηριότητα των Λαμπράκηδων. […] Οπότε αποφασίζεται να γίνει ένας πολιτιστικός-εκδρομικός όμιλος, ο “Διονύσιος Σολωμός”. Με το καταστατικό του, με πρωτοδικείο κτλ. Νόμιμος.[…] Θέλαμε στο διοικητικό συμβούλιο να μην είναι γνωστοί Λαμπράκηδες που θα χτυπιούνταν αν γινόταν τίποτα. [Επρόκειτο για] συνειδητά κεκαλυμμένη δράση των Λαμπράκηδων με νόμιμο [προσωπείο], με πολιτιστική δράση, αλλά χωρίς πολιτική […] Και βάζουμε αντιπρόεδρο τον Αλέκο τον Αλαβάνο ως γιο του Αλαβάνου, αστό, μεγαλοαστό. Ο πατέρας του ήτανε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ένωσης Κέντρου.[…] Δεν το ήξερε ούτε ο ίδιος πως ο σύλλογος ήταν των Λαμπράκηδων. [Πίστευε] ότι ήταν ένας μορφωτικός, εκδρομικός, πολιτιστικός σύλλογος που κάνει εκδηλώσεις, ταινίες, ομιλίες κτλ. Το έμαθε ο Αλέκος μετά, μόλις έγινε η δικτατορία διαλύθηκαν οι Λαμπράκηδες και ο “Σολωμός” ως μετωπική οργάνωση των Λαμπράκηδων.»5

Κατ’ αναλογία, μετά το 1967, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της επταετίας, στις οποίες πολιτιστικές δράσεις υπήρξαν εξόχως πολιτικές και το αντίστροφο. Αυτή η σχέση, ανάμεσα στο «πολιτικό» και το «πολιτιστικό» επίπεδο δράσης, κυοφορήθηκε και εκφράστηκε από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας πολιτών στη διάρκεια της επταετίας. Πρόκειται για έναν τρόπο διεκδίκησης πολιτικών αιτημάτων που κατέχει τη δική του θέση στο ρεπερτόριο δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων και ομάδων. Στον αντίποδα, ο τρόπος με τον οποίο ο όρος «αντίσταση» συχνά χρησιμοποιείται, αδυνατεί να περιγράψει την ευρύτητα του φάσματος των κοινωνικών δράσεων που έπαιξαν αντιστασιακό ρόλο κατά την περίοδο της δικτατορίας, καθώς τείνει να περιγράφει αποκλειστικά τις πιο δυναμικές και αναγνωρίσιμες από τις κοινωνικές δράσεις.

Η «αποτυχία» των παράνομων οργανώσεων να προκαλέσουν τo απριλιανό καθεστώς αποτελεσματικά και να πετύχουν την άμεση κατάρρευσή του οδήγησε σε μια αποδόμηση της συνωμοτικής μετεμφυλιακής κληρονομιάς, την οποία διαδέχθηκε η δραστηριοποίηση πολλών αντιπολιτευτικών φορέων στα πιο γόνιμα πλαίσια άτυπων οργανώσεων και ομάδων, οι οποίες συντέλεσαν στην ανάδυση μιας νέας αντιστασιακής ταυτότητας. Η «νέα» κοινωνία πολιτών επέλεξε τη μετατόπιση του «χώρου» λειτουργίας της στο φάσμα της θεσμικότητας: εκφάνσεις της, χρησιμοποιώντας εργαλειακά τα άτυπα χαρακτηριστικά τους, τον έμμεσο τρόπο διεκδίκησης και αντίστασης, εκμεταλλεύτηκαν τη σταδιακή απόσυρση του αυταρχικού κράτους από τη δημόσια σφαίρα και εκφράστηκαν θεσμικά με νόμιμη λειτουργία.

Η -έστω και προσχηματική- θεσμοθέτηση από το αυταρχικό κράτος κανόνων επίλυσης που συναντώνται σε δημοκρατικά καθεστώτα έδωσε σε αυτές τις νέες εκφάνσεις της κοινωνίας πολιτών τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη «φιλελευθεροποίηση», να την ερμηνεύσουν ως υποχώρηση και να διεκδικήσουν θεσμικά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η προσφυγή των φοιτητών της Νομικής Σχολής ενάντια στα διορισμένα διοικητικά συμβούλια των πανεπιστημίων, με διακύβευμα της πολιτικής σύγκρουσης όχι μόνο την τροποποίηση της πολιτικής του καθεστώτος, αλλά την περαιτέρω πολιτική απονομιμοποίησή του.

Σε αυτή τη συγκυρία, τη μερίδα του λέοντος της εκπροσώπησης της κοινωνίας πολιτών αναλαμβάνουν σταδιακά οργανώσεις με πολιτιστικό χαρακτήρα ή με καταστατικό που δεν περιλάμβανε αμιγώς πολιτικούς αλλά άλλους παρεμφερείς σκοπούς (πχ. διάδοση ευρωπαϊκών ιδεών και προβληματισμών, ανάδειξη τοπικών εθίμων, διεκδίκηση φοιτητικών αιτημάτων κτλ.). Η τάση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του καθεστώτος του Γ. Παπαδόπουλου, ακόμη και μετά την ποινικοποίηση των νόμιμων σωματείων της ΕΚΙΝ και της ΕΜΕΠ, με αποτέλεσμα ημι-παράνομοι σχηματισμοί όπως οι Φοιτητικές Επιτροπές Αγώνα να πετύχουν μια de facto αναγνώριση από το αυταρχικό καθεστώς, καθώς εμφανίζονται ως οι φυσικοί εκπρόσωποι των φοιτητών με το ξέσπασμα του αντίστοιχου κινήματος.

Πολλοί αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα περιγράφουν την εμφάνιση και μαζικοποίηση του φοιτητικού κινήματος ως το αποτέλεσμα της ενοποίησης «πολλών ρυακιών». Η αξία της μεταφορικής αυτής χρήσης του υγρού στοιχείου στην περιγραφή της λειτουργίας μερίδων της κοινωνίας πολιτών, έγκειται στην ιδιότητά του να καταλαμβάνει όποιο χώρο βρίσκει ελεύθερο, να εκμεταλλεύεται τα κενά του περιβάλλοντος εδάφους και να γιγαντώνεται, συμπαρασύροντας μαζί του μέρος της όχθης, διευρύνοντας τα πλαίσια που του έχουν επιβληθεί. Πράγματι, ο «χώρος» που άφηνε η καθεστωτική απεμπλοκή από μέρος της δημόσιας σφαίρας καλύφθηκε άμεσα από θύλακες της κοινωνίας πολιτών, οι οποίοι εργάστηκαν για τη διεύρυνσή του. Η αντίστροφη διαδικασία έλαβε χώρα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν ο στρατιωτικός νόμος επανέφερε τα στενά πλαίσια της πρώτης περιόδου, όταν η κρατική διείσδυση επανεμφανίστηκε στη δημόσια σφαίρα, στερώντας και πάλι από την κοινωνία πολιτών τα θεσμικά επίπεδα που είχε στο μεταξύ κατακτήσει.

Η αποτελεσματικότητα της ελληνικής κοινωνίας πολιτών απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς δεν αποτελεί μετρήσιμο στοιχείο. Πότε, λοιπόν, μια αντιστασιακή δραστηριότητα θα έπρεπε να θεωρηθεί αποτελεσματική; Σαφώς όχι μόνο στην περίπτωση που αυτή κατάφερνε ένα καίριο χτύπημα στο καθεστώς, με άμεσο αποτέλεσμα την κατάρρευσή του. Αυτού του είδους η λογική θα εμφορούνταν από μια απλοϊκή αντίληψη της δράσης της κοινωνίας πολιτών και των κινημάτων με όρους «κατάληψης της Βαστίλης». Είναι, λοιπόν, γεγονός πως οι οργανώσεις εντός του στρατεύματος δεν κατόρθωσαν να ρίξουν το καθεστώς «εκ των έσω». Οι παράνομες αντιστασιακές οργανώσεις της περιόδου δεν έριξαν τη χούντα με τις βόμβες τους. Οι απολογίες των μελών τους στα στρατοδικεία δεν στάθηκαν ικανές να οδηγήσουν στην κατάρρευσή της, ούτε και η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα από τον Παναγούλη και την ομάδα του. Ομοίως, οι νόμιμες οργανώσεις με καλυμμένη αντιστασιακή δράση (ΕΚΙΝ, ΕΜΕΠ, Παναρμόνια) δεν έριξαν τη χούντα με την πολιτική και πολιτιστική πίεση που άσκησαν στη δικτατορία. Το Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα, επίσης, δεν έριξε τη χούντα με τις καταλήψεις των Σχολών της Νομικής και του Πολυτεχνείου και οι επίστρατοι του 1974 δεν έστρεψαν μαζικά τα όπλα ενάντια στους διοικητές τους.

Όλες, ωστόσο, οι παραπάνω εκδηλώσεις αντίστασης, ανεπτυγμένες σε ολόκληρο το χρονικό φάσμα της επταετίας και εντοπισμένες σε ολόκληρο το φάσμα της θεσμικότητας και της οργανωτικής συγκρότησης, δημιούργησαν εκείνες τις συνθήκες που έκαναν αδύνατη την πολιτική επιβίωση του καθεστώτος μετά την κυπριακή τραγωδία, υπονομεύοντας σταθερά την πολιτική του νομιμοποίηση. Ταυτόχρονα, όμως, η πολιτική παρακαταθήκη της ενδοδικτατορικής κοινωνίας πολιτών κατέστησε ευνοϊκότερες τις συνθήκες για τη μετάβαση στη δημοκρατία, αλλά και για την εμπέδωσή της, σε μια χώρα και μια περίοδο που η συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα έπρεπε να θεωρείται ούτε αυτονόητη ούτε βέβαια εύκολη υπόθεση.

 

1 Robert D. Putnam, Robert Leonardi, και Raffaella Nanetti, Making democracy work : civic traditions in modern Italy (Princeton, N.J.: Princeton University Press, 1993).

2 Ernest Gellner, Conditions of liberty : civil society and its rivals (London: Hamish Hamilton, 1994).

3 Τάσος Τρίκκας, «Συνέχιση της πολιτικής ζωής έξω από την Ελλάδα. Η Αριστερά στο εξωτερικό», στο: Τάκης Μπενάς (επιμ.) Το Ελληνικό ’68 (Αθήνα, 2011), 213.

4 Συνέντευξη με τον συγγραφέα και αντιστασιακό Χρόνη Μίσσιο, Καπανδρίτι Αττικής, 29 Μαΐου 2009.

5 Συνέντευξη με τον αντιστασιακό Γιώργο Παπαπέτρου, Αθήνα, 16 Ιανουαρίου 2014.

 

Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι διδάκτορας πολιτικής επιστήμης

Πηγή: Η Αυγή