Macro

Κατέ Καζάντη: Νηπενθείς και νηκερδείς

Το μόριο «νη» στην αρχαία ελληνική γλώσσα είναι κάτι σαν το στερητικό «α». Μπροστά από το δεύτερο συνθετικό της λέξης, δηλώνει το ακριβώς αντίθετό της. Λέμε, για παράδειγμα, νηνεμία και εννοούμε την απανεμιά, την παύση των αέρηδων και την καλοκαιρία. Και λέμε αχαρακτήριστος ή αδιανόητος και εννοούμε εκείνον που τα καμώματά του δεν τα βάζει ανθρώπινος νους.
 
Νηπενθής, λοιπόν, ή απενθής, είναι εκείνος που δεν πενθεί. Που δεν νιώθει καμία λύπη για τ’ ανήκουστα που συμβαίνουν ή που την ξεπερνά πανεύκολα, δίχως να κατακάθεται στην ψυχή του και να την γδέρνει. Κι επειδή τούτη η κατάσταση δεν πολυλογαριάζεται για ανθρώπινη, στον Όμηρο, ας πούμε, για να μην στεναχωριέται, όταν πήγε στη Σπάρτη, ο Τηλέμαχος, η Ελένη τού ‘ριξε στο κρασί του φάρμακο: το «νηπενθές τ’ άχολόν τε, κακών επίληθον απάντων».
 
Η θλίψη για τα κακά που συμβαίνουν, όχι στο δικό σου αλλά στα παραδίπλα σπίτια, είναι μια υπόθεση βαθιάς συναισθηματικής ταύτισης με τους πάσχοντες. Μιας ταύτισης που σου κόβει την ανάσα: νιώθεις, με το μυαλό και την καρδιά, πως η πορεία και του δικού σου βίου κρέμεται σε μια κλωστή, πως από μια πανουργία της τύχης δεν ήσουν εσύ ο δέκτης του κακού. Και πως, όπως τα περισσότερα, βασίζονται στην τυχαιότητα της καταγωγής, έτσι κι ο θάνατος. Στα τρένα, ας πούμε, στα πλοία, στα αστικά λεωφορεία μοναχά ο λαουτζίκος μπαινοβγαίνει ενώ το κεφάλαιο πορεύεται ιδιωτικώς.
 
Αυτή η παραλυτική αίσθηση εγγύτητας με το θανατικό, αυτή προκαλεί το πένθος για ανθρώπους που δεν αντίκρυσες ποτέ στη ζωή σου: για να πενθήσεις, πρέπει να κατανοείς βαθιά μέσα σου πως εύκολα μπορείς κι εσύ να πάθεις. Από το πάσχω (πέ/πονθ/α), εξάλλου, προέρχεται το πένθος.
 
Οι άνθρωποι που κινούνται πέραν, πάνω και μακριά από τη κοινωνία, αυτοί που στις σχέσεις εκμετάλλευσης έχουν το πάνω χέρι, δεν είναι ότι δεν λυπούνται. Είναι, όμως, κομματάκι αλλιώς ο τρόπος τους. Και αφού τυγχάνουν θιασώτες του εμπορεύειν, θα κάτσουν να λογαριάσουν κι εδώ το διάφορο. Δεν είναι από απανθρωπιά, είναι από συνήθεια. Στην κουλτούρα τους, το κέρδος είναι βασική αξιακή αρχή. Ο υπαρξιακός τρόμος μπροστά στο πεπερασμένο δεν τους ακουμπά. Έτσι, όσα περί «θυσίας» εκστόμισαν οι παρατρεχάμενοι της εξουσίας σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται: από τη μια, δεν έχουν καν διαδρομή να φτάσουν στην κατανόηση του πόνου, από την άλλη, ακόμη και αν έφταναν, πάλι το ίδιο θα ‘λεγαν: πως και το θανατικό έχει τη χρησιμότητά του. Και την ιδεολογική του χρήση.
 
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σπορτίβ και νηπενθής, εξέδραμε στο Αμαρούσιον, έχοντας, εκεί στα βόρεια, το πλεονέκτημα της έδρας. Παπαγάλισε εκ νέου τα περί θυσίας, αγνοώντας πως θυσία κατά κυριολεξία σημαίνει να στέλνεις κάπο@ αθώο/α στο θάνατο επί τούτου, σημαίνει δηλαδή πως, επί της ουσίας, σκοτώνεις για να εξευμενίσεις τους θεούς. Και αποκάλεσε την τραγωδία στα Τέμπη «τραγικό ατύχημα», αγνοώντας επίσης πως ατυχήματα ονομάζουμε τροχαία, και άλλα συμβάντα, δίχως νεκρούς. Ακόμα και μια νεκρή γυναίκα κι ένας νεκρός άντρας μετατοπίζει τη γλώσσα και τη σημαντική της. Τούτα όμως στη διάνοια του Κ. Μητσοτάκη, των λογογράφων και των συμβουλατόρων του είναι γράμματα ψιλά.
 
Όμως, οι νηπενθείς εμπορευόμενοι, που τη μια μέρα δημοσιοποιούν τεθλιμμένα στιγμιότυπα, την επόμενη κάνουν τη «θυσία» ευκαιρία και τη μεθεπόμενη επιστρέφουν, σαν άλλοτε, στις «καλές δουλειές», έχουν ήδη αποδειχτεί νηκερδείς για το λαό. Ζημιογόνοι πέρα για πέρα, μετατρέπουν, τέτοιες μέρες, με το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση του νερού, ένα ακόμα, πρωταρχικό, δημόσιο αγαθό σε εμπόρευμα.
 
Διότι, κατά τον προσφιλή τους, Άνταμ Σμιθ, δεν απευθύνονται στην καλοσύνη του χασάπη ή του αρτοποιού για το δείπνο τους αλλά στο προσωπικό τους συμφέρον, δεν απευθύνονται στην ανθρωπιά τους αλλά στο ίδιον όφελος από την κάθε προσφορά.
 
Να σταματήσουν εδώ οι ζημιές, είναι πια πασιφανές λαϊκό πρόταγμα.

Κατέ Καζάντη