Ο πυρήνας του αυταρχικού κράτους είναι ο μηχανισμός του φόβου: η διασπορά του φόβου στις μάζες ώστε να συσπειρώνονται γύρω από τον ηγέτη – πατερούλη, να γίνονται ανεκτικές στην τυραννία, αφού τούτη συμβαίνει για «χάρη τους», ώστε εν τέλει να μην αντιδρούν στο σφετερισμό κάθε ίχνος δικαιώματος.
Η κατασκευή εχθρών είναι η νούμερο 1 προτεραιότητα: από τη «μπολσεβίκικη πανούκλα» και τους Εβραίους του Χίτλερ, στην έγερση του ρατσισμού και τη στοχοποίηση των μεταναστών και των αλλόθρησκων της αστικής δημοκρατίας, η δαιμονική τυποποίηση του Άλλου μέσα από φτιαχτά, τρομαχτικά, χαρακτηριστικά, παραμένει απαράλλαχτη.
Το κράτος – εγκληματίας προβάλλεται, έτσι, ως κράτος – προστάτης: η ενίσχυση της οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής μέσα σε αυστηρά πλαίσια, που το ίδιο προφανώς ορίζει, λειτουργεί αντιχειραφετιτικά.
Να καθυποτάσσεται η ενέργεια των μαζών ή να ανακατευθύνεται, εναντίον του δήθεν εχθρού και προς όφελος των από πάνω, είναι η διαδικασία του ολοκληρωτισμού που προστατεύει τους θύτες.
Οι «φρουροί του κράτους» κρατούν έτσι κάθε προνόμιο για πάρτη τους.
Οι μάζες – φτωχοδιάβολοι μπορούν να τσακώνονται, ανενόχλητες, μεταξύ τους. Έχουν ήδη πειστεί ότι ο εχθρός είναι ο διπλανός. Κι έχουν αναθέσει την εξουσία στους πατερούληδες που «ξέρουν». Την ίδια ώρα, βέβαια, οι ολίγοι, με κάθε τρόπο, κερδοσκοπούν τσεπώνοντας τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο.
Τώρα η «πατρίς» κινδυνεύει ξανά: το σύνδρομο του πολιορκημένου πολίτη ενεργοποιείται για να εργαλειοποιηθεί ως μηχανισμός λήθης, ο οποίος και κονιορτοποιεί κάθε διάθεση για κοινωνική αμφισβήτηση –πολύ δε περισσότερο για ενεργό αντι-δράση.
Εκεί, λοιπόν, που το πανελλήνιο ασχολούνταν με την τραγωδία των Τεμπών, υπόθεση με πολλές προεκτάσεις –εκχώρηση εθνικού πλούτου σε πολυεθνικές, κρατική απέχθεια για τον δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών κ.ο.κ.- ενέσκηψε παλαιός, κομματάκι ξεχασμένος, «εχθρός»: ο ανθρωπότυπος του Εξαρχειώτη, όπως τούτος κατασκευάστηκε από την προπαγάνδα.
Μπάχαλος που τα σπάει, που κατακαίει περιουσίες, που καταλαμβάνει κτίρια, που, κοντολογίς, διαταράσσει την αστική γαλήνη.
Ο ανθρωπότυπος τούτος εισβάλλει και στα πανεπιστήμια. Δέρνει εργαζόμενες, φοράει κουκούλα και γρονθοκοπεί επιστήμονες, καταστρέφει υποδομές.
Αλλά το κράτος – πατερούλης γρηγορεί: εισβάλλει σε άδεια (!) αλλά –οποία αντινομία!- «κατειλημμένα» κτίρια, στέλνει τα ΜΑΤ να «πολεμήσουν», απαγορεύει τις συναθροίσεις –βλέπε λόφος Στρέφη. Εξαγγέλλει ατζέντα για τη βία των ανηλίκων, επαναφέροντας τα αναμορφωτήρια, χρησιμοποιεί ως μόστρα, κατά την εξαγγελία των μέτρων, μαθήτρια ιδιωτικού σχολείου, απαξιώνοντας και σημειολογικά το δημόσιο, στήνει μνημόσυνα για τη Μαρφίν, δείχνοντας με το δάχτυλο, ως εγκληματία, πάλι τον ίδιο ανθρωπότυπο, τον «αντιεξουσιατή».
Στο μεταξύ, βοηθεία των ΜΜΕ που αφιερώνουν τα δελτία ειδήσεων σε τέτοια «γεγονότα», ο πραγματικός εχθρός λησμονείται. Η «ιδιωτική πρωτοβουλία», εκείνοι οι τύποι ακριβώς που αφαιμάζουν τις λαϊκές τάξεις, πριμοδοτούμενοι από το αυταρχικό κράτος, μετατρέπονται σε «άριστους» που θα επαναδιαμορφώσουν το «κακό» δημόσιο, του βολέματος και της διαφθοράς.
Οπότε, εταιρείες παντού: στις πλατείες και στους λόφους, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, στην πρόνοια και στα νοσοκομεία. Οι πολίτες επικροτούν. Η παλιά, δοκιμασμένη συνταγή πιάνει. Και συσπειρώνει τους λαούς γύρω από τον «ηγέτη». Οι ιδέες του γίνονται κτήμα λαϊκό.
«…Μέχρι τον Χίτλερ, οι άνθρωποι γενικά ανέχονταν απλά την τυραννία.
Στην εποχή του όμως προχώρησαν ένα βήμα παραπέρα στον παραλογισμό, υποστηρίζοντας ενεργά την τυραννία, ενάντια στα ίδια τα ζωτικά τους συμφέροντα. Για πρώτη φορά στην ιστορία, αποκαλύφθηκε η μέχρι τότε άγνωστη διαδικασία του ανορθολογισμού στην κοινωνική διαδικασία…».
Το συμπέρασμα του Βίλχελμ Ράιχ για τα αίτια της επικράτησης του ναζισμού δύναται να απαντήσει και στο ερώτημα για τα αίτια της έλλειψης κάθε μαζικής αντίδρασης των εκμεταλλευομένων στους εκμεταλλευτές. Η ανοχή στην καταπίεση, στη φτώχεια και τη χαμοζωή και η ταυτόχρονη «ψήφος εμπιστοσύνης» στον τύραννο – προστάτη περνά μέσα από τη δαιμονοποίηση του Διπλανού.
Οι κοινωνικά αποθαρρυμένοι βρίσκουν εύκολο στόχο: εξαντλούν την εχθρότητα και την περιφρόνησή τους σε μια συστημική κατασκευή, διόλου απειλητική στην πραγματικότητα, που προσβάλλει μοναχά το φαντασιακό.
Η Μητσοτάκειος πολιτική ποινικοποιεί τα πάντα, από τις απεργίες και τις ιδέες –διώξεις εκπαιδευτικών- μέχρι τις συναυλίες και τις συλλογικές διαμαρτυρίες.
Αλλά όχι τα εργατικά ατυχήματα: εκεί φταίνε οι απρόσεκτες/οι εργάτριες/τες. Ούτε τα τραγικά δυστυχήματα: και εκεί ο λαϊκός παράγοντας φταίει που «μπήκε-με-ρουσφέτι-στη-δουλειά».
Η κρατική καταστολή, λοιπόν, είναι, ξανά εδώ. Παράγινε εξάλλου το κακό με τις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη. Καιρός να ξαναπιάσουμε την κόκκινη κλωστή των Εξαρχείων, των κουκουλοφόρων και των κακούργων φοιτητών.