Στις 17 Μαρτίου, η καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μαρία Καραμεσίνη έδωσε διάλεξη στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Χαλανδρίου, με τίτλο «Φροντίδα ηλικιωμένων και δημογραφική γήρανση». Λόγω της τραγικής για τη χώρα μας επικαιρότητας του θέματος, θεωρήσαμε σκόπιμο να ζητήσουμε από την ομιλήτρια να μας στείλει μια σύνοψη τής εν λόγω παρουσίασης, προκειμένου να τη δημοσιεύσουμε στις Ιδέες. Η Καραμεσίνη, φίλη και συνεργάτιδα της Εποχής από τα πρώτα βήματά της, αποδέχθηκε πρόθυμα το αίτημά μας και μας έστειλε το παρακάτω άρθρο, με τη σημείωση ότι η διάλεξή της «…στηρίχτηκε σε προσωρινά ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος GELDER IN Το ελληνικό σύστημα φροντίδας αντιμέτωπο με τη δημογραφική γήρανση: οι προκλήσεις της συμπεριληπτικότητας και της ισότητας των φύλων (Πάντειο Πανεπιστήμιο – Εργαστήριο Σπουδών Φύλου)». Το σαφές, περιεκτικό και τεκμηριωμένο, όπως πάντα κείμενο της συγγραφέως, δεν περιέχει μόνο χρήσιμες πληροφορίες για τη δυστοπία του ελληνικού συστήματος φροντίδας ηλικιωμένων, αλλά και κάποιες αριστερές, εναλλακτικές κατευθύνσεις πολιτικής για την βελτίωσή του. Την ευχαριστούμε πολύ.
Χ.Γο.
Η δημογραφική γήρανση συγκαταλέγεται, μαζί με τον οικολογικό, ψηφιακό και κοινωνικό μετασχηματισμό, στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όλες οι αναπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη όσον αφορά τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική τους πολιτική. Εκτός από την ανάγκη επενδύσεων στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζόμενων, ώστε αυτοί να ανταποκρίνονται στον ρυθμό της τεχνολογικής αλλαγής, η δημογραφική γήρανση συνεπάγεται την αύξηση των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής ασφάλισης ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς και των αναγκών χρηματοδότησης των συστημάτων μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων.
Στον τομέα της μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων, όλα τα κοινωνικά κράτη στις αναπτυγμένες οικονομίες εμφανίζουν σήμερα σημαντικά κενά/ελλείμματα κάλυψης αναγκών, που τροφοδοτούν την «κρίση φροντίδας». Μπροστά στην απειλή διόγκωσης αυτών των κενών λόγω της ταχείας δημογραφικής γήρανσης και τον κίνδυνο εμφάνισης δημόσιων ελλειμμάτων εάν χρειαστεί να αυξηθούν υπέρμετρα οι δημόσιες δαπάνες για να χρηματοδοτήσουν την κάλυψη των κενών φροντίδας, σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη ξεκίνησαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 να πραγματοποιούν συνεχείς αλλαγές και μεταρρυθμίσεις των συστημάτων φροντίδας ηλικιωμένων.
Σε πλήρη αντίθεση με την παραπάνω τάση, η Ελλάδα δεν προχώρησε σε καμία ουσιαστική αλλαγή του συστήματός της τις τελευταίες δεκαετίες και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλα κενά κάλυψης αναγκών/ελλείμματα φροντίδας των ηλικιωμένων και με μια καλπάζουσα δημογραφική γήρανση σε συνδυασμό με μείωση πληθυσμού. Η μεταρρύθμιση του ελληνικού συστήματος από τη σημερινή κυβέρνηση είναι προ των πυλών. Το ερώτημα είναι σε ποια κατεύθυνση;
Ελλείμματα/κρίση – καθολικό δικαίωμα στη φροντίδα – έμφυλη ισότητα
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Τα κενά/ελλείμματα φροντίδας ηλικιωμένων σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες απορρέουν από την αδυναμία της προσφοράς φροντίδας –από την οικογένεια, το κράτος, τον ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα– να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση που προκαλεί η δημογραφική γήρανση.
Η αδυναμία της οικογένειας να παρέχει άτυπη (δωρεάν) φροντίδα που να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες των ηλικιωμένων μελών της οφείλεται, αφενός, στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και, αφετέρου, στις αλλαγές της δομής της οικογένειας. Ως αποτέλεσμα των έμφυλων κοινωνικών ρόλων, η άτυπη (δωρεάν) φροντίδα ηλικιωμένων ήταν και παραμένει κυρίως γυναικεία υπόθεση, την οποία επωμίζονται περισσότερο οι γυναίκες άνω των 40 ετών. Λόγω της αυξημένης συμμετοχής των τελευταίων στην αμειβόμενη εργασία και της ανόδου της ηλικίας συνταξιοδότησής τους, αυτές (μπορούν να) διαθέτουν πολύ λιγότερο χρόνο σε σχέση με το παρελθόν για να φροντίζουν ηλικιωμένους γονείς/ συγγενείς. Επίσης, σήμερα τα ζευγάρια κάνουν λιγότερα παιδιά, που όλο και συχνότερα ζουν και εργάζονται σε άλλη περιοχή ή χώρα από αυτή των γονιών τους, άρα αδυνατούν αντικειμενικά να τους φροντίσουν στα γηρατειά. Τα μεγαλύτερα ελλείμματα/κενά και η σοβαρότερη κρίση φροντίδας εμφανίζονται στις χώρες με οικογενειοκεντρικά συστήματα φροντίδας ηλικιωμένων, όπου το κράτος δεν παρεμβαίνει αρκετά ώστε να αντισταθμίσει την αδυναμία παροχής άτυπης φροντίδας από την οικογένεια.
Ο βασικός στόχος μιας συμπεριληπτικής πολιτικής κοινωνικής φροντίδας που προάγει την κοινωνική ένταξη είναι η εξασφάλιση στα μη αυτοεξυπηρετούμενα και εξαρτώμενα ηλικιωμένα άτομα ενός καθολικού δικαιώματος σε επαρκή, προσιτή και ποιοτική μακροχρόνια φροντίδα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επιπρόσθετος στόχος είναι η ίση κατανομή μεταξύ ανδρών και γυναικών της άτυπης φροντίδαςπου παρέχεται από τα μέλη της οικογένειαςστους ηλικιωμένους γονείς/συγγενείς.
Ελλάδα: η τρίτη πιο γηρασμένη χώρα της ΕΕ
Η Ελλάδα είναι σήμερα η τρίτη πιο γηρασμένη χώρα της ΕΕ, μετά τη Φινλανδία και την Πορτογαλία. Στη χώρα μας, η ταχεία γήρανση συμβαδίζει με τη συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού. Μεταξύ 2011 και 2021 ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 332,7 χιλιάδες άτομα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των απογραφών. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πτώση της γονιμότητας των προηγούμενων δεκαετιών αλλά και στο αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο της μνημονιακής περιόδου.
Οι δημογραφικές προβολές της ΕΕ είναι αποκαλυπτικές. Προβλέπουν ότι, μεταξύ 2022 και 2070, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 2,4 εκατομμύρια (25%) και το ποσοστό των ατόμων 65+ ετών (δείκτης γήρανσης) θα ανέλθει από το 22,8% στο 33% του συνολικού πληθυσμού. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αντίθετες τάσεις που θα σημειωθούν στο εσωτερικό του πληθυσμού των ηλικιωμένων. Συγκεκριμένα, τα άτομα ηλικίας 65-79 ετών θα μειωθούν κατά περίπου 322 χιλιάδες, ενώ αυτά 80+ ετών θα αυξηθούν κατά περίπου 525 χιλιάδες (71%). Η ταχεία διόγκωση του πληθυσμού των υπέργηρων ατόμων 80+ ετών θα συνοδευτεί από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση: κατά 7,7 έτη στους άνδρες (από τα 80,8 στα 86,5 έτη) και κατά 6,2 έτη στις γυναίκες (από τα 84,2 στα 90,4 έτη). Λόγω του υψηλότερου προσδόκιμου ζωής σε σχέση με τους άνδρες, οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του υπέργηρου πληθυσμού και θα συνεχίσουν να είναι.
Κύρια πρόκληση: φροντίδα των ηλικιωμένων 80+
Από τις παραπάνω δημογραφικές προβολές γίνεται φανερό ότι, τις επόμενες δεκαετίες, κύρια πρόκληση για το ελληνικό σύστημα φροντίδας ηλικιωμένων θα αποτελεί η ικανοποίηση των αναγκών φροντίδας του υπέργηρου πληθυσμού που έχει πολύ μεγαλύτερες ανάγκες εντατικής φροντίδας συγκριτικά με τους υπόλοιπους ηλικιωμένους, επειδή εμφανίζει μεγαλύτερη συχνότητα και διάρκεια χρόνιων και σοβαρών παθήσεων. Το 2023, 89,5% του πληθυσμού 85+ ετών αντιμετώπιζε μακροχρόνιους σοβαρούς ή κάποιους περιορισμούς στις συνήθεις δραστηριότητές του λόγω προβλημάτων υγείας, έναντι 70% εκείνου 75-84 ετών.
Η ικανοποίηση των αναγκών φροντίδας του υπέργηρου πληθυσμού 80+ ετών αποτελεί ένα πολύ μεγάλο στοίχημα πολιτικής, το οποίο είναι δύσκολο να κερδηθεί χωρίς ριζικές αλλαγές στη λογική, τις οργανωτικές αρχές και τα χαρακτηριστικά του σημερινού συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων και χωρίς δημόσιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας.
Οικογενειοκεντρικό σύστημα με μεγάλα κενά φροντίδας
Το ελληνικό σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας κατατάσσεται στα λιγότερο συμπεριληπτικά της Ε.Ε. Τα μεγάλα κενά/ελλείμματα κάλυψης των αναγκών φροντίδας των ηλικιωμένων που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν οφείλονται στην οικογενειοκεντρική του λογική, σύμφωνα με την οποία η οικογένεια είναι υπεύθυνη για τη φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της, γεγονός που συνοδεύεται από την υπανάπτυξη της κοινωνικής φροντίδας για τα εξαρτώμενα ηλικιωμένα άτομα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 2021, το 29% του πληθυσμού 65+ ετών της Ελλάδας με τουλάχιστον τρεις περιορισμούς στις καθημερινές του δραστηριότητες δεν λάμβανε καθόλου φροντίδα, ενώ το 33% λάμβανε μόνο οικογενειακή φροντίδα, έναντι 22% κατά μέσο όρο σε 20 ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ.
Άτυπη οικογενειακή φροντίδα: γένους θηλυκού, αλλά όχι μόνο
Η παροχή άτυπης (δωρεάν) φροντίδας στα εξαρτώμενα ηλικιωμένα άτομα από μέλη της οικογένειάς τους είναι ως γνωστόν κυρίως γένους θηλυκού, αν και οι έμφυλες διαφορές στη φροντίδα ηλικιωμένων είναι πολύ μικρότερες συγκριτικά με τη φροντίδα παιδιών. Πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) έδειξε ότι, το 2022, 48% των γυναικών έναντι 37% των ανδρών ηλικίας 16-74 ετών στην Ελλάδα παρείχαν καθημερινά άτυπη φροντίδα σε ηλικιωμένο ή ανάπηρο, επί τουλάχιστον τρεις μήνες. Οι ανισότητες φύλου ως προς την κατανομή της εργασίας φροντίδας ισχύουν πολύ περισσότερο στον επίσημο τομέα της μακροχρόνιας φροντίδας στην Ελλάδα, όπου το 97% των εργαζόμενων είναι γυναίκες, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό μετανάστριες.
Η οικογενειοκεντρική λογική του ελληνικού συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας συγκρούεται με τις μεγάλες αλλαγές που έχουν επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες ως προς την απασχόληση των γυναικών, που επηρεάζουν τη δυνατότητα παροχής άτυπης φροντίδας στους ηλικιωμένους από τις κόρες, τις νύφες, τις ανιψιές και άλλες γυναίκες συγγενείς. Όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα, το 2023, 66% των γυναικών 40-59 ετών εργάζονταν, έναντι 40% το 1995. Τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν χαμηλότερα για τις γυναίκες 60-64 ετών, αλλά η τάση ήταν ανοδική μεταξύ 2013 και 2023. Τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι συνεχίζεται η άνοδος της συμμετοχής των γυναικών 40+ ετών στην αμειβόμενη εργασία, περιορίζοντας την ικανότητα όλο και περισσότερων οικογενειών να καλύψουν με άτυπη φροντίδα τις ανάγκες ηλικιωμένων μελών που ζουν περισσότερο και των οποίων τα μακροχρόνια προβλήματα υγείας διαρκούν περισσότερο. Οι ισχύουσες σήμερα στη χώρα μας άδειες απουσίας από την εργασία των εργαζόμενων φροντιστών/ριών αφορούν μόνο έκτακτα περιστατικά, ενώ το δικαίωμά τους σε ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας είναι πρόσφατη ρύθμιση, με δύσκολη εφαρμογή στον ιδιωτικό τομέα.
Κοινωνική φροντίδα: υπολειμματικό κοινωνικό κράτος
Οι δημόσιες παροχές του ελληνικού συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας είναι «υπολειμματικές», αφού το κράτος παρεμβαίνει μόνο όταν δεν υπάρχει οικογένεια ή όταν αυτή δεν μπορεί να φροντίσει το εξαρτώμενο ηλικιωμένο μέλος. Εμβληματική υπηρεσία, από αυτήν την άποψη, είναι η παροχή φροντίδας στο σπίτι από τους δήμους σε μη αυτοεξυπηρετούμενα ηλικιωμένα άτομα που μένουν μόνα τους. Όμως, λόγω της δραματικής υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων, ακόμα και αυτή η σημαντική υπηρεσία παρέχεται σε ένα υποσύνολο της συγκεκριμένης ομάδας ηλικιωμένων και σε αραιή συχνότητα, αφήνοντας ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών αναγκών φροντίδας. Το 2022, το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» εξυπηρετούσε πανελλαδικά 67.000 ηλικιωμένους, ενώ ο ιδιωτικός τομέας (κερδοσκοπικός ή μη) και η Εκκλησία λειτουργούσαν 316 κλειστές μονάδες φροντίδας (γηροκομεία), που φιλοξενούσαν 14.300 ηλικιωμένους. Ο ελλιπής κρατικός έλεγχος στις κλειστές μονάδες φροντίδας φέρνει συχνά στη δημοσιότητα κρούσματα παραβατικότητας, που καθιστούν την ιδρυματική φροντίδα ακόμα περισσότερο αντιδημοφιλή στους ηλικιωμένους και τις οικογένειές τους.
Ιδιωτική φροντίδα, μετανάστριες στο σπίτι, ταξικές ανισότητες
Η βαθμιαία μείωση της διαθεσιμότητας των γυναικών στην Ελλάδα να παρέχουν άτυπη φροντίδας προς τα ηλικιωμένα μέλη της οικογένειάς τους λόγω εργασίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη υπηρεσιών φροντίδας ηλικιωμένων από το κράτος, είχαν οδηγήσει από τη δεκαετία του 1990 τους ηλικιωμένους και τις οικογένειές τους στη λύση της πρόσληψης μεταναστριών επί πληρωμή για να παρέχουν φροντίδα κατ’ οίκον συχνά, αλλά όχι πάντα, σε 24ωρη βάση. Αν και η ποιότητα της φροντίδας δεν ήταν εξασφαλισμένη, ωστόσο οι μετανάστριες αποτέλεσαν τον «από μηχανής θεό» για την κάλυψη των αναγκών πολλών χιλιάδων ηλικιωμένων. Η λύση αυτή εξαπλώθηκε τη δεκαετία του 2000, περιορίστηκε δραστικά στην κρίση του 2008 και την περίοδο των μνημονίων, λόγω της δραματικής μείωσης του εισοδήματος των μεσαίων στρωμάτων, για να επανακάμψει τα τελευταία χρόνια.
Σήμερα, οι αμοιβές των φροντιστριών που μένουν στο σπίτι του ηλικιωμένου ατόμου και παρέχουν φροντίδα επί 24ωρης βάσης κυμαίνονται από 900 έως 1.300 ευρώ το μήνα. Συνεπώς, η ιδιωτική επί πληρωμή φροντίδα κατ’ οίκον καλύπτει τις ανάγκες μόνο των ευκατάστατων ηλικιωμένων/νοικοκυριών και αναπαράγει τις ταξικές ανισότητες ως προς τη λήψη φροντίδας και την ικανοποίηση των σχετικών αναγκών. Το 2019, μόνο το 26,8% του πληθυσμού 75 ετών και άνω με σοβαρούς περιορισμούς δραστηριότητας έκανε χρήση υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας στην Ελλάδα, έναντι 40,3% στην ΕΕ. Φαίνεται λοιπόν ότι στη χώρα μας γίνεται συγκριτικά περιορισμένη χρήση από τα ηλικιωμένα άτομα ιδιωτικών υπηρεσιών φροντίδας στο σπίτι, λόγω της ανυπαρξίας επιδομάτων φροντίδας και του χαμηλού ύψους των συντάξεων της πλειονότητας των ηλικιωμένων. Ωστόσο, ακόμα και η σχετικά περιορισμένη ζήτηση έρχεται αντιμέτωπη με τη μειωμένη προσφορά μεταναστριών που είναι διαθέσιμες να εργαστούν ως φροντίστριες, αφού τα μεταναστευτικά ρεύματα στρέφονται πλέον προς οικονομίες με υψηλότερους μισθούς.
Μεταρρύθμιση του ελληνικού συστήματος – διεθνείς τάσεις
Είναι φανερό ότι η προβλεπόμενη αύξηση κατά 71% του υπέργηρου πληθυσμού 80+ ετών μεταξύ 2022 και 2070 καθιστά επιτακτική την ανάγκη μεταρρύθμισης του οικογενειοκεντρικού ελληνικού συστήματος. Επειδή η μεταρρύθμιση που αναμένεται να ανακοινώσει η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες θα πάρει θέση απέναντι σε διλήμματα πολιτικής, καλό είναι να γνωρίζουμε τις διεθνείς και ευρωπαϊκές τάσεις στις πολιτικές μακροχρόνιας φροντίδας.
Κύριος στόχος των πολιτικών μακροχρόνιας φροντίδας διεθνώς είναι να αυξήσουν την κάλυψη των αναγκών των ηλικιωμένων (συμπεριληπτικότητα), περιορίζοντας κατά το δυνατόν τις επιπρόσθετες κρατικές δαπάνες στο μίγμα χρηματοδότησης, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στα δημόσια ελλείμματα. Αντί της επέκτασης και ποιοτικής αναβάθμισης των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους, ο στόχος της συγκράτησης των δημοσίων δαπανών έχει οδηγήσει τις τελευταίες δεκαετίες στις παρακάτω πολιτικές και κατευθύνσεις μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών συστημάτων μακροχρόνιας φροντίδας:
Α) Παροχή επιδομάτων/voucher φροντίδας στους ηλικιωμένους, με ελευθερία επιλογής παρόχου. Η υιοθέτηση τέτοιου είδους πολιτικών υποκαθιστά την έννοια του πολίτη ως φορέα δικαιωμάτων με αυτήν του καταναλωτή, και έχει δώσει ώθηση στην ανάπτυξη μιας ιδιωτικής αγοράς φροντίδας και στον ανταγωνισμό μεταξύ παρόχων (ιδιωτικών και δημόσιων).
Β) Επιδότηση της άτυπης φροντίδαςπου παρέχεται από τα μέλη της οικογένειας:άδειες μετ’ αποδοχών σε εργαζόμενες-ους με υποχρεώσεις φροντίδας, επιδόματα σε άτυπες/ους φροντίστριες/ές που δεν εργάζονται.
Γ) Δημιουργία νέου κλάδου ασφάλισης για τη μακροχρόνια φροντίδα, είτε μόνο ιδιωτικής είτε ενός συνδυασμού υποχρεωτικής (με εισφορές εργαζομένων εργοδοτών) και ιδιωτικής, όπως στη Γερμανία.
Δ) Ανάθεση δημόσιων/κοινωνικών υπηρεσιών φροντίδας για εξοικονόμηση κόστους σε ιδιώτες παρόχους (επιχειρήσεις ή φορείς του μη κερδοσκοπικού τομέα).
Όσον αφορά τους στόχους της βελτίωσης της ποιότητας της φροντίδας και της προσέλκυσης εργατικού δυναμικού στον τομέα της μακροχρόνιας φροντίδας, μια σημαντική δέσμη πολιτικών αφορά την επαγγελματοποίηση της φροντίδας και την αύξηση των αμοιβών των φροντιστριών/ών στον επίσημο τομέα, τη ρύθμιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στη κατ’ οίκον παροχή φροντίδας (αμοιβές, όροι εργασίας, ασφαλιστικά δικαιώματα) όπως και των δικαιωμάτων των άτυπων φροντιστριών-ών.
Προς το παρόν, οι μισές χώρες της ΕΕ αποκλείουν τους κατ’ οίκον εργαζόμενους από το πεδίο εφαρμογής του εργατικού δικαίου, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μεταναστριών που φροντίζουν ηλικιωμένους-ες στο σπίτι είναι αδήλωτες, ενώ η περιοριστική ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία για τη μετανάστευση δυσκολεύουν σε όλες τις χώρες την κάλυψη των μεγάλων ελλείψεων εργατικού δυναμικού.
Εναλλακτικές κατευθύνσεις πολιτικής
Σε αντίθεση με την αντίληψη της πρωτοκαθεδρίας της ιδιωτικής αγοράς φροντίδας και της (μερικής) εμπορευματοποίησης της άτυπης φροντίδας για την κάλυψη των αναγκών που διαπνέει τις παραπάνω κατευθύνσεις πολιτικής, μια αριστερή-προοδευτική πρόταση για τη μεταρρύθμιση του ελληνικού συστήματος μακροχρόνιας φροντίδας θα έπρεπε να έχει ως κύριους στόχους α) την ενίσχυση, επέκταση και ποιοτική αναβάθμιση των δομών και υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας, β) τη θέσπιση ειδικών αδειών μετ’ αποδοχών για τους εργαζόμενους-ες με υποχρεώσεις φροντίδας ηλικιωμένων, γ) την απαγόρευση της σύνδεσης των όποιων επιδομάτων φροντίδας με την πρόσληψη συγγενών, που οδηγεί στην μετάλλαξη των συγγενικών σχέσεων αγάπης, αλληλοβοήθειας και αμοιβαιότητας σε συναλλακτικές, καθώς και στην καθήλωση των γυναικών στο σπίτι, δ) τη θέσπιση προδιαγραφών ποιότητας και τον έλεγχο των παρεχόμενων υπηρεσιών από τις μονάδες ιδρυματικής/κλειστής φροντίδας και την αναβάθμιση των όρων εργασίας και αμοιβής των φροντιστριών σε αυτές, και ε) τη ρύθμιση των προσόντων και δεξιοτήτων, των όρων απασχόλησης και των συνθηκών εργασίας των κατ’ οίκον εργαζόμενων φροντιστριών-ών.
Το καθολικό δικαίωμα των ηλικιωμένων στη φροντίδα, η ίση κατανομή της άτυπης φροντίδας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η αναγνώριση και αναβάθμιση της εργασίας φροντίδας, η ίση μεταχείριση των μεταναστριών-ών ως εργαζόμενων αποτελούν την πυξίδα.