Στην Ευρώπη, σήμερα, αναδεικνύεται ως μείζον θεσμικό και πολιτικό ζήτημα το γεγονός ότι οι εχθροί της δημοκρατίας αξιοποιούν τις θεσμικές εγγυήσεις των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των συναφών διαδικασιών, δημοκρατικών-κοινοβουλευτικών, ώστε να ανέλθουν στην εξουσία. Έχουμε δει ότι το επιτυγχάνουν. Η Ουγγαρία και η Πολωνία είναι τέτοια παραδείγματα. Παράλληλα, αναδεικνύεται επιτακτικότατα η ανάγκη να αναζητηθούν και να διατυπωθούν δημοκρατικές πολιτικές λύσεις στα προβλήματα και τα αίτια της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που διέρχεται η ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία. Ξέρουμε, βέβαια, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τα τυπικά γνωρίσματα του κράτους δικαίου, ως προς την ισχύ της τυπικής νομιμότητας και των φιλελεύθερων δικαιωματοκρατικών εγγυήσεων, αλλά δημοκρατική δεν είναι. Ουδέποτε καταβλήθηκε ίσης ισχύος και υπευθυνότητας προσπάθεια για την πολιτική, συνταγματική της συνοργάνωση, επί τη βάσει δημοκρατικών αρχών αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης, με αυτήν που στρατηγικώς σχεδιάστηκε και καταβλήθηκε, ώστε να διασφαλιστεί η οικονομικώς φιλελεύθερη πορεία της, που κατέληξε στον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δημοκρατική οργάνωση.
Το πρόβλημά της είναι πρωτίστως πολιτικό. Λείπουν οι πολιτικές που μπορούν να εξασφαλίσουν την απασχόληση, την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, που θα αποκαθιστούν αδικίες και θα μειώνουν τις ανισότητες, ώστε να αντιμετωπίζεται ο κερματισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Πλέον, δεν μιλάμε για διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, αλλά για περιορισμό του κοινωνικού κερματισμού, ώστε να επιδιωχθεί η κοινωνική συνοχή. Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς, όμως, δεν οφείλεται μόνο στις οικονομικές ανισότητες. Οφείλεται και στην αμφισβήτηση των θεμελιωδών δημοκρατικών αρχών και στο ξεθώριασμα της ιστορικής μνήμης. Η κρίση στην Ευρώπη δεν είναι μόνο κρίση οικονομική και πολιτική. Είναι κρίση ταυτοτική. Αυτή εκδηλώνεται μέσα από τον ακροδεξιό εθνικισμό, την ξενοφοβία, τη μισάνθρωπη αντιμετώπιση των προσφύγων. Γι’ αυτό σημειώνεται και σε χώρες που δεν επλήγησαν από την κρίση, που δεν διερράγη ο κοινωνικός ιστός από τις ανθρωποβόρες ανισότητες. Εάν ισχύουν τα παραπάνω, τότε τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα μας δείξουν ότι νυχτώνει στην Ευρώπη.
Τι κόμμα είναι η ΝΔ
Σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο, η αντιμετώπιση της κρίσης στη χώρα μας απαιτεί και συγκρούσεις και συναινέσεις. Σε αυτό το πεδίο, θα δοκιμαστεί η αντίληψη της Αριστεράς για το κράτος. Γιατί το κράτος μπορεί να είναι αυταρχικός μηχανισμός που διεκπεραιώνει και πελατειακές υποθέσεις, που απουσιάζει από την αντιμετώπιση κρίσεων, ενώ είναι καταπιεστικά παρόν ως προς τον περιορισμό κοινωνικών, εργασιακών και άλλων δικαιωμάτων, αλλά μπορεί να είναι και εγγυητής τέτοιων δικαιωμάτων, και ρυθμιστής του ανταγωνισμού και να συντελεί στη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου και βεβαίως στην παραγωγή του. Τα παραπάνω ορίζουν διαφορά πολιτικής αντίληψης, εφόσον το κράτος είναι συμπύκνωση συσχετισμού δυνάμεων. Εφόσον η σχέση πολιτικής και κράτους είναι ο πυρήνας του πολιτικού ζητήματος, τότε αυτή μπορεί να ορίσει και τη μείζονα πολιτική διακύβευση σήμερα, δηλαδή το δημοκρατικό πολιτικό ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι και αντικείμενο της διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς. Για τον πρώτο πόλο της διάκρισης ξέρουμε. Αφορά, άλλωστε, την πολιτική, ιδεολογική και αξιακή μας αυτοσυγκρότηση και αυτογνωσία. Με τον άλλον, όμως, τι θα κάνουμε;
Η Δεξιά, στη χώρα μας, δεν υπήρξε μια δημοκρατική Κεντροδεξιά. Όχι ότι δεν υπήρξαν τέτοιες δυνάμεις στο εσωτερικό της. Ενσωμάτωσε, όμως, μετά τον πόλεμο, όλες τις δυνάμεις του δωσιλογισμού, που συγκρότησαν και το βαθύ, μισαλλόδοξο κράτος. Σαφώς και η μεταπολιτευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, καθώς και του Γεωργίου Ράλλη, αποτέλεσε τομή. Ωστόσο, η Ν.Δ. δεν έγινε ποτέ μια Δεξιά, όπως, π.χ., η γκωλική Δεξιά, που είχε και δημοκρατικό και ρεπουμπλικανικό πνεύμα. Αυτό συνδέεται με το ότι δεν έχουμε ένα κανονικό κράτος, έναν κανονικό ιδιωτικό τομέα, που να μην αναρριχάται ως παρασιτικός κισσός στον κορμό του δημοσίου και να τον απομυζά, στηριζόμενος στις πελατειακές διασυνδέσεις, αλλά ούτε και μια κανονική κοινωνία πολιτών, που ποτέ δεν εξελίχτηκε σε πολιτική κοινωνία, με αντίστοιχη αυτοσυνειδησία. Η Ν.Δ. είναι πρωτίστως κόμμα με φατριαστική δομή, οικογενειακά δίκτυα και μηχανισμούς καλλιέργειας και εκμετάλλευσης της πελατειακής βιοποικιλότητας, εφόσον το κράτος το αντιλαμβάνεται ως περιφραγμένο φέουδο.
Οι κρίσιμες διακυβεύσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, χρειάζονται μια άλλου τύπου Δεξιά από αυτήν που κραυγάζει ότι ο πρωθυπουργός «πρέπει να ηττηθεί όχι για αυτά που κάνει (δηλαδή την πολιτική του) αλλά για αυτά που πιστεύει». Είναι οι «ελαττωματικές ιδέες» της Αριστεράς, όπως είχε δηλώσει ο κ. Μάκης Βορίδης. Βέβαια, να μην ξεχνάμε πως κάποτε οι ελαττωματικές ιδέες «διαγιγνώσκονταν» σε ελαττωματικούς ανθρώπους και, μιας που τα ελαττώματα πρέπει να θεραπεύονται, αυτό το έργο το ανέλαβε ο «Οργανισμός Αναμορφώσεως Μακρονήσου», οπότε η Ν.Δ. δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα που εγκολπώνεται τις αναμορφωτικές ιδέες του Σκαλούμπακα και του Κοθρά μέσω της αποδοχής της παραπάνω δήλωσης. Αυτοί διόρθωναν τις ελαττωματικές ιδέες ξεκινώντας από τα κορμιά αυτών που τις είχαν. Η δήλωση πως, όταν έλθει στην εξουσία, η Ν.Δ. πρέπει να κάνει διοικητικές παρεμβάσεις στον κρατικό μηχανισμό, για να μη γίνει ποτέ ξανά κυβέρνηση η Αριστερά, πλήττει ευθέως τον πολιτικό πλουραλισμό και τον κοινοβουλευτικό θεσμό και παραπέμπει, βεβαίως, στην προρρηθείσα παράδοση της Δεξιάς, που νομιμοποιεί τη νεοναζιστική Άκρα Δεξιά.
Η θέση της Αριστεράς
Υπάρχει, όμως, και η δημοκρατική Κεντροδεξιά παράδοση. Αυτήν εξέφρασε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όταν, προς τιμήν του, μόνος εκείνος από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ., παρέμεινε στο Κοινοβούλιο, κατά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, όταν ο Αβέρωφ είχε αποχωρήσει με τους βουλευτές της. Μπροστά στην υπεράσπιση της δημοκρατίας από τη νεοφασιστική απειλή, η ύπαρξη δημοκρατικής, όχι νεοφιλελεύθερης (π.χ. ο Παναγής Παπαληγούρας θα ήταν φίλα διακείμενος σε μια πολιτική μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων), Κεντροδεξιάς είναι σημαντική. Δεν είναι βέβαια υπόθεση της Αριστεράς η ανασύστασή της. Οφείλει όμως η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο άλλος πόλος της διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς, να έχει ξεκάθαρη θέση, γιατί ξεκάθαρο είναι και το πρόβλημα. Και αυτό δεν είναι άλλο από την κρίση νομιμοποίησης των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών. Σε αυτήν επενδύει η Άκρα Δεξιά. Όταν ο επικεφαλής της Χρυσής Αυγής αισθάνεται ότι έχει την άνεση να προτείνει μετεκλογική κυβερνητική συνεργασία στον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο τελευταίος δεν θίγεται, τότε αυτή η κρίση είναι επικίνδυνα ξεκάθαρη, διότι η Άκρα Δεξιά αποκτά νομιμοποίηση μέσα από την αποδοχή και αναπαραγωγή του αντιδημοκρατικού λόγου της («Η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία») από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Μια θεωρία δημοκρατίας, που θα λειτουργεί και ως θεωρία πολιτικής νομιμοποίησης των συστατικών αρχών του πολιτικού συστήματος, με σκοπό την αναθεμελίωσή του, είναι αναγκαία, εφόσον η κρίση του εξελίσσεται σε κρίση της πολιτικής, της δημοκρατίας και της νομιμοποίησης των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών. Μεγαλύτερη διανοητική ευελιξία μάς επιτρέπει να καταλάβουμε ότι, συχνά, προβλήματα που μοιάζουν ανεπίλυτα φαίνονται έτσι, επειδή δεν τα θέτουμε σε διαφορετικό πλαίσιο, στο οποίο θα ήταν αντιμετωπίσιμα.
Η σύγκρουση των δύο πόλων
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εννοιολόγησης και συμφραζομένων, η αντιπαράθεση και σύγκρουση – που είναι συμφυής με τον πολιτικό πλουραλισμό και τον παρεπόμενο πολιτικό ανταγωνισμό – των δύο πόλων της διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς καθόλου δεν αποκλείει την επίτευξη συναινέσεων σε μείζονος ή και υπαρξιακής σημασίας για τη δημοκρατική πολιτεία ζητήματα. Αυτό ούτε συσκοτίζει τα όρια της διάκρισης ούτε αίρει τη βαθιά τομή που χωρίζει τους πόλους της. Αντίθετα, αποσαφηνίζει τις εσωτερικές αντινομίες του άλλου πόλου, της Δεξιάς, και, επειδή η πολιτική δεν είναι αυτοαναφορική, αλλά είναι πάντοτε προς έτερον, μας επιτρέπει να προσδιορίζουμε με ποια εκδοχή της Δεξιάς είμαστε σε ριζική αντιπαράθεση και με μπορούμε να είμαστε απλώς σε αντιπαράθεση, αλλά και σε διάλογο. Αυτή η δυνατότητα μας εμπλουτίζει και μας δυναμώνει. Μας κάνει πιο αναστοχαστικούς. Η Αριστερά μπορεί να έχει – και έχει – ερείσματα όχι μόνο στην Κεντροαριστερά, αλλά και σε τμήματα της Κεντροδεξιάς. Το ζήτημα είναι ποιες έννοιες κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο και άρα καθορίζουν τη χρήση του στη δημόσια πολιτική σφαίρα. Εδώ είναι η μεγάλη ευθύνη της ηγεσίας της Ν.Δ. και της ακροδεξιάς ρητορείας της, αλλά και της ανοχής της, όταν οι κραυγάζοντες ότι «η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία» βεβηλώνουν τα μνημεία των Εβραίων – θυμάτων του ναζισμού – στη Θεσσαλονίκη και την Καστοριά, επειδή η πατριδοκαπηλεία, στο ταμείο της οποίας περιμένει να εξαργυρώσει την ανοχή και την παρότρυνσή της η ηγεσία της Ν.Δ., είναι το «λίγο πριν» από το νεοναζιστικό έρεβος.
Η υπεράσπιση της δημοκρατίας από την ακροδεξιά απειλή είναι το κατεξοχήν ζήτημα. Το δημοκρατικό πολιτικό ζήτημα, αρραγώς συνδεδεμένο με το κοινωνικό ζήτημα, πρέπει να είναι αντικείμενο και ευθύνη – παρά τις άλλες μεγάλες διαφορές – και των δύο πόλων της διάκρισης. Γι’ αυτό ο άλλος πόλος είναι σημαντικό να είναι μια δημοκρατική Κεντροδεξιά, που θα αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα και του κοινωνικού ζητήματος. Διαφορετικά η Άκρα Δεξιά θα επιλύσει και τα δύο ζητήματα με τον τρόπο που ξέρει. Και τον ξέρουμε και εμείς αυτόν τον τρόπο, γιατί – και παλαιότερα, στην Ευρώπη – αξιοποίησε τις δημοκρατικές διαδικασίες, για να κλείσει τους λογαριασμούς της με τη δημοκρατία. Αλλά πρέπει να παραμείνει ανοιχτός λογαριασμός η δημοκρατία. Γιατί μόνο σε αυτήν έχει νόημα η παραπάνω διάκριση. Γι’ αυτό και η αμφισβήτηση της αξίας της διάκρισης υπονομεύει την πολιτική. Και αυτή η υπονόμευση διευκολύνει την Άκρα Δεξιά. Και σε αυτό έγκειται η ευθύνη και των δύο πόλων της διάκρισης: στο να επαναφέρουν την πολιτική, στο να μην αφήσουν ανυπεράσπιστη τη δημοκρατία, ώστε να παραμείνει δημοκρατία, ώστε να μπορούμε να διακρινόμαστε.
Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Πηγή: Η Εποχή