Χωρίς κατηγορία

Ισχυρά εργαλεία για τη μείωση των ανισοτήτων

Κατώτατος μισθός και συλλογικές διαπραγματεύσεις ευνοούν τη δημιουργία μεσαίων εισοδημάτων

Σε μια περίοδο που στην Ευρώπη ξεσπούν διαμαρτυρίες οι οποίες επηρεάζουν ή εκκινούν με θέμα τον κατώτατο μισθό, και λίγο πριν ανακοινωθούν οι τελικές αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για την αύξηση του αντίστοιχου ελληνικού και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, παραθέτουμε εκτεταμένα αποσπάσματα από την ομιλία του Γκέρχαρντ Μπος, ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Ντουίσμπουργκ-Έσσεν και πρώην διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας, Δεξιοτήτων και Κατάρτισης (IAQ) της Γερμανίας, από την εκδήλωση του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς», σε συνεργασία με το τμήμα Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα «Αύξηση κατώτατου μισθού: εμπόδιο ή εργαλείο για μια δίκαιη και  βιώσιμη ανάπτυξη;».

Του Γκέρχαρντ Μπος

(…) Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα κ.α. πιστεύουν ότι οι θεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας εμποδίζουν την ευελιξία της. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι είναι απαραίτητη η ευελιξία των μισθών, γιατί με τη μείωσή τους μειώνεται η ανεργία. Ένα σημαντικό επιχείρημά τους είναι ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν έχει αρνητικές ή παρεμπίπτουσες παρενέργειες στη ζήτηση, στην καινοτομία, στις εργασιακές δεξιότητες, στο κράτος πρόνοιας, στα έσοδα του κράτους, ή στη δημοκρατία.
Υπάρχουν, όμως, και εναλλακτικές απόψεις. Ο κατώτατος μισθός και οι συλλογικές συμβάσεις είναι το ισχυρότερο εργαλείο για την μείωση της ανισότητας. Αποτελούν μερικούς από τους πολλούς ενσωματωμένους παράγοντες σταθεροποίησης σε μια οικονομική κρίση. Αν υπάρχει, για παράδειγμα, μια ορισμένη σταθερότητα στους μισθούς σε περίοδο κρίσης, αυτό εγγυάται τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε ένα ελάχιστο συγκεκριμένο επίπεδο. Στη Μεγάλη Ύφεση, ξαφνικά, πολλές χώρες αναγνώρισαν τη σημασία των παραγόντων αυτών. Έτσι, εξάλλου, δημιουργείται ένα ισότιμο πλαίσιο για τις εταιρείες που μπορούν να επικεντρωθούν στην ποιότητα αντί στη συνεχή μείωση των μισθών που είναι χρονοβόρα και δημιουργεί συγκρούσεις στους εργασιακούς χώρους.
Κρίσιμοι είναι επίσης και πιθανοί παράγοντες καλής κοινωνικής σχέσης, και λέω πιθανοί γιατί θα πρέπει να υπάρχουν εργοδότες που επιθυμούν τη συνεργασία με τα συνδικάτα, και σωματεία που θα σχεδιάζουν το μέλλον. Μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όχι μόνο μέσω προσλήψεων και απολύσεων, αλλά και μέσω εσωτερικής ευελιξίας, όπως στη Γερμανία που τα συνδικάτα διαπραγματεύονται για περικοπές ωρών εργασίας αντί απολύσεις όταν υπάρχει κρίση. Στη Σουηδία δεν έχουν ένα συγκεκριμένο εργασιακό κώδικα, αλλά συλλογικές συμβάσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη που είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από την κρατική ρύθμιση. Γι’ αυτό, όμως, θα πρέπει να υπάρχουν κοινωνικοί εταίροι. (…)

Αλλαγή οπτικής

Κατά την άποψή μου, η οικονομία θα έπρεπε να είναι μια εμπειρική επιστήμη και όχι θρησκεία. Δεν είμαι βέβαιος όμως οτι συμβαίνει αυτό στην πραγματικότητα. Ο αντίκτυπος του κατώτατου μισθού και των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι ένα εμπειρικό ζήτημα. Μια πρόσφατη έρευνα στη Γερμανία για τον κατώτατο μισθό που ξεκίνησε το 1991 συμπεραίνει ότι δεν υπάρχουν αρνητικές επιδράσεις στην απασχόληση. Υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως στην Ουγγαρία για παράδειγμα, που ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 20%, μια πολύ μεγάλη αύξηση που δημιούργησε προβλήματα. Όλες οι προβλέψεις των φιλελεύθερων οικονομολόγων, όμως, αποδείχθηκαν λανθασμένες.
Υπάρχει μια αλλαγή στην οπτική του ΟΟΣΑ σε ότι αφορά τις διαπραγματεύσεις η οποία με εκπλήσσει. Στη νέα του έκθεση για την αγορά εργασίας συμπεραίνει οτι στις χώρες που υπάρχουν συντονισμένες συλλογικές διαπραγματεύσεις, συλλογικές συμβάσεις που καλύπτουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων και συντονισμός μεταξύ των διαφόρων συμβάσεων υπάρχει υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας. Πρόκειται για μεταστροφή 180 μοιρών σε σχέση με 10 χρόνια πριν και το μόνο συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να επαναφέρουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις αντί να τις καταργούμε. Στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ θα βρούμε μελέτες που σαφώς αναφέρουν ότι οι συλλογικές συμβάσεις έχουν θετική επίδραση και μειώνουν τις ανισότητες. Η κ. Λαγκάρντ έλεγε παλιότερα στις συνεντεύξεις της ότι πρέπει να καταπολεμηθεί η ανισότητα, αλλά ταυτόχρονα καταστρέφει με τις προτάσεις της τα ισχυρότερα εργαλεία για την καταπολέμηση της. Εξάλλου,υπάρχει μια υποτίμηση του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος της απορρύθμισης κατώτατου μισθου και συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σε μια περικοπή κατά 30% των μισθών, ανάλογη αυτής που συνέβη στην Ελλάδα, μειώνονται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, η εσωτερική ζήτηση, οι φόροι που καταβάλονται, με επιπτώσεις που λειτουργούν πολλαπλασιαστικά. Η υποτίμηση του μισθού στην Ελλάδα δεν είχε καμία θετική επίδραση, όπως ισχυρίζονταν οι θεσμοί, στις εξαγωγές, που παραμένουν σταθερές. Τα ελλείμματά της χώρας μειώθηκαν μονο και μόνο επειδή μειώθηκαν οι εισαγωγές. Στα στοιχεία για την Ελλάδα βλέπουμε πόσο λάθος είναι οι προγνώσεις των τελευταίων ετών από τους θεσμούς που υπερασπίζονται τη μείωση του κατώτατου μισθού (…).

Η σχέση μισθού και συλλογικών διαπραγματεύσεων

Έρχομαι τώρα στη σχέση κατώτατου μισθού και συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στο ευρωπαϊκό μοντέλο οι κατώτατοι μισθοί μετρώνται ως ποσοστό του μέσου μισθού. Αν έχουμε υψηλότερο κατώτατο μισθό έχουμε λιγότερους εργαζόμενους με χαμηλότερο εισόδημα. Τα αποτελέσματα αυτά είναι ορατά και γίνονται ισχυρότερα όταν υπεισέρχονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αν έχουμε δηλαδή μεγάλη κάλυψη από συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως στη Σουηδία ή το Βέλγιο, έχουμε πολύ μικρό ποσοστό εργαζομένων με χαμηλό εισόδημα. Η συλλογική διαπραγμάτευση είναι ένα πολύ καλό εργαλείο επομένως για να μειωθεί η ανισότητα. Το ερώτημα είναι πώς συνδέονται αυτά τα δύο.
Ο κατώτατος μισθός είναι σημαντικός μεν αλλά είναι το ελάχιστο, δεν είναι ένας δίκαιος μισθός και δεν μπορούμε να το χρησιμοποιούμε ως εγγύηση για μια δίκαιη αμοιβή για ειδικευμένους εργαζόμενους ή για σκληρές συνθήκες εργασίας. Χρειαζόμαστε, επομένως, και τις συλλογικές συμβάσεις με διαφορετικές μισθολογικές κλίμακες για να υπάρχει δίκαιη αποζημίωση της εργασίας. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, ένα σύστημα που να διασφαλίζει και τα δύο: τους κατώτατους αλλά και τους μέσους μισθούς. Σε χώρες που υπάρχει μόνο ο κατώτατος μισθός, όπως η Ελλάδα, οι μισθοί ακόμα και καταρτισμένων εργαζομένων συγκεντρώνονται στο επίπεδο του κατώτατου μισθού. Αντίθετα στις χώρες που υπάρχουν οι συλλογικές συμβάσεις οι μισθοί συγκεντρώνονται στο κέντρο της μισθολογικής κατανομής, διότι οι καταρτισμένοι εργαζόμενοι και όσοι εργάζονται σε δύσκολες συνθήκες αποζημιώνονται καλύτερα. Επομένως, το μέσο εισόδημα διασφαλίζεται δια των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτό δεν είναι θεωρητικό. Στη Γερμανία, που η κάλυψη των συλλογικών συμβάσεων έφτασε στο 60% από το 85% του 1995, το μέσο εισόδημα συρρικνώνεται.
Στη Γαλλία έχουν ένα υψηλό κατώτατο μισθό, στο 60% του μέσου μισθού, έχουν συλλογικές συμβάσεις και νόμους που απαγορεύουν στις συλλογικές συμβάσεις την περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού. Αν αυξηθεί κατά 100 ευρώ επιπλέον οι κατώτατος μισθός, όλες οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να τύχουν επαναδιαπραγμάτευσης προς τα πάνω. Στο Βέλγιο έχουμε χαμηλό κατώτατο μισθό, αλλά υψηλή κάλυψη από τις συμβάσεις. Εκεί κανένας δεν ενδιαφέρεται για τον κατώτατο μισθό, γιατί όλοι τυγχάνουν υψηλότερων απολαβών λόγω της κάλυψης από τις συλλογικές συμβάσεις. Στην Ουγγαρία υπήρχαν συλλογικές διαπραγματεύσεις, αλλά εκεί οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, 10-15 χρόνια πριν, εισήγαγαν δεύτερο κατώτατο μισθό για τους καταρτισμένους εργαζόμενους που είναι 10% υψηλότερος από τον ελάχιστο. Στη Δανία δεν υπάρχει κατώτατος μισθός γιατί σχεδόν όλοι εκπροσωπούνται από τα σωματεία τους.

Το παράδειγμα της Γερμανίας

Στη Γερμανία έχουμε τον ελάχιστο μισθό και τους βιομηχανικούς κατώτατους μισθούς που αποτελούν προέκταση των συλλογικών συμβάσεων (…). Από τον Ιανουάριο του 2015 έχουμε κατώτατο μισθό και βλέπουμε ότι μετά την εισαγωγή του είχαμε μισθολογικές αυξήσεις της τάξης του 15% στο χαμηλότερο 10% των μισθωτών, ιδιαίτερα στην Αν. Γερμανία, αλλά και στη Δυτική Γερμανία για τους ανειδίκευτους εργάτες και τους ειδικευμένους εργαζόμενους. Υπήρχε δηλαδή σημαντικός αντίκτυπος στη Γερμανία όσον αφορά την κατανομή του εισοδήματος. Τα στοιχεία από το 2012 και μετά φανερώνουν ότι η απασχόληση αυξάνεται κάθε χρόνο κατά 500.000. Δεν υπάρχει αρνητικός αντίκτυπος δηλαδή στην απασχόληση από την προστασία της απασχόλησης. Το 5-10% των εργοδοτών δηλώνουν ότι μετά την εφαρμογή του κατώτατου μισθού χρειάστηκε να απολύσουν εργαζομένους. Κάποιες εταιρείες δεν μπορούν να επιβιώσουν από την εισαγωγή του κατώτατου μισθού, γιατί το επιχειρηματικό τους μοντέλου βασίζεται σε χαμηλούς μισθούς. Θα πρέπει να βελτιώσουν την παραγωγικότητα, να αλλάξουν επιχειρηματικό μοντέλο και αν δεν συμβεί αυτό μερικές εταιρείες θα χρειαστεί να συρρικνωθούν ή να πτωχεύσουν. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι δεν υπήρξε αντίκτυπος στην απασχόληση, γιατί η ζήτηση μετακινήθηκε από τη μια εταιρεία στην άλλη και ο αριθμός των εργαζομένων έβαινε αυξανόμενος.
Έχουμε επομένως σαφέστατα θετικό αντίκτυπο του κατώτατου μισθού και των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην εισοδηματική κατανομή και κανένα αρνητικό αποτέλεσμα στην απασχόληση. Ο κατώτατος μισθός είναι σημαντικός, αλλά παραμένει ο κατώτατος. Δεν είναι μαγική συνταγή ή πανάκεια, άρα είναι σημαντική η σύνδεση με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις γιατί μόνο έτσι μπορούμε να ανακτήσουμε ότι χρειάζεται για τη μεσαία εισοδηματική τάξη.

 

Gerhard Bosch

Πηγή: Η Εποχή