Η λογοκρισία στον τύπο ή στις τέχνες καταργήθηκε, τυπικά, μετά το 1974. Όμως μέσα σε αυτά τα 45 χρόνια οι περιπτώσεις που δημόσιες ή και ιδιωτικές αρχές άσκησαν λογοκρισία είναι τόσες πολλές που γεμίζουν ένα ολόκληρο λεξικό, όπως αυτό που επιμελήθηκαν η Πηνελόπη Πετσίνη και ο Δημήτρης Χριστόπουλος και κυκλοφορεί σε λίγες μέρες. Στην εισαγωγή τους, οι επιμελητές αναπτύσσουν το σκεπτικό του εγχειρήματος. Προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΕΤΣΙΝΗ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα: Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 544
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν πως η λογοκρισία ήταν πια παρελθόν για τη χώρα. Φυσικά η λογοκρισία σήμερα δεν έχει σχέση ως φαινόμενο με αυτό που η χώρα βίωσε ως το 1974, και θα ήταν μείζον λάθος να αγνοήσουμε την τομή της μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα όμως αυτή η τομή δεν πρέπει να μας κάνει να απωθούμε τις συνέχειες της ιστορίας. Μια πολύ πιθανή απάντηση πάντως στο ερώτημα γιατί το θέμα «λογοκρισία» στην Ελλάδα δεν έχει αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο διεπιστημονικής έρευνας και γιατί τόσο το ιστορικό βάθος όσο και η κοινωνική διείσδυση των φαινομένων λογοκρισίας δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί ίσως να βρίσκεται στην εδραιωμένη πεποίθηση στον δημόσιο λόγο της χώρας πως «η λογοκρισία σταμάτησε με τη Χούντα». Κατ’ αυτή την αφήγηση, «μεταπολίτευση» και «λογοκρισία» αλληλοαποκλείονται. Ωστόσο, όπως μαρτυρούν τα κείμενα και λήμματα αυτού του τόμου, τα πράγματα είναι ασφαλώς πιο σύνθετα: Η λογοκρισία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μετατράπηκε σταδιακά σε εξαίρεση, παρέμεινε όμως ικανή να δίνει κατά καιρούς νέες πνοές στον πάλαι ποτέ κανόνα του κράτους.
Για τον λόγο αυτό η λογοκρισία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης έχει μελετηθεί μεν, αλλά αποσπασματικά και εν θερμώ: Συνήθως ο δημόσιος λόγος εστιάζει σε αυτήν μετά από κάποιο λογοκριτικό περιστατικό, και κατόπιν επανέρχεται με την ευκαιρία ενός νέου περιστατικού. Είναι λιγοστές οι προσπάθειες μιας συστηματικής καταγραφής και αξιολόγησης του φαινομένου σε πιο μακρές ιστορικές διάρκειες, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας και της ανάλυσης, όσο και στο επίπεδο του βιώματος και της πράξης. Συμβολές στο αντικείμενο έχουν κατά κύριο λόγο γίνει σε πρακτικά συνεδρίων και συλλογές δοκιμίων, σε μελέτες περιπτώσεων που εστιάζουν σε συγκεκριμένα περιστατικά, όπως η υπόθεση Γκράνιν στη λογοτεχνία ή τα απαγορευμένα σχολικά βιβλία, και σε κριτικά δοκίμια που επικεντρώνονται κυρίως σε σύντομες ιστορικές περιόδους, όπως οι δικτατορίες του Μεταξά και των συνταγματαρχών. Η λογοκρισία συγκεκριμένων μορφών τέχνης και μέσων έχει μελετηθεί κατά καιρούς, αλλά οι συγκρίσεις μεταξύ της κατασταλτικής διαχείρισής τους σε διαφορετικές χρονικές περιόδους είναι σπάνιες…
Το σκεπτικό και η δομή του εγχειρήματος
Στη μορφή των θεματικών λεξικών, το Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας να χαρτογραφηθεί το φαινόμενο μέσα από την καταγραφή εμβληματικών περιπτώσεων, αλλά και την κριτική ανάλυση βασικών εννοιών που σχετίζονται με αυτό. Εστιάζει στην περίοδο της μεταπολίτευσης, αντιπαραθέτοντας και συνδέοντας την παρουσία λογοκριτικών πρακτικών στη δημοκρατία με την αντίστοιχη ανάπτυξη σε περιόδους δικτατορίας και «καχεκτικής» δημοκρατίας.
Γι’ αυτό τον λόγο χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο καλύπτει το ιστορικό βάθος της λογοκρισίας στην Ελλάδα -την περίοδο έως το 1974, όχι βέβαια υπό τη μορφή παρουσίασης των συμβάντων, καθώς αυτά υπήρξαν αναρίθμητα. Στόχος του είναι η ιστορική πλαισίωση αυτού που συμβαίνει σήμερα, μέσα από μια ιστορική αναδρομή στη λογοκρισία ως τη μεταπολίτευση. Η λογοκρισία στην Ελλάδα σε όλες τις εκδοχές της, από το τέλος της Κατοχής ως το τέλος της Επταετίας, είναι διαφορετικό φαινόμενο από τη λογοκρισία επί δημοκρατίας. Εν συντομία θα λέγαμε πως ως τότε η λογοκρισία είναι ο κανόνας και δεν παρατηρούνται απλώς κρούσματα λογοκρισίας, αλλά πολιτειακά ενδεδυμένες πρακτικές έναντι όλων των μορφών έκφρασης. Το Πρώτο Μέρος παρουσιάζει το ιστορικό υπόβαθρο της λογοκρισίας και είναι διαρθρωμένο υπό τη μορφή μιας ιστορικής ανασκόπησης μέσω ιστορικών περιοδολογήσεων, συγκριτικής πλαισίωσης και τεκμηρίωσης. Σε ξεχωριστές μελέτες, τεκμηριώνεται η λογοκρισία στον Τύπο, τις εικαστικές τέχνες, τη μουσική, τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Το Δεύτερο Μέρος παρουσιάζει τις θεματικές αιχμής της λογοκρισίας προχωρώντας και στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Αναλύει τις έννοιες, τις συνήθεις «περιοχές λογοκρισίας» στις οποίες συστηματικά εντοπίζονται λογοκριτικά φαινόμενα, όπως η βλασφημία, τα «εθνικά» θέματα, το άσεμνο, η πορνογραφία και εσχάτως ο περιορισμός του μισαλλόδοξου λόγου. Εστιάζοντας στην περίοδο από τη μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας, αποτελεί ουσιαστικά μια εισαγωγή αλλά και μια συνολική θεώρηση των περιστατικών που θα καταγράφονται στο τελευταίο μέρος.
Στο Τρίτο Μέρος, που είναι δομημένο με τη μορφή λημμάτων, παρουσιάζονται διεξοδικά επιλεγμένα λογοκριτικά περιστατικά που εμφανίστηκαν μετά το 1974. Τα λήμματα είναι ταξινομημένα με αλφαβητική σειρά, με πλήρη διασταύρωση (cross-referencing), το καθένα με σαφές περίγραμμα των κύριων ιδεών και θεωριών που αναλύει και τις βασικές πληροφορίες για τα γεγονότα που περιγράφει, και ακολουθούμενο από σύντομη, ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές. Σε αρκετά από αυτά επιχειρείται συσχετισμός με παλαιότερες περιπτώσεις λογοκρισίας που δεν εμπίπτουν στο υπό εξέταση χρονικό πλαίσιο αλλά σχετίζονται, είτε γιατί αφορούν τον ίδιο δημιουργό είτε αντίστοιχη περίπτωση. Φυσικά εδώ δεν εξαντλούνται τα περιστατικά – ήταν αρχειακά αδύνατο. Αυτό που προσπαθήσαμε ήταν να επιλέξουμε περιστατικά λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, που έχουν εμβληματικό χαρακτήρα για την κατανόηση του τι λέγεται και τι δεν (πρέπει να) λέγεται στην Ελλάδα.
Το χρονικό πλαίσιο που καλύπτει το Λεξικό αντανακλά τις μείζονες αλλαγές του σύγχρονου πολιτισμικού και πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Ενθαρρύνει έτσι συγκριτικές προσεγγίσεις που μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε συνέχειες, ασυνέχειες και μεταβάσεις στις πράξεις και στους στόχους της λογοκρισίας, καθώς και στις λογοκριτικές πρακτικές, και να προσδιορίσουμε τις αλλαγές στην ίδια την έννοια της «λογοκρισίας» και στη δημόσια πρόσληψή της.
Στο σύνολό του το υλικό καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τον αντικομμουνισμό μέχρι τη βλασφημία και από τον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου μέχρι την καταδίκη του «Γέροντα Παστίτσιου» πολλά χρόνια αργότερα. Αποτελεί έτσι ένα μωσαϊκό που φιλοδοξεί να παράσχει στον αναγνώστη υλικό για να γνωρίσει, να αξιολογήσει, να ξαναδεί και να αποτιμήσει ένα φαινόμενο με παγκόσμια και διαχρονική διάσταση…
Πηγή: Η Αυγή