Macro

Λογοκρισία στα χρόνια του Ίντερνετ

Πριν από λίγες μέρες το CNN και άλλα σημαντικά ειδησεογραφικά δίκτυα στις ΗΠΑ προέβαλαν το τελευταίο επεισόδιο του πολύκροτου σίριαλ για την υποτιθέμενη ρωσική ανάμειξη στις περσινές αμερικανικές εκλογές. Ρώσοι παράγοντες, όπως ανέφεραν, αγόρασαν διαφημιστικό χώρο στο Facebook με στόχο να δυσφημήσουν τη Χίλαρι Κλίντον και να στηρίξουν τους πολιτικούς της αντιπάλους, από τον Μπέρνι Σάντερς έως τον Ντόναλντ Τραμπ.

Σύμφωνα μάλιστα με ένα από αυτά τα δημοσιεύματα, οι πανταχού παρόντες Ρώσοι διαφήμιζαν και το κίνημα Black Lives Matter έχοντας μάλιστα τη σατανική ιδέα να προβάλουν το περιεχόμενό τους ιδιαίτερα στο Φέργκιουσον του Μιζούρι και τη Βαλτιμόρη, δύο πόλεις των ΗΠΑ με πρόσφατο ιστορικό φυλετικών ταραχών έπειτα από «τυχαίες» εκτελέσεις μαύρων υπόπτων από λευκούς αστυνομικούς.

Ο στόχος ήταν σαφής και ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Ρίτσαντ Μπερ, μέλος της επιτροπής πληροφοριών της αμερικανικής Γερουσίας, δεν δίστασε να τον αποκαλύψει. Επρόκειτο για μια “προσπάθεια να διασπαρεί το χάος” σε “αμφότερες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος”.

“Σε όλες τις πλευρές”, όπως είχε δηλώσει και ο Ντόναλντ Τραμπ όταν κλήθηκε να αποδώσει ευθύνες για τις αιματηρές συγκρούσεις στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια. Στη μία πλευρά βρίσκονταν τότε οι νεοναζί και οπαδοί της Κου Κλουξ Κλαν που έβαψαν τους δρόμους με αίμα -χωρίς παρ’ όλα αυτά να αποθαρρύνουν τον Αμερικανό Πρόεδρο από το να διακρίνει ανάμεσά τους “εξαιρετικούς ανθρώπους”- και στην άλλη οι αντιφασίστες διαδηλωτές που δέχτηκαν τη δολοφονική επίθεση.

Αλλά από ότι φαίνεται, ακόμη και για τις κοινωνικές ή τις πολιτικές συγκρούσεις στις ΗΠΑ ευθύνονται οι Ρώσοι. Αν τουλάχιστον πιστέψει κανείς το CNN. Και πιθανότατα πολύ σύντομα οι Αμερικανοί θα είναι υποχρεωμένοι να πιστεύουν παρόμοια δημοσιεύματα -που ως επί το πλείστον επικαλούνται πηγές των αναρίθμητων πια μυστικών υπηρεσιών- καθώς δεν θα υπάρχει και τίποτε άλλο να διαβάσουν.

Με τον ίδιο τρόπο που η χρηματοπιστωτική κρίση φορτώθηκε τελικά στις πλάτες των εργαζομένων χωρίς η Γουόλ Στριτ ή οι τράπεζες να ζημιωθούν ή να υποχρεωθούν να αλλάξουν το παραμικρό, η υπόθεση των fake news, που βγήκε εκρηκτικά στην επιφάνεια έπειτα από την εκλογή Τραμπ, γίνεται σήμερα πρόσχημα για την επιβολή μιας νέας λογοκρισίας που αφήνει αλώβητη την παραπληροφόρηση και φιμώνει κάθε αντίλογο. Μιας λογοκρισίας που θα μπορούσε κάποια στιγμή να πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις αν συνυπολογίσει κανείς την όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της ενημέρωσης από το Ίντερνετ και τη μονοπωλιακή θέση που έχουν καταλάβει σε αυτό εταιρείες όπως η Google ή το Facebook.

Η καταστολή της εναλλακτικής πληροφόρησης

Έπειτα από τις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ήλθαν στη δημοσιότητα μια σειρά έρευνες που αποκάλυπταν το μέγεθος της παραπληροφόρησης που προηγήθηκε -και μάλλον συνέβαλε- στο φαινόμενο Τραμπ. Μιας και οι συγκεκριμένες “ψεύτικες ειδήσεις” διαδόθηκαν κυρίως από μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Twitter, το βάρος των πιέσεων έπεσε στους μεγιστάνες του Ίντερνετ.

Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Πρώτη η Google άρχισε να μπλοκάρει διαφημίσεις που κρίνονταν ύποπτες, ενώ στη συνέχεια και οι υπόλοιπες εταιρείες υιοθέτησαν παρόμοια «προστατευτικά» μέτρα. Μια απλή περιήγηση στο Ίντερνετ μάλλον θα πείσει και τους πιο καλόπιστους ότι τα αποτελέσματα ήταν μάλλον αποθαρρυντικά. Τα fake news ζουν και βασιλεύουν και τα κάθε λογής δημοσιεύματα από πηγές αμφίβολης γνησιότητας παραμένουν. Ωστόσο τα μέτρα προστασίας που υιοθέτησαν οι κολοσσοί του Διαδικτύου είχαν ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.

Από τον περασμένο Απρίλιο -όταν δηλαδή η Google έκανε την τελευταία αναβάθμιση του περίφημου αλγόριθμου που χρησιμοποιεί για την κατάταξη των απαντήσεων που δίνει σε κάθε πιθανή αναζήτηση- όλοι οι ιστότοποι εναλλακτικής πληροφόρησης στις ΗΠΑ άρχισαν να “βουλιάζουν” σε κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα. Και τη μεγαλύτερη ζημιά έπαθαν οι πηγές ενημέρωσης της Αριστεράς.

Ο ιστότοπος World Socialist Web Site, που αυτοπροσδιορίζεται ως διαδικτυακή εφημερίδα του παγκόσμιου τροτσκιστικού κινήματος, υπέστη καθίζηση της τάξης του 67%. Το Alternet, ένα από τα 3.000 αμερικανικά σάιτ με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα, έχασε το 71% των επισκεπτών του από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο. Το Democracy Now συρρικνώθηκε κατά 36%, το Common Dreams κατά 50%, το Global Research κατά 62% και το truth-out.org κατά 49%.

Δεν ήταν όμως μόνο ο αλγόριθμος της Google που δημιούργησε αυτή την κατάσταση. Βάζοντας το δικό του λιθαράκι στην προσπάθεια «καταπολέμησης της παραπληροφόρησης», η γνωστή εφημερίδα «Washington Post» -που σημειωτέον ανήκει πλέον στο αφεντικό του διαδικτυακού μεγιστάνα Amazon- έκανε κάτι που θα ζήλευε και ο γερουσιαστής Μακάρθι. Δημοσίευσε κατάλογο από έναν μυστηριώδη οργανισμό του Διαδικτύου που κατονόμαζε τις πηγές των fake news. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν αρκετές ακροδεξιές ιστοσελίδες αλλά και οι περισσότεροι από τους προαναφερόμενους ιστότοπους της αμερικανικής Αριστεράς.

Πολιτική ορθότητα και νέος μακαρθισμός

Η λογοκρισία των “δύο άκρων” μοιάζει αναπόφευκτη όταν η έκφραση του δημόσιου λόγου και η διακίνηση των ιδεών στο Διαδίκτυο ανατίθεται στις εταιρείες που σήμερα το ηγεμονεύουν. Ο δισεκατομμυριούχος Έρικ Σμιτ, πρόεδρος της Alphabet, μητρικής εταιρείας της Google, δεν έκρυψε άλλωστε ποτέ τις προθέσεις του.

Όπως αποκάλυψε μιλώντας στο δίκτυο Fox, oι υπολογιστές είναι πλέον σε θέση να εντοπίζουν “κακόβουλες, παραπλανητικές και ανακριβείς πληροφορίες και ουσιαστικά να σε αποτρέπουν από το να τις δεις”. “Δεν στηρίζουμε τη λογοκρισία. Απλώς τα αφαιρούμε από τις σελίδες μας” ήταν η αφοπλιστική δικαιολογία του. Τόσο απλά. Παρότι όλοι γνωρίζουν ότι η απουσία μιας παραπομπής από τις σελίδες της Google ουσιαστικά ισοδυναμεί με εξαφάνιση.

Πίσω από όλα αυτά δεν βρίσκεται όμως μόνο η υποτιθέμενη “ουδετερότητα” της τεχνολογίας -που φυσικά έχει πολύ συγκεκριμένους ιδιοκτήτες- αλλά και μια εξαιρετικά βολική ερμηνεία και εφαρμογή της «πολιτικής ορθότητας». Όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο ιστότοπος ProPublica, το Facebook διέγραφε συστηματικά μέχρι πρόσφατα αναρτήσεις που στρέφονταν κατά ακροδεξιών ή κατήγγελλαν τις δολοφονίες μαύρων από την αμερικανική αστυνομία.

Ας δούμε το παράδειγμα λίγο πιο αναλυτικά. Όταν ο Αμερικανός γερουσιαστής Κλέι Χίγκινς ζητούσε μετά από κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα να διεξαχθεί πογκρόμ κατά όλων των «εξτρεμιστών μουσουλμάνων», το μήνυμά του δεν διαγράφτηκε από το Facebook, παρότι δεν ήταν και ιδιαίτερα προσεκτικός στις διατυπώσεις του: “Κυνηγήστε τους, αναγνωρίστε τους και σκοτώστε τους” έγραφε.

Όταν λίγο αργότερα η ποιήτρια και ακτιβίστρια του κινήματος Black Lives Matter Ντίντι Ντελγκάντο έκρινε ότι “οι λευκοί είναι ρατσιστές”, το μήνυμα της διαγραφόταν. Πού οφειλόταν αυτή η τόσο διαφορετική αντιμετώπιση; Σύμφωνα με την τεχνοκρατική λογική του Facebook, η μαύρη ακτιβίστρια στρεφόταν εναντίον “όλων” των λευκών με αποτέλεσμα το μήνυμά της να κριθεί ρατσιστικό, ενώ το κήρυγμα μίσους του γερουσιαστή αφορούσε μόνο μια περιορισμένη “υποκατηγορία”, τους “εξτρεμιστές” μουσουλμάνους.

Σύμφωνα με έναν άλλο κανόνα -που η εταιρεία υποστηρίζει ότι έχει πλέον αποσύρει- εμποδίζονταν συστηματικά μέχρι τώρα αναρτήσεις που υποστήριζαν τη χρήση “βίας ως μέσου αντίστασης στην κατοχή σε διεθνή αναγνωρισμένα κράτη”. Εύκολα επομένως μπορεί να κατανοήσει κανείς γιατί τα περισσότερα μηνύματα από τα παλαιστινιακά κατεχόμενα εδάφη κατέληγαν -και ίσως να καταλήγουν ακόμη- στο καλάθι των αχρήστων.

Το πιο ανατριχιαστικό παράδειγμα ψηφιακής λογοκρισίας στα χρόνια της πολιτικής ορθότητας παραμένει όμως χωρίς αμφιβολία η απόφαση του Facebook να μπλοκάρει πέρσι, έστω και προσωρινά, τη δημοσίευση μιας από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του πολέμου του Βιετνάμ. Ήταν η βραβευμένη φωτογραφία του Nικ Ουτ που δείχνει ένα εννιάχρονο κορίτσι να τρέχει γυμνό για να σωθεί από τις ναπάλμ. Το Facebook έκοψε την εικόνα ως «άσεμνη», αφού βάσει των κανόνων του «κάθε φωτογραφία ανθρώπων που επιδεικνύουν τα γενετικά τους όργανα ή γυμνά γυναικεία στήθη θα αφαιρείται».

Ας συνοψίσουμε λοιπόν. Για να καταπολεμηθεί η ρητορική του μίσους καταστέλλεται η Αριστερά, για να περιοριστεί ο ρατσισμός φιμώνονται οι μαύροι, για να αποφευχθεί η υποκίνηση βίαιων ενεργειών εξαφανίζονται οι Παλαιστίνιοι. Και προκειμένου η Ιστορία να μην μολύνει το αέναο παρόν στο οποίο ζούμε, διαγράφεται κάθε αρχείο που μπορεί να ανακαλέσει ενοχλητικές μνήμες. Κι όλα αυτά όχι από κάποιους αυταρχικούς στρατοδίκες, αλλά από έναν αλγόριθμο ή έστω από κάποιους ουδέτερους τεχνοκράτες. Που απλώς προστατεύουν την κοινωνία από τον ίδιο τον εαυτό της αμβλύνοντας κάθε πιθανή αντίθεση.

“Κοτσύφια” και ελεύθερη επιχειρηματικότητα

Για δεκαετίες όλοι μιλούσαν για μία ακόμη θεωρία συνωμοσίας. Αν και το περιοδικό «Rolling Stone» είχε αποκαλύψει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η CIA κατέβαλε έντονες προσπάθειες και δαπανούσε μεγάλα χρηματικά ποσά για να χειραγωγήσει τα ΜΜΕ με στόχο να περάσει τα δικά της προπαγανδιστικά μηνύματα, η επιχείρηση με την κωδική ονομασία Mockingbird (Κοτσύφι) επιβεβαιώθηκε επισήμως μόλις το 2007, όταν μια σειρά από σχετικά έγγραφα της υπηρεσίας αποχαρακτηρίστηκαν.

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και αρχές δεν ήταν, ωστόσο, οι μοναδικές που διέβλεπαν τη σημασία του ελέγχου της πληροφόρησης. Το 1971, ο Λούις Πάουελ, δικηγόρος ειδικευμένος στο εταιρικό δίκαιο, ο οποίος μετέπειτα διορίστηκε από τον Ρίτσαρντ Νίξον στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, έστειλε εγκύκλιο στα αφεντικά των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας. Το κείμενό του είχε τίτλο «Επίθεση στο αμερικανικό σύστημα ελεύθερης επιχειρηματικότητας» και έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο διασποράς πληροφοριών που θα μπορούσαν να στρέψουν την κοινή γνώμη κατά του συστήματος της ελεύθερης αγοράς.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Πάουελ πρότεινε τη δημιουργία ενός ιδιωτικού προγράμματος Mockingbird για τον έλεγχο της ενημέρωσης. Το σημείωμα του καλούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις να χρηματοδοτήσουν συστηματικές καμπάνιες που θα περιθωριοποιούσαν ή και θα φίμωναν τους αντιπάλους του καπιταλιστικού συστήματος «στις πανεπιστημιουπόλεις, τους άμβωνες, τα μέσα».

Το κάλεσμά του εισακούστηκε και έτσι μέσα στα επόμενα χρόνια τα διάφορα συντηρητικά think tanks και κέντρα που στο εξής θα μετατρέπονταν στις πλέον «αξιόπιστες» πηγές κάθε καθωσπρέπει δημοσιεύματος πολλαπλασιάστηκαν σαν μανιτάρια: Business Roundtable, Heritage Foundation, Manhattan Institute, Cato Institute, Citizens for a Sound Economy, μεταξύ πολλών άλλων.

Η δημιουργία «αξιόπιστων πηγών» συνοδεύτηκε όμως και από μια νέα μαύρη λίστα, στο πρότυπο εκείνων του μακαρθισμού. Κάθε «εξτρεμιστική» φωνή και κάθε είδους αντίλογος στην κυριαρχία της αγοράς έπρεπε να οδηγηθεί στο περιθώριο. Τα παραδείγματα είναι και εδώ πολλά.

Μια σειρά διανοούμενοι και ακτιβιστές της αμερικανικής Αριστεράς, άνθρωποι όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Χάουαρντ Ζιν, η Άντζελα Ντέιβις και ο Έντουαρντ Σαΐντ αγνοούνταν συστηματικά από τα μεγάλα ΜΜΕ, με τη φωνή τους να αναπαράγεται μόνο από μερικούς ιστότοπους με ανάλογο «εξτρεμιστικό» προσανατολισμό. Ιστότοπους όπως αυτούς που σήμερα οδηγούνται στον αφανισμό.

Μιχάλης Τρίκκας

Πηγή: Η Αυγή