Συνεντεύξεις

Η κληρονομιά της Γένοβας

Ο Χάρης Γολέμης συζητά με τον Νίκο Γιαννόπουλο και τον Χριστόφορο Παπαδόπουλο για την πολιτική σημασία της ελληνικής συμμετοχής στο κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης

 

Φέτος συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τη «μάχη της Γένοβας» που έβαλε την σφραγίδα της και στο ελληνικό κίνημα, διευρύνοντας ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες και συνθέσεις που είχαν αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Προτείνω να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή αυτής της διαδρομής.

Νίκος Γιαννόπουλος:Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989 – 1991 και η επικράτηση του καπιταλιστικού μονόδρομου και του «τέλους της Ιστορίας» διαμόρφωσαν, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90, ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Η εξέγερση των Ζαπατίστας την Πρωτοχρονιά του ‘94 και η ένοπλη κατάληψη της Σαν Κριστόμπαλ, όλη η απήχηση και επιρροή που είχε ο ζαπατισμός στην Ευρώπη, αλλά και οι μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γαλλία το 1995 κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, επηρέασαν το κίνημα και κάποιες δυνάμεις της ελληνικής Αριστεράς. Η πρώτη συνάντηση των Ζαπατίστας στην Λακαντόνα «ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, για την ανθρωπότητα» ήταν ουσιαστικά η ιδρυτική πράξη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Λίγο μετά, με προεξάρχουσα τη γαλλική LCR, αρχίζει να στήνεται το πρώτο δίκτυο ενάντια στην Ευρώπη του κεφαλαίου και πραγματοποιήθηκαν οι δύο πρώτες μεγάλες ευρωπορείες, το ‘97 στο Άμστερνταμ και το ‘98 στην Κολωνία, στις οποίες το ελληνικό κίνημα ήταν παρόν. Το Πρώτο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε, τον Ιανουάριο 2001, περίπου ένα μήνα μετά τα γεγονότα στο Σιάτλ ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), αρχίζουν και δίνουν πιο καθαρά το στίγμα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος με προωθητικά αιτήματα για την εργασία, τα κοινωνικά δικαιώματα, το περιβάλλον, τα κοινωνικά αγαθά. Έτσι αρχίζουν οι κινητοποιήσεις ενάντια σε διεθνείς οργανισμούς. Μετά τον ΠΟΕ, έχουμε εκδηλώσεις κατά του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Πράγα, τον Σεπτέμβρη του 2000, μέχρι που φτάνουμε στη μεγάλη κινητοποίηση της Γένοβας, που ήταν το ιδρυτικό γεγονός του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη.

Λίγο μετά την Πράγα, στην οποία η ελληνική αποστολή ήταν πολυάριθμη και δυναμική, εμείς του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα ακολουθούμε αυτόν τον νέο κινηματικό αέρα ως έτοιμοι από καιρό. Ήδη έχουμε στενή συνεργασία με τον Συνασπισμό, την ΑΚΟΑ και κάποιες ακροαριστερές οργανώσεις, η οποία έχει δοκιμαστεί και αντέξει τα προηγούμενα χρόνια σε δύσκολα θέματα: σε καμπάνιες ενάντια σε κρατικές σκευωρίες, για τους αλβανούς μετανάστες, κατά του εθνικισμού με έμφαση στο μακεδονικό ζήτημα. Η συγκεκριμένη συνεργασία διέφερε από αντίστοιχα εγχειρήματα σε άλλες χώρες, που ήταν αναγκαστικές, με πολλές καχυποψίες, και ήταν αυτή που μας έδωσε την αναγκαία συνοχή, εμπιστοσύνη και κέφι για την «εκστρατεία» στη Γένοβα.

 

Υπάρχει ένα ερώτημα σε σχέση με τον Συνασπισμό. Πώς ένα κόμμα που δεν διακρινόταν τόσο πολύ για τη ριζοσπαστικότητά του, μπήκε σ’ αυτή την ιστορία του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, παίζοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο;

Χριστόφορος Παπαδόπουλος: Πριν απαντήσω στο ερώτημα, θα ήθελα να επισημάνω ότι η πρώτη φορά διεθνοποίησης των αγώνων, από την πλευρά της «επίσημης» Αριστεράς –στην οποία συμπεριλαμβάνω το ΚΚΕ εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά και την ΑΚΟΑ– γίνεται μέσω της Επιτροπής εναντίον της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το 1992 – 1993. Ως προς τον Συνασπισμό, το βασικό είναι να θυμηθούμε σε ποια στιγμή αποφασίζεται η συμμετοχή του στο διεθνές κίνημα. Εμείς, το Κοκκινοπράσινο Δίκτυο του ΣΥΝ, είχαμε ήδη έναν διεθνιστικό προσανατολισμό και είχαμε συναντηθεί και στο κινηματικό επίπεδο και σε επίπεδο πολιτικών διεργασιών με το Δίκτυο και άλλες συλλογικότητες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Η στιγμή, όμως, που μας δόθηκε «χώρος» στο κόμμα ήταν μετά την εκλογική αποτυχία του Συνασπισμού το 1993, όταν έμεινε εκτός Βουλής. Τότε έγινε η συζήτηση στα όργανα για το πώς το κόμμα θα αποκτούσε μια ταυτότητα διακριτή από τη σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά και πώς αυτή η ταυτότητα θα μπορούσε να εδραιωθεί μέσα από την κοινωνική και κινηματική δράση. Μάλιστα, δεν μας δόθηκε απλώς ελευθερία κινήσεων, αλλά το εγχείρημα στηρίχθηκε και από το επίσημο πολιτικό προσωπικό του Συνασπισμού, με πρώτο τον Νίκο Κωνσταντόπουλο. Για να είμαι δίκαιος, η αριστερή στροφή δεν θα είχε συντελεστεί χωρίς τη συνδρομή του Αριστερού Ρεύματος, των συνδικαλιστών και κυρίως της Νεολαίας ΣΥΝ –να θυμίσω ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ο τότε γραμματέας της, ήταν μαζί μας στον καταπέλτη του πλοίου στην Ανκόνα. Η συμμετοχή στο κίνημα ήταν, λοιπόν, τρόπος ύπαρξης του Συνασπισμού μέσα σε ένα περιβάλλον που τον πέταγε έξω από το πολιτικό σκηνικό και τις κοινωνικές διεργασίες. Ταυτόχρονα, ήταν και ο τρόπος αναζήτησης μιας ταυτότητας διαφορετικής από αυτήν που είχε μέχρι τότε. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η ταυτότητα του Συνασπισμού έγινε πράγματι πιο ριζοσπαστική, το κόμμα ανέπτυξε σχέσεις με οργανώσεις και εκτός της επίσημης πολιτικής σκακιέρας, ενώ ταυτόχρονα, ή μάλλον λίγο αργότερα, δημιουργήθηκε το χάσμα με την Ανανεωτική Πτέρυγα γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους.

 

Από το προσωπικό αρχείο του Αρίστου Γιανόπουλου

 

Ας περάσουμε, λοιπόν, τώρα στην προετοιμασία του ελληνικού κινήματος για τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις στη Γένοβα.

Ν.Γ.: Η προετοιμασία για τη συμμετοχή μας στις εκδηλώσεις της Γένοβας άρχισε λίγο μετά τη διαδήλωση στην Πράγα, στην οποία μετείχαμε με ένα μικρό «αντιπαγκοσμιοποιητικό» στρατό. Να σημειώσω εδώ ότι εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά και μια νέα νεανική συλλογικότητα, το Virus (Ιός), που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ελληνικό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, δημιουργήσαμε την Ελληνική Πρωτοβουλία για τη Διεθνή Διαδήλωση της Γένοβας, ένα σχήμα στο οποίο συμμετείχαν ανεξάρτητοι αγωνιστές–ριες και μέλη του Συνασπισμού, της νεολαίας Συνασπισμού, του Δικτύου, της ΑΚΟΑ, της ΟΚΔΕ, του Ξεκινήματος και της νεοσύστατης τότε ΔΕΑ, που είχε διασπαστεί από το ΣΕΚ, ανακαλύπτοντας ένα χώρο στον οποίο έπαιξε πολύ προωθητικό ρόλο. Ξεκινήσαμε μία τετράμηνη πανελλαδική καμπάνια, με πολύ υλικό (έντυπα, πανό κ.λπ.), οργανώσαμε εκδηλώσεις, επισκέψεις σε πόλεις, συνεντεύξεις, μικρές συναυλίες. Το κλίμα ήταν περίφημο. Κάναμε συνελεύσεις 300 – 400 ανθρώπων στο Πολυτεχνείο, οι οποίες ήταν υπόδειγμα πολιτικο-οργανωτικής συνοχής και επαγρύπνησης. Ήταν μια πραγματικά πολύχρωμη καμπάνια, που συσπείρωσε και κόσμο που δεν ανήκε στις οργανώσεις της Πρωτοβουλίας, γεγονός που φάνηκε στη συνέχεια και κατά το ταξίδι για τη Γένοβα. Για τη συμμετοχή μας είχαμε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά, αλλά καταφέραμε να τον ξεπεράσουμε. Στη Γένοβα φτάσαμε πάνω από 1.700 άτομα από την Ελλάδα –μακράν η μεγαλύτερη ξένη αντιπροσωπεία. Το ταξίδι ήταν επικό, γιατί γινόταν μια οργανωτική κόλαση. Μπορεί κανείς να φανταστεί πώς είναι να μοιράζεις εισιτήρια σε 1.700 άτομα, μέσα στη ζέστη στο λιμάνι της Πάτρας, γιατί το πρακτορείο είχε την εμμονή να μπαίνει ο καθένας στο πλοίο με το ατομικό του εισιτήριο… Φτάσαμε, λοιπόν, στην Ανκόνα, όπου εμφανίστηκαν οι πρώτες δυσκολίες…

Χ.Π.: Νομίζω ότι τότε είχαμε συμπεριφερθεί με κάποια αφέλεια. Όλο το Συντονιστικό της Πρωτοβουλίας επιβιβάστηκε σε ένα πούλμαν, χωρίς να φανταζόμαστε ότι μάς παρακολουθούν και καταγράφουν τις κινήσεις μας, με αποτέλεσμα να μας μπλοκάρουν στο λιμάνι και να μη μας επιτρέψουν να αποβιβαστούμε…

Ν.Γ.: Δεν έχω ακριβώς την ίδια γνώμη. Νομίζω ότι δεδομένων των συνθηκών δεν μπορούσε να είναι διαφορετική η οργάνωση της αποστολής. Υποψιαζόμασταν ότι μας παρακολουθούν, αλλά περιμέναμε ότι θα έκαναν επιλεκτικούς ελέγχους και επιλεκτικές απελάσεις, όχι ότι θα μάς μπλόκαραν. Σταμάτησαν, λοιπόν, τρία πούλμαν: αυτό του Συντονιστικού και δύο της Νεολαίας Συνασπισμού, κατά τη γνώμη μου επειδή είχαν πολλές σημαίες και άρα καδρόνια. Τα άλλα τα άφησαν να φύγουν. Εμείς ήμασταν στο τελευταίο πούλμαν και επιχείρησαν να μας μπαλαουριάσουν μέσα στο φεριμπότ. Η παρουσία του Συντονιστικού στο πλοίο έπαιξε, βέβαια, ρόλο. Δεν μπόρεσαν να ξεμπερδέψουν γρήγορα μαζί μας, γιατί ήμασταν έμπειρα άτομα. Έτσι, καταφέραμε και μπλοκάραμε τον καταπέλτη, δίνοντας μια πολύωρη μάχη εκεί, που είχε μεγάλη προβολή στην Ελλάδα και προλόγισε τι θα ακολουθούσε στη Γένοβα. Τελικά κάποια στιγμή κατάφεραν με τη βία να μας ξαναβάλουν στο πλοίο και να μας απελάσουν στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι, περίπου 1.500 άτομα, όταν κατάλαβαν ότι εμάς μας γύρισαν πίσω, ένιωσαν κάποιον πανικό, αλλά τελικά βρήκαν την ψυχραιμία τους. Σταμάτησαν σε ένα πάρκινγκ, έκαναν συνέλευση περιτριγυρισμένοι από περιπολικά και κλούβες, και με τη συμβολή και της δικής μας πίεσης που τους τονίσαμε τη μεγάλη σημασία που είχε να πάνε στην Γένοβα, τα κατάφεραν και έφτασαν στην πόλη. Αλλά αυτά είναι αρμόδιοι να τα διηγηθούν άλλοι…

Χ.Π.: Ο Γιαννόπουλος θα έχει δίκιο, εγώ έχω αχνή μνήμη, ενώ ο Νίκος μνήμη ελέφαντα∙ το απέδειξε με το βιβλίο του Ω λεφιλαλάκο, όπου καταγράφονται τα πάντα και ταυτόχρονα είναι το πάνθεον των ανθρώπων που συμμετείχαν, η εγκυκλοπαίδεια του κινήματος. Παρ’ όλα αυτά να θυμίσω ότι δύο μέρες πριν είχαν πάει στη Γένοβα για να προετοιμάσουν το έδαφος ο Κώστας Φώλιας με τον Γιώργο Χονδρό, οι οποίοι συνεργάστηκαν στον όλο σχεδιασμό με τον Γιάννη Αλμπάνη και τη Νατάσα Θεοδωρακοπούλου, που ήταν ήδη εκεί.

 

Θεωρώ ότι η άγρια καταστολή των διαδηλώσεων στη Γένοβα, με αποκορύφωμα το φόνο από αστυνομικούς του Κάρλος Τζουλιάνι, ενίσχυσε τη συγκρουσιακότητα του κινήματος, ενδεχομένως σε βάρος της λογικής των Κοινωνικών Φόρουμ, που στηριζόταν στον διάλογο και την ανταλλαγή ριζοσπαστικών προτάσεων εναλλακτικών στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;

Χ.Π.: Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος ορίζει στο βιβλίο το (με τη συνδρομή των Κ. Γαλανόπουλου, Α. Κοσυφολόγου και Β. Ρόγγα) Στο εσωτερικό του κινήματος, τον ριζοσπαστισμό της γνώμης και τον ριζοσπαστισμό της πράξης. Εν τέλει, όμως, αυτά τα δύο, ας τα πούμε, ρεύματα δεν ήταν δύο κόσμοι. Συνομιλούσαν και αλληλοεπηρεάζονταν. Στην Πράγα, για παράδειγμα, αυτά τα ρεύματα συνομιλούσαν μεταξύ τους και το ένα επηρέαζε το ρεπερτόριο του άλλου. Μπορεί κάποιους να μας ενοχλούσε ορισμένες φορές η αυθαιρεσία της σύγκρουσης χωρίς συνεννόηση, αλλά ποτέ δεν θεωρήσαμε ότι αυτή η διαφορά ήταν εκτός του περιβάλλοντος συμβίωσης και κοινής δράσης.

Ν.Γ.: Ισχύει ότι η Γένοβα άνοιξε ένα πεδίο συγκρουσιακότητας στο ευρύτερο ευρωπαϊκό κίνημα και αυτό το είδαμε και σε επόμενες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που γίνονταν στο πλαίσιο των Κοινωνικών Φόρουμ. Στην Ελλάδα, έχοντας την παρακαταθήκη της Γένοβας, ιδρύσαμε μετά από λίγο την Πρωτοβουλία για το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Ταλανιστήκαμε, με συντροφικό τρόπο, για τον χαρακτήρα του Φόρουμ (κοινωνικό ή πολιτικό). Τελικά, το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ λειτούργησε κυρίως ως μια κοινή πολιτική ομπρέλα, ανοιχτή και δημοκρατική, ούτε κοινωνικό με την πλήρη έννοια του όρου, αλλά ούτε και μια απλή διαπαραταξιακή συνεργασία, γεγονός που εμπλούτισε το προγραμματικό του πλαίσιο. Έτσι, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, το Ελληνικό Φόρουμ είχε πλαίσιο, κείμενα, στόχους κτλ και παράλληλα συγκρουσιακές πρακτικές.

Χ.Π.: Να πάμε, όμως, δυο χρόνια πίσω. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το 2001, στο Πόρτο Αλέγκρε, όπου τέθηκε το ζήτημα αν τα κοινωνικά υποκείμενα μπορούν να συνυπάρξουν με τα πολιτικά, και εκεί υπήρξε μια μεγάλη κόντρα, με κύριο εκφραστή της αρνητικής άποψης για την παρουσία των κομμάτων το Attac–Γαλλία. Εμείς ήμασταν επίμονοι στη συνύπαρξη. Από την άλλη πλευρά τώρα, στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ ποτέ δεν τέθηκε ευθέως ζήτημα για τη μη συμμετοχή παραδοσιακών κοινωνικών υποκειμένων, όπως π.χ. της ΓΣΕΕ, του ΕΚΑ κτλ.

Ν.Γ.: Αντίστοιχα, ούτε αυτοί οι παραδοσιακοί φορείς μάς δημιούργησαν πρόβλημα, αν και πολλές φορές οι απόψεις μας ήταν σε ευθεία αντίθεση με τις δικές τους, κυρίως αυτές της ΓΣΕΕ. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι χωρίς τη χρηματοδότηση της ΓΣΕΕ δεν θα μπορούσε να γίνει το Ευρωπαϊκό Φόρουμ στην Αθήνα, το 2006. Είχαμε προσκαλέσει τότε από την Χαμάς μέχρι τον ΙΡΑ και η ΓΣΕΕ δεν αντέδρασε, ήταν εκεί, έκανε τα δύο δικά της σεμινάρια… Έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα, αλλιώς δεν φτιάχνεις μεγάλα γεγονότα.

 

Σε ποιο βαθμό το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ επηρέασε το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα; Μπορεί κανείς να το συνδέσει κατά κάποιο τρόπο με τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ;

Χ.Π.: Σαφέστατα ναι. Το Φόρουμ ήταν η μήτρα του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί να είχε προηγηθεί ο Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης, αλλά αυτή ήταν μια περιφερειακή προσπάθεια. Χωρίς το Φόρουμ, η ενότητα της Αριστεράς θα ήταν μια ευχή, που θα έπρεπε μάλιστα να αντιμετωπίσει τις ισχυρές αντιδράσεις, μεταξύ άλλων και της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού. Το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ συνέβαλε, επίσης, καθοριστικά στη διαμόρφωση της αντίληψης ότι τα κόμματα δεν είναι πρωτοπορίες, δεν είναι αυτά που καθοδηγούν τα κινήματα, αλλά είναι συνομιλητές τους –δύσκολη κατάκτηση αυτή από την πλευρά της ιστορικής Αριστεράς, όπου επικρατούσε η άποψη ότι τα κινήματα παίρνουν τις πολιτικές εντολές από το κόμμα. Και ως πρακτική, λοιπόν, και ως μετατόπιση πεποιθήσεων και ιδεών, το Φόρουμ ήταν ο δοκιμαστικός σωλήνας που γονιμοποίησε πολλά πράγματα μέσα στην Αριστερά.

Ν.Γ.: Ήταν και η πολιτική συγκυρία που ευνοούσε για ένα διάστημα την ανάπτυξη ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος με νέα στοιχεία σε σχέση με το παραδοσιακό εργατικό κίνημα ή τα κόμματα της Αριστεράς. Η απομυθοποίηση, δηλαδή, της κυβέρνησης Σημίτη, η διάλυση των αυταπατών, η φούσκα στο χρηματιστήριο κ.λπ. Υπήρχαν και κοινωνικά κομμάτια, που χωρίς να γνωρίζουν με ακρίβεια τα προτάγματα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, έμπαιναν σε έναν τύπο πολιτικοποίησης που τεμνόταν με αυτό. Τα κοινά αγαθά, το περιβάλλον, η εργασία, όχι υπό τη στενή έννοια της οικονομίας αλλά ως ελεύθερος χρόνος κλπ, έμπαιναν ως θέματα που αγκαλιάζονταν από τον κόσμο. Αν κοιτάξουμε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ως συνέχεια του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, έχουμε τον Δεκέμβρη του 2008, τις πλατείες του 2011. Από τη Γένοβα στις Πλατείες υπάρχουν δέκα χρόνια αγώνων, αλλαγών, ριζοσπαστικοποίησης και προγραμματικής ανανέωσης για την ελληνική κοινωνία.

Χ.Π.: Η εμπειρία του Φόρουμ έθεσε επίσης σε δοκιμασία και αμφισβήτηση το ιεραρχικό μοντέλο οργάνωσης των κομμάτων και προώθησε την ιδέα ότι πρέπει να δοκιμάσουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας, συνελευσιακές καταστάσεις, εναλλαγές κ.ά.

 

Έδειξε, επίσης, στην πράξη ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε μια μόνο χώρα, και ότι μπορεί να έχουμε περισσότερα κοινά με ανθρώπους από κινήματα άλλων χωρών παρά με κάποιες οργανώσεις στην Ελλάδα.

Ν.Γ.: Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το κίνημα των Φόρουμ διέθετε έμπρακτο διεθνισμό. Βέβαια, επειδή ήταν κίνημα, κατά βάση, διαμαρτυρίας και κοινωνικής και πολιτικής προπαγάνδας, δεν συγκρούστηκε ποτέ μετωπικά με κυβερνήσεις. Είχε και την πολυτέλεια της απλής διατύπωσης θέσεων για κάποια θέματα. Πρέπει να παραδεχτούμε πως τα Φόρουμ δεν ωρίμασαν τόσο, ώστε να μπουν στη βάσανο του μετασχηματισμού τους σε ολοκληρωμένα κινήματα. Παράλληλα, άλλαξε επί το συντηρητικότερο και η συγκυρία στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη.

Χ.Π.: Δεν διαφωνώ ότι δεν γινόταν να φτιάξουμε ένα εναλλακτικό πλαίσιο, είτε μιλάμε για το εθνικό πεδίο είτε για το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο. Νομίζω, όμως, ότι το Φόρουμ άνοιξε τους ορίζοντες. Γνωρίσαμε καλύτερα τι γίνεται σε κάθε άκρη της Γης διά της επαφής και της συνομιλίας: Ότι η εξέγερση που γίνεται στο Σιάτλ μας αφορά, ότι οι Ζαπατίστας δραστηριοποιούνται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ότι η Ινδία είναι μια χώρα με τρομαχτικές ανισότητες και κάστες.Και αυτή η ματιά αντανακλάται από τότε μέχρι σήμερα και στην ύλη της «Εποχής».

 

Ο Ν. Γιαννόπουλος και ο Χ. Παπαδόπουλος ήταν μέλη του Συντονιστικού της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Διαδήλωση της Γένοβας και του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ.

Πηγή: Η Εποχή