Macro

Αννέτα Καββαδία: Φεμινισμός: Συλλογική διεκδίκηση – πολιτική πρόταση

Θα μπορούσε μια φράση να περικλείει ένα ολόκληρο άρθρο; Στην περίπτωση που αυτή ήταν: «αν χρειάζεσαι βοήθεια, είμαι εδώ», ναι. Είναι η φράση της σερβιτόρας που λειτούργησε καταλυτικά στο να σπάσει το, πολλαπλά βιασμένο,19χρονο κορίτσι στην Ηλιούπολη τα δεσμά του φόβου. Και θα αρκούσε αυτή η φράση γιατί συμπυκνώνει όλα όσα θα έπρεπε να είναι ο κανόνας: αλληλεγγύη, νοιάξιμο, ενσυναίσθηση. Γιατί προτάσσει όλα όσα θα έπρεπε να είναι η βάση προκειμένου να πάρουν σάρκα και οστά τα αυτονόητα. Προκειμένου το «κανέν@ μόν@» να μην είναι ένα ακόμη σύνθημα…

 

Από τη στιγμή που έγινε γνωστή άλλη μια φρικαλέα υπόθεση γυναικείας κακοποίησης (αναλυτικό ρεπορτάζ στις επόμενες σελίδες της «Εποχής»), κάποια από τα πολλά ερωτήματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο έχουν να κάνουν με την ολοένα αυξανόμενη καταγγελία εγκλημάτων τέτοιας φύσης, με τη διεκδίκηση –εκ μέρους γυναικών και θηλυκοτήτων– της προσοχής και της τιμωρίας που αρμόζει στους αυτουργούς τέτοιων φρικαλεοτήτων, με τη δυναμική που αναπτύσσει ένας διεκδικητικός φεμινισμός σήμερα. Και έχει ενδιαφέρον ο διάλογος αυτός όχι μόνο από τη σκοπιά της φεμινιστικής ενδυνάμωσης, αλλά και γιατί διεξάγεται σε ένα περιβάλλον που, θεωρητικά τουλάχιστον, κάθε άλλο παρά ευνοεί τη ριζοσπαστικοποίηση των έμφυλων υποκειμένων.

 

Μια ματιά στην εικόνα που επικρατεί σήμερα –μετά από τόσα χρόνια αγώνων του φεμινιστικού/γυναικείου κινήματος, των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος– αρκεί για να καταδείξει πως η αυξανόμενη ορατότητα περιστατικών έμφυλης βίας δεν είναι κάτι νομοτελειακό ή αυταπόδεικτο. Και πως η καταγγελία –με δεδομένη την τραγική υστέρηση σε δομές υποστήριξης– δεν είναι η αυτονόητη αντίδραση.

Ο σεξισμός, ο μισογυνισμός, η τοξική αρρενωπότητα, μαζί με το σεξιστικό χιούμορ, τα σεξιστικά σχόλια/αναρτήσεις στο διαδίκτυο, τον σεξιστικό δημόσιο λόγο –ακόμη και μέσα στο κοινοβούλιο– δημιουργούν αναπότρεπτα το αναγκαίο υπόβαθρο της έμφυλης βίας στην καθημερινότητά μας, μετατρέποντάς τη σε μια κοινοτοπία, κανονικοποιώντας την και παραδίδοντάς τη νομιμοποιημένη στο συλλογικό ασυνείδητο.

Δεν προλαβαίνουμε να μετράμε γυναικοκτονίες, παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, ρατσιστικές συμπεριφορές και βία (που φτάνει ακόμα και στη δολοφονία, όπως στην περίπτωση του Ζακ) προς ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα ή περιστατικά έμφυλης κακοποίησης, διακρίσεων και αποκλεισμού μεταξύ των ευάλωτων προσφυγικών/μεταναστευτικών πληθυσμών. Την ίδια ώρα, πλαισιούμενη από, παντός είδους, «συγγενικό» -ισμό και φοβία (εθνικισμό, ρατσισμό, θρησκευτικό φανατισμό, μισογυνισμό, ξενοφοβία), η ισχύς του σεξισμού εντείνεται. Η τοξική αρρενωπότητα, ως κυρίαρχη έκφραση της πατριαρχίας, μοιάζει να επανακάμπτει και να πλασάρεται ως κυρίαρχο παράδειγμα σε καθημερινές αντιλήψεις, συμπεριφορές και στάσεις ζωής. Συνεπικουρούμενη μάλιστα από ένα μοντέλο «παραδοσιακών», «οικογενειακών» αξιών, στις οποίες ομνύει η δεξιά παράταξη –παραμένουν νωπές οι μνήμες του διαβόητου, ματαιωθέντος τελικά, συνεδρίου «γονιμότητας» με τη συμμετοχή εκπροσώπων της ΝΔ, οι φωνές κατά των αμβλώσεων, η στάση της ΝΔ στο σύμφωνο συμβίωσης και στη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, αλλά και δηλώσεις όπως του Γ. Λοβέρδου για τον «βίαιο σύζυγο που μπορεί, ωστόσο, να είναι καλός πατέρας»– έρχεται να υπενθυμίσει και να καταστήσει ορατή τη σύγκρουση μεταξύ δύο κόσμων. Καθιστώντας σαφές πως όσο πιο δυστοπικό είναι το περιβάλλον, τόσο πιο έντονη είναι και η σύγκρουση. Δεν έχει περάσει, άλλωστε, πολύς καιρός από όταν ο Μάκης Βορίδης υποστήριζε πως «για πρώτη φορά, μετά από 40 χρόνια, και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να διαμορφωθούν όροι ανατροπής της ηγεμονίας της Αριστεράς και εμπέδωσης της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς».

 

Η σημερινή, ωστόσο, εικόνα –με το ελληνικό και διεθνές #metoo να ανοίγει στόματα, με τις γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να αυτοοργανώνονται, με ένα παρεμβατικό κίνημα δικηγόρων να πρωτοστατεί– δεν είναι άσχετη με τους πολύχρονους αγώνες, τόσο σε πολιτικό/κινηματικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, που προηγήθηκαν. Αγώνες στους οποίους επένδυσε το φεμινιστικό κίνημα, ένα από τα αποτελέσματα των οποίων αποτυπώνεται στην έκταση που παίρνει σήμερα η δημόσια ορατότητα της σύγκρουσης. Σε μια στιγμή μάλιστα που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επιχειρείται να εμπεδωθεί η ιδεολογική κυριαρχία της Δεξιάς –με αφομοιωτικές, μεταξύ άλλων, χειρονομίες (επιτροπή για την εθνική στρατηγική ισότητας των ΛΟΑΤΚΙ+ από τη μια, «εξωγήινοι» στον Υμηττό από την άλλη) που στοχεύουν στην οικειοποίηση των μακροχρόνιων αγώνων– έχει σημασία η υπενθύμιση των όσων προηγήθηκαν. Όχι μόνο ως φόρος τιμής, αλλά γιατί δημιούργησαν εκείνο το υπόβαθρο στο οποίο συναντιέται και χτίζεται σήμερα το πιο ριζοσπαστικό, ανυποχώρητο, διεκδικητικό κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος που απαιτεί ασφάλεια, διαφάνεια, λογοδοσία για όλ@. Που δεν διστάζει να καταγγείλει και που διεκδικεί να το βλέπουν, να το ακούν. Γιατί στην εμπέδωση της αντίληψης πως εγκλήματα σαν της Ηλιούπολης, εγκλήματα που διαιωνίζουν τον κύκλο της κακοποίησης γυναικών και θηλυκοτήτων, σχετίζονται ευθέως με διακρίσεις και στερεότυπα, αλλά και απέναντι σε ένα σύστημα που αποθεώνει τον ατομικισμό, λοιδορεί τη συλλογικότητα, ευνοεί τους διαχωρισμούς, είναι κομβικής σημασίας οι ιδεολογικοπολιτικές αναφορές και αφετηρίες.

Γιατί το αίτημα για εκδημοκρατισμό της αστυνομίας και ξήλωμα των ακροδεξιών θυλάκων στους κόλπους της, για ύπαρξη δομών για γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που βιώνουν κακοποίηση ή απειλή, για ενημέρωση, εκπαίδευση, ευαισθητοποίηση από το σχολείο (στον αντίποδα της κατάργησης πχ των θεματικών εβδομάδων) και τα ΜΜΕ μέχρι τη γειτονιά, δεν είναι αιτήματα «ορφανά» ιδεολογικού προσήμου. Η σερβιτόρα στην Ηλιούπολη, όπως και οι αυτόπτες μάρτυρες στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα που «δεν κοίταξαν τη δουλειά τους», δεν γύρισαν την πλάτη και κατέθεσαν στη δίκη της Χρυσής Αυγής, αντιστάθηκαν στην κυρίαρχη κουλτούρα της κοινωνικής απάθειας (που τεχνηέντως καλλιεργείται). Και αυτό είναι, αν μη τι άλλο, ελπιδοφόρο…

Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή