Macro

Η αναθεώρηση του Συντάγματος

Η λειτουργία του πολιτεύματος βρίσκεται στο επίκεντρο της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος. Μπορεί οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας να μονοπώλησαν τη δημόσια συζήτηση, αλλά αυτό ήταν απλώς ένα πιασάρικο θέμα, έπειτα από τις αντιδράσεις ορισμένων ιεραρχών και του κατώτερου κλήρου. Στην πραγματικότητα είναι δευτερεύον ζήτημα, επειδή ο πολιτικός συσχετισμός δεν επιτρέπει ρηξικέλευθες αποφάσεις, όσο επίκαιρες κι αν είναι αυτές.

Η σύγκρουση για το δημόσιο Πανεπιστήμιο

Παρά ταύτα, η μεγαλύτερη σύγκρουση, που μπορεί και να εμποδίσει την αναθεώρηση, αφορά το άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο με μεγάλη αυστηρότητα απαγορεύει την ίδρυση ΑΕΙ από ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Το ζήτημα είναι κρίσιμο, επειδή τα μόνα κόμματα που υπερασπίζουν το δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, αλλά και επειδή δεν έχει πεισθεί η πλειοψηφία των πολιτών ότι μόνο το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να προαγάγει την επιστήμη. Το βάρος πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού το ΚΚΕ δεν θεωρεί ότι μπορεί, για οποιοδήποτε ζήτημα, να υπάρξει συμπαράταξη κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με σκοπό να αποτρέψει οπισθοδρομήσεις, όπως θα ήταν η παράδοση της ανώτατης Παιδείας σε κερδοσκοπικά συμφέροντα. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ επιχειρείται γενική έφοδος για την κατάλυση του δημόσιου Πανεπιστημίου, δεν υπάρχει στα ίδια τα ΑΕΙ η αναγκαία κινητοποίηση ώστε να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για τον κίνδυνο, ότι οι πανεπιστημιακοί και οι φοιτητές δεν οργανώνουν την αναγκαία αντίσταση. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ίσως να θυμηθεί ότι το κίνημα για την υπεράσπιση του δημόσιου Πανεπιστημίου στην τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος όχι μόνο νίκησε, αλλά και ότι τότε άρχισε η διαδικασία συνεννόησης αριστερών σοσιαλιστών και κομμουνιστών που οδήγησε στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται ακόμα να θυμηθεί ότι η Αριστερά, με κινητοποιήσεις, ήταν η μόνο πολιτική δύναμη που στήριξε την κυβέρνηση Σημίτη –μια αντίπαλη κυβέρνηση– όταν εκείνη συγκρούστηκε με την ιεραρχία της εκκλησίας για το ζήτημα των ταυτοτήτων.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες προτεινόμενες διατάξεις, όπως είναι τα εργασιακά δικαιώματα και η προστασία ορισμένων αγαθών που η παραγωγή και η διάθεσή τους πρέπει να βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο: νερό και ενέργεια, αλλά και συγκοινωνίες –αν και μέρος τους, ο σιδηρόδρομος και οι αεροπορικές συγκοινωνίες έχουν ήδη δοθεί σε ιδιώτες ή ακριβώς γι’ αυτό, χρειάζεται το Σύνταγμα να επιβάλλει την κρατική εποπτεία. Αυτά, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, για να προστατευθούν χρειάζεται λαϊκή κινητοποίηση, που και γι’ αυτήν μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μεριμνήσει πολιτικά. Ιδίως στο ζήτημα των εργασιακών δικαιωμάτων, η ανάγκη είναι επιτακτική, αφού το «επίσημο» συνδικαλιστικό κίνημα (η ΓΣΕΕ) δεν φαίνεται πρόθυμο να βάλει πλάτη.

Συναινέσεις και διαφωνίες για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας

Υπάρχει, όπως φαίνεται, συναίνεση για το άρθρο 86, που ουσιαστικά παρέχει ασυλία σε υπουργούς, και ο λόγος είναι η εδραία πεποίθηση της κοινής γνώμης πως το πολιτικό σύστημα προστατεύει τον εαυτό του. Δεν είναι ωστόσο καθόλου βέβαιο ότι η αλλαγή του θα είναι ριζική. Προβάλλονται ακόμα σκέψεις να διατηρηθεί μια ορισμένη προστασία και να μην εξισωθούν απολύτως, όπως θα έπρεπε, τα μέλη της κυβέρνησης με τους υπόλοιπους πολίτες σε ό,τι αφορά τις προθεσμίες παραγραφής. Οι ενστάσεις αυτές είναι αδικαιολόγητες. Φυσικά επιβαρύνει τη θέση ενός πολιτικού η δίωξη ή η έρευνα για πιθανά αδικήματα, δυσκολεύει τη θέση του σε εκλογικές αναμετρήσεις, όπως δυσκολεύει και τη θέση του κόμματός του. Ακριβώς το ίδιο όμως συμβαίνει με οποιονδήποτε πολίτη στις επαγγελματικές και στις κοινωνικές του σχέσεις.
Συναίνεση υπάρχει επίσης στην ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να μην μπορεί η διαδικασία εκλογής του να διακόψει τη θητεία της Βουλής και να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Το ισχύον σύστημα άρμοζε στο Σύνταγμα του 1976 που προέβλεπε πολιτικές αρμοδιότητες του προέδρου. Γι’ αυτό όριζε εκείνο το Σύνταγμα ότι ο πρόεδρος θα εκλέγεται είτε με πλειοψηφία μεγαλύτερη από την εκάστοτε κυβερνητική, είτε έπειτα από εκλογές. Εφόσον ο πρόεδρος δεν έχει πια –και πολύ ορθά δεν έχει– πολιτικές αρμοδιότητες, αυτή η διαδικασία είναι αναντίστοιχη με το ρόλο του.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ: έως έξι ψηφοφορίες στη Βουλή που θα απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία και μετά εκλογή από το λαό, συμπλέκει δύο διαφορετικά συστήματα –έμμεση και άμεση εκλογή– και περιπλέκει τα πράγματα. Η εκλογή από το λαό είναι πάντα πολιτική εκλογή με προεκλογική εκστρατεία και αυτό, στην περίπτωση του προέδρου της Δημοκρατίας, θα είναι μια πολιτική αντιπαράθεση χωρίς περιεχόμενο, αφού το αξίωμα δεν συνδέεται με πολιτικές αρμοδιότητες. Το χειρότερο είναι ότι με αυτό το σύστημα θα υπάρξουν δύο λογιών πρόεδροι της Δημοκρατίας (ο ένας από τους οποίους θα είναι «λαοπρόβλητος»), ότι έπειτα θα αυξηθεί η πίεση να παραμείνει η εκλογή από το λαό ως μόνη δυνατότητα και να αυξηθούν αντίστοιχα οι αρμοδιότητες που συνδέονται με το αξίωμα, με αποτέλεσμα την αλλοίωση του πολιτεύματος προς το αυταρχικότερο, με πολιτικές εξουσίες σε έναν ανεξέλεγκτο θεσμό.
Έχουν γίνει προτάσεις για ένα διαφορετικό τρόπο εκλογής που απλουστεύουν τη διαδικασία, χωρίς να μειώνουν την αντιπροσωπευτικότητα. Τέτοια πρόταση είχε κάνει παλιότερα ο Κώστας Σημίτης (έχοντας στο μυαλό του το γερμανικό σύστημα), παρόμοιες έκαναν τώρα η κίνηση «Πράττω» και το Ποτάμι. Όλες συγκλίνουν σε ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα, που με δύο το πολύ ψηφοφορίες, δηλαδή πολύ σύντομα, θα εκλέγει πρόεδρο. Έπειτα από τη θέσπιση της απλής αναλογικής για την εκλογή των περιφερειακών συμβουλίων, θα μπορούσε αυτό το εκλεκτορικό σώμα να αποτελείται από τους βουλευτές και τους ευρωβουλευτές (σύνολο 321) και ισάριθμους εκπροσώπους των περιφερειακών συμβουλίων, εκλεγμένους από αυτά αναλογικά με τη δύναμη των παρατάξεων, δηλαδή συνολικά 642 εκλέκτορες. Εφόσον υπάρχουν έως δύο υποψήφιοι θα χρειάζεται μία ψηφοφορία, εάν υπάρχουν περισσότεροι και στην πρώτη ψηφοφορία δεν συγκεντρώσει κανείς την απόλυτη πλειοψηφία, θα γίνει δεύτερη στην οποία θα επιλεγεί ο πρόεδρος μεταξύ των δύο πρώτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παύει να συνδέεται η εκλογή του Π.τ.Δ με τη θητεία της Βουλής, η εκλογή απλουστεύεται, αλλά και ενισχύεται έτσι ο θεσμός της περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι εδώ η πρόταση της κίνησης «Πράττω» να συμμετέχουν στο εκλεκτορικό σώμα και πολίτες που θα επιλέγονται με κλήρωση. Αυτή η κλήρωση μπορεί να γίνει εύκολα από τους εκλογικούς καταλόγους, με την πρόβλεψη να συμμετέχει τουλάχιστον ένας πολίτης από κάθε εκλογική περιφέρεια.

Περί διάλυσης της Βουλής

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για «εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας», που, δηλαδή, για να τεθεί και να καρποφορήσει, πρέπει να συνοδεύεται από πρόταση για νέο πρωθυπουργό, είναι μάλλον βέβαιο ότι θα υπερψηφιστεί. Υπάρχει ωστόσο ακόμα στο ισχύον Σύνταγμα η αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωθυπουργού να προκαλεί διάλυση της Βουλής με πρότασή του προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος ουσιαστικά δεν μπορεί να την απορρίψει. Αυτό το προνόμιο δίνει τη δυνατότητα εκλογικού αιφνιδιασμού και είναι στοιχείο αυταρχισμού. Η Νέα Δημοκρατία προτείνει το προνόμιο αυτό να μεταφερθεί στην ίδια τη Βουλή. Το ίδιο προτείνει το Ποτάμι, αλλά ζητά ενισχυμένη πλειοψηφία. Η πρόταση είναι παλιά θέση της Αριστεράς, προκειμένου να αποδυναμωθεί τότε η ισχύς του βασιλιά –και είναι σωστή πρόταση: αν ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι χρειάζεται να γίνουν πρόωρες εκλογές, τότε να μην μπορεί να πάει απλώς στο προεδρικό μέγαρο, αλλά να χρειάζεται να εκθέσει και να συζητήσει τους λόγους δημόσια στο Κοινοβούλιο. Η ενισχυμένη πλειοψηφία που προτείνει το Ποτάμι είναι μάλλον παράλογη. Ζητάει να συναινέσει και η αντιπολίτευση, ή μέρος της, προκειμένου να διαλυθεί η Βουλή, και νοθεύει την αρχή της κυριαρχίας της πλειοψηφίας, ενώ το ζήτημα είναι η δημόσια συζήτηση η έκθεση επιχειρημάτων μπροστά στη δημοσιότητα, με όλες τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στην κοινή γνώμη και στην απόφαση των πολιτών μπροστά στην κάλπη.
Θα ήταν λάθος να αλλάξει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Η αυστηρή διαδικασία που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα προστατεύει το θεμελιώδη νόμο από συγκυριακές πλειοψηφίες. Όλοι πρέπει να θυμούνται το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα στη Γαλλία, όταν άλλαξε νύχτα το Σύνταγμα, προκειμένου να μη γίνει δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή Συνθήκη. Η μεγάλη διάρκεια και η μεσολάβηση εκλογών που χρειάζονται για αλλαγές στο ελληνικό Σύνταγμα επιτρέπουν τη διεξοδική συζήτησή των προτεινόμενων αλλαγών και τη λαϊκή παρέμβαση, κι αυτό δεν πρέπει να χαθεί.
Με τη σύσταση αρμόδιας επιτροπής από πέρυσι, πολύ σωστά έγινε προσπάθεια η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος να μη μείνει μέσα στη Βουλή. Αυτή η προσπάθεια υπονομεύτηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και γι΄ αυτό δεν πέτυχε όσα θα μπορούσε. Και τώρα όμως, είναι σωστό και αναγκαίο η αναθεώρηση του Συντάγματος να γίνει λαϊκή υπόθεση, πράγμα για το οποίο μόνο τα κόμματα της Αριστεράς και τα κινήματα μπορούν να φροντίσουν.

Θόδωρος Παρασκευόπουλος

Πηγή: Η Εποχή