Κάποτε τα σχολεία ήταν τα πιο ωραία κτίρια, που δέσποζαν μεγαλόπρεπα στα χωριά και στις πόλεις. Κάποτε –όλοι το συνομολογούσαν- ήταν οι δάσκαλοι/ες οι μορφωμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, που είτε υπηρετούσαν το σύστημα είτε, σε περιόδους ύψιστου αυταρχισμού, το πολεμούσαν. Κάποτε οι δάσκαλοι/ες ήταν καλλιτέχνες/ιδες. Ποιητής ο Βάρναλης, μυθιστοριογράφος η Έλλη Αλεξίου, πεζογράφος ο Γιώργος Ιωάννου και άλλοι πολλοί σπουδαίοι/ες μουσικοί και χοροδιδασκάλισσες. Κάποιοι πάλι υπήρξαν πρωτοπόροι επιστήμονες παιδαγωγοί, ωσάν τον Γληνό και την Ιμβριώτη. Κάποτε, βεβαίως, οι δάσκαλοι/ες ήταν και κοινωνικοί αγωνιστές. Δημοκρατικών φρονημάτων στην πλειονότητά τους, πάλεψαν για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Μα και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ανέβηκαν στο βουνό και, ταυτόχρονα με τον ένοπλο αγώνα εναντίον του ναζισμού, ίδρυσαν σχολεία, έγραψαν σχολικά εγχειρίδια και μόρφωσαν αγροτόπαιδα, κορίτσια κι αγόρια. Λέγεται, μάλιστα, πως στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ οι δάσκαλοι/ες εκπροσωπούνταν περισσότερο από κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο. Και έχαιραν σεβασμού, όχι από τους αστούς, ούτε από τον εργοδότη τους, το εκάστοτε υπουργείο Παιδείας, μα από τους ταξικά ομοίους τους, τους πένητες εργάτες και αγρότες, καθότι, αν και κακοπληρωμένοι, μάθαιναν γράμματα τα παιδιά. Έτσι απλά.
Κάποτε. Όχι όμως και σήμερα. «Γονείς που δυσκολεύονται να αποδεχτούν το κύρος του άλλου και δεν έχουν μάθει ποτέ να δέχονται το όχι για απάντηση, θα έχουν την τάση να διαλέξουν ένα πολύ ανεκτικό σχολείο. Αλλά το παιδί δεν θα μάθει να προσαρμόζεται ούτε εκεί»1. Αν οι γονείς είναι για το παιδί οι πρώτοι σημαντικοί Άλλοι, οι δάσκαλοι είναι οι πρώτοι σημαντικοί έτεροι Άλλοι: μια αρχέγονη συγκρουσιακή ροπή για τα μάτια του παιδιού, κυρίως από αυτόν που χάνει την πρωτοκαθεδρία, εντάσσεται, προφανώς, στα πλαίσια του φυσιολογικού. Το μείζον ζήτημα προκύπτει από τη διαχείριση αυτού ακριβώς του ορμέφυτου. Η ραγδαία, μεταπολεμικά, άνοδος του μορφωτικού επιπέδου –πλήρης εξάλειψη του αναλφαβητισμού- με την ταυτόχρονη οικονομική ανάπτυξη, η οποία έφερε πολλούς γονείς στους κόλπους της μικροαστικής τάξης, αντί να διευκολύνει, δυσκόλεψε τα πράγματα. Το «σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία», και δια νόμου πλέον, δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έτσι, συχνότατα, οι γονείς παρεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό έργο πραξικοπηματικά, παρακωλύοντάς το, έχοντας τα δικά τους αυτονόητα, από την εμπειρία τους. Στην επαγγελματική τους εμπειρία, οι εκπαιδευτικοί έχουν πολλά παραδείγματα γονεϊκών παρεμβάσεων. Κάθε τέλος της σχολικής χρονιάς, οι καταγγελίες έρχονται σωρό: υποδείξεις για το δάσκαλο της αρεσκείας τους, για την παιδαγωγική αντιμετώπιση άλλων παιδιών, εκφράσεις απαρέσκειας για «κακούς συμμαθητές», για «αξύριστους» δασκάλους, προσπάθειες επιβολής ενδυματολογικού κώδικα και, εννοείται, δεικτικές παραινέσεις για τον τρόπο διδασκαλίας. Σήμερα, μάλιστα, που η πλειονότητα των εκπαιδευτικών, περισσότερο από άλλες εποχές, και ακαδημαϊκές περγαμηνές διαθέτει και σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες πρωτοστατεί.
Οι προκλήσεις
Η έκπτωση του κύρους του δημόσιου σχολείου, η αντιμετώπιση της εκπαίδευσης ως καταναλωτικό προϊόν, η προλεταριοποίηση γονιών που πια δεν έχουν να πληρώσουν τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες των ιδιωτών σχολαρχών, καθώς και το νέο πολυπολιτισμικό, λόγω προσφυγικού, δημόσιο σχολείο, με όλες τις φοβίες που ανασύρει στους οπαδούς της «καθαρότητας», οδηγεί, συχνά, «αγανακτισμένους» γονείς σε φασίζουσες συμπεριφορές.
Η εμπλοκή, όμως, των γονέων στη ζωή της σχολικής κοινότητας προάγει τον εκδημοκρατισμό της; Όταν μάλιστα διαφαίνεται πως θεωρούν εαυτούς εργοδότες, τα δε παιδιά τους πελατάκια; Το παράδειγμα της Κύπρου είναι ενδεικτικό: γονείς ζητούν ευελιξία στις απολύσεις εκπαιδευτικών, απειλούν δε με προσλήψεις απεργοσπαστών σε περίπτωση απεργίας.
Πού, αλήθεια, βρίσκεται η πρωτοπορία σε τέτοιου είδους γονεϊκά κινήματα; Όταν η «αγωνιστικότητα» εξαντλείται εναντίον του εργαζόμενου αδύναμου κρίκου και όχι σε διεκδικήσεις για το λησμονημένο 15% δαπάνες για την παιδεία; Στην καλύτερη περίπτωση, το μόνο που κάνουν είναι να οδηγούν «στην εμπέδωση της ανταγωνιστικής μικροαστικής ιδεολογίας, στην κολακεία των ατομικιστικών αποκρυσταλλώσεων και στη χαλάρωση της ταξικής αλληλεγγύης»2.
Από την άλλη, στη συλλογική μνήμη των εκπαιδευτικών, η κουλτούρα της κινηματικής διεκδίκησης είναι ψηλά. Αν υπάρχει λύση, από εδώ θα εκπορευτεί. Τι, όχι;
1. Ρ. Σκίνερ – Τζ. Κλιζ, Ζωή, η σύγχρονη Οδύσσεια
2. Κ. Τσουκαλάς, Ταξίδι στο λόγο και την ιστορία, Α’ τόμος
Η Μαρία Καζάντη είναι δασκάλα.
Πηγή: Η Εποχή