Macro

Γιατί υπάρχει τόση βία στα σχολεία; Ο λόγος στους εκπαιδευτικούς

Το πρόσφατο περιστατικό άγριου bullying στην Αγία Παρασκευή ήταν το -χρονικά- τελευταίο που έλαβε δημοσιότητα, σε μία μακρά λίστα κρουσμάτων σχολικής βίας, τα οποία πυκνώνουν, εντείνονται και συνηγορούν πως δεν έχουμε να κάνουμε με επαναλαμβανόμενες συμπτώσεις. Αν συνυπολογίσουμε και τα περιστατικά, ανεξαρτήτως έντασης, που μένουν “κλειδωμένα” σε σχολικές αίθουσες ή διευθετούνται ενδοσχολικά μακριά από τα media, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, το τελευταίο διάστημα, μάλλον κάτι δεν πάει καλά στα σχολεία μας.
 
Η πεποίθηση όσων σοκάρονται από τη συχνότητα και τα χαρακτηριστικά του φαινομένου, ότι μία περίοδος πολλαπλών κρίσεων και σε μία κοινωνία καθημερινών βίαιων καταγραφών σε όλες τις μορφές της (έμφυλη, ενδοοικογενειακή κλπ), θα άφηνε τα παιδιά ανεπηρέαστα, αποδείχτηκε εσφαλμένη. Ο εκφοβισμός, η κακοποίηση, η ωμή καταγραφή τους και η διαπόμπευση ανηλίκων δεν μπορούν να αποκοπούν από την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα που χρήζει διεπιστημονικής έρευνας, αναζητώντας πολυδιάστατες απαντήσεις.
 
Το NEWS 24/7 επιχείρησε να αναζητήσει ορισμένες εξ αυτών, συνομιλώντας με καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Δημοσίων και Ιδιωτικών σχολείων της χώρας και ζητώντας εξήγηση σε ένα σοβαρό και επίκαιρο ερώτημα:
Γιατί υπάρχει τόση βία στα σχολεία;
 
Από ήπια περιστατικά, μέχρι βίαιες συμπεριφορές που μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε ποινικές διώξεις, το “απόσταγμα” της συζήτησης με έναν σημαντικό αριθμό εκπαιδευτικών για την τρέχουσα κατάσταση στα σχολεία, περικλείεται στην ακόλουθη φράση: “Δεν υπάρχει σχολείο σήμερα που να μην αντιμετωπίζει περιστατικά bullying”.
 
Ακόμη κι αν η συγκεκριμένη διαπίστωση (καθηγήτριας με πολυετή εμπειρία σε ιδιωτικό σχολείο της Αττικής), κινείται στις παρυφές της γενίκευσης, οι εκπαιδευτικοί που μίλησαν στο NEWS 24/7 δεν αρνήθηκαν την καταγραφή περιστατικών που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, είτε οι ίδιοι στο σχολείο που διδάσκουν, είτε συνάδελφοι άλλων σχολείων: Ομαδοποιήσεις παρεών, συμπλοκές μετά από “ραντεβού” μέσα ή έξω από σχολεία, περιστατικά οπαδικής βίας, γεγονότα που συχνά συνοδεύονται από την “τρομακτική ψυχραιμία παιδιών να τα καταγράφουν στην κάμερα”, όπως μας είπε η Κατερίνα Π., Καθηγήτρια Γυμνασίου, ενός άλλους ιδιωτικού σχολείου της πρωτεύουσας: “Πρόκειται για ξεκάθαρη συνέπεια της covid εποχής”, προσθέτει η ίδια και συμπληρώνει: “Τα παιδιά μοιάζουν σαν να είναι κλεισμένα μέσα σε κλουβιά, πολλοί γονείς δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν και πλέον η κατάσταση μοιάζει να βρίσκεται σε αδιέξοδο”.
Εγκλεισμός, η πρώτη ανάγνωση…
 
Σε μία πρώτη -αλλά όχι μοναδική- εξήγηση για την έξαρση του φαινομένου, θαρρείς πως οι εκπαιδευτικοί είναι “συνεννοημένοι”. Τα μακράς διάρκειας lockdown ήταν “ο καταλύτης που το πυροδότησε”, λέει η Μαρία Γεωργαρίου, η οποία διδάσκει εδώ και 13 χρόνια σε καλλιτεχνικό σχολείο της Αττικής, ενώ παράλληλα είναι μέλος του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ: “Έφερε την απομάκρυνση των μαθητών από το σχολικό περιβάλλον, που για πολλά παιδιά είναι πιο προστατευτικό από τα οικογενειακά περιβάλλοντα, επιταχύνοντας την παθογένεια”.
 
Από την πλευρά της, η Ουρανία Παπαζεύκου, Υποδιευθύντρια σε σχολείο των Τρικάλων, δεν παραγνωρίζει πως “βία, υπήρχε και πριν τον κορονοϊό. Όχι, όμως, αυτό το ανεξέλεγκτο που ζούμε μετά τα lockdown”. Όπως υπενθυμίζει άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως “η Ελλάδα ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο διάστημα όπου τα σχολεία έμειναν κλειστά”.
 
Παρόμοια άποψη κατέθεσε και η Μαριάννα Δεσύπρη, Καθηγήτρια στη Λεόντειο Σχολή Αθηνών: “Μετά τα lockdown, η κοινωνία πιέστηκε πάρα πολύ και νομίζω πως όλα τα περιστατικά βίας, όχι μόνο στα σχολεία, έχουν να κάνουν με την καταπίεση της περιόδου εκείνης συν τα πολλά προβλήματα που δημιουργήθηκαν μέσα στις οικογένειες λόγω του εγκλεισμού και βγήκαν στην επιφάνεια. Όλα αυτά, σε μία κοινωνία που πιεζόταν ήδη από την οικονομική κρίση τα προηγούμενα χρόνια, συνολικοποιούνται και βγαίνουν σε έναν θυμό και μια βία που ξεσπά γύρω μας”, η οποία, αφού παραδέχεται πως “έχουμε παρατηρήσει αλλαγές στους μαθητές μας” μετά την covid εποχή, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο: “Η ελληνική κοινωνία και η οικογένεια ως κύτταρο της κοινωνίας έχουν περάσει πάρα πολύ μεγάλη κρίση κυρίως από το 2010 και μετά, οπότε όλα αυτά έφτασαν σε ένα απόγειο από τη στιγμή που σταμάτησαν τα lockdown και επιστρέψαμε στην καθημερινότητα”.
Social media, παραμέληση, φτωχοποίηση
 
Όσο η συζήτηση με εκπαιδευτικούς προχωρά, βαθαίνει και η ερμηνεία ενός ζητήματος που δεν μπορεί να εξηγηθεί απλοϊκά, μονοδιάστατα, χωρίς παραμετροποίηση και παράθεση των παράλληλων κοινωνικών προεκτάσεων.
 
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που στάθηκαν στον αντίκτυπο της ανεξέλεγκτης χρήσης των social media, τα οποία έχουν δώσει σε πολλά παιδιά την αίσθηση ότι “ζουν σε μία εικονική πραγματικότητα”, όπως είπε η Ανθή Πατραμάνη, Καθηγήτρια Πληροφορικής σε ΕΠΑΛ της Σαντορίνης, βρίσκοντας σύμφωνους αρκετούς ακόμη εκπαιδευτικούς: “Πλέον από μικρά είναι εκτεθειμένα σε έναν τεράστιο κόσμο πληροφορίας, που δεν μπορούν να διαχειριστούν και στον οποίο δεν υπάρχει κανένας έλεγχος, με τρομακτικές επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεσή τους. Ακόμα και μαθητές δημοτικού, μπορεί να μην έχουν λογαριασμό στα social media, αλλά έχουν πρόσβαση”, προσθέτει εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με εμπειρία και στη Δευτεροβάθμια που μίλησε υπό καθεστώς ανωνυμίας.
 
“Με το παραμικρό θα βγάλουν το κινητό να βιντεοσκοπήσουν”, συμπληρώνει η κα Παπαζεύκου, που διδάσκει σε Γυμνάσιο των Τρικάλων, αποδίδοντας ωστόσο τη γενεσιουργό αιτία του προβλήματος σε ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές αιτίες: “Ανεργία, χαμηλοί μισθοί, αποκοινωνικοποίηση. Η ίδια η κοινωνία έχει κανονικοποιήσει τη βία”, υποστηρίζει σε μία εξήγηση που ευθυγραμμίζεται με αυτή της Μαρίας Γεωργαρίου, η οποία εντάσσει και τον ρόλο των γονέων: “Το πρόβλημα είναι η φτωχοποίηση της κοινωνίας από τη μία κι από την άλλη η παραμέληση. Υπάρχει πια δυσκολία των οικογενειών να είναι δίπλα στα παιδιά τους συνέχεια. Ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο”.
 
“Αρκετοί γονείς, είτε επειδή βιοπορίζονται, είτε επειδή ακολουθούν καριέρα μαζί και τις επιταγές της κοινωνικής τους ζωής, δεν βλέπουν πολύ τα παιδιά τους. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να μην έχουν τον έλεγχο”, συμπληρώνει η Κατερίνα Π.
 
Την ίδια ώρα, βέβαια, ποιος μπορεί να αγνοήσει την γενικότερη αστάθεια της κοινωνίας και των θεσμών της: “Βρισκόμαστε σε μία φάση έξαρσης της βίας γενικότερα οπότε αυτό μοιραία θα έφτανε και στον κόσμο των παιδιών. Θα πρέπει να δούμε αυτή την κατάσταση σε συνδυασμό με τον τρόπο που λειτουργεί η οικογένεια, το σχολείο, η κοινωνία και εκεί να αναζητήσουμε τις αιτίες”, υποστηρίζει άλλη εκπαιδευτικός καθηγήτρια που μίλησε ανώνυμα στο NEWS 24/7, με τον Γιώργο Γεωργαντά, Καθηγητή Γυμνασίου σε Λύκειο της Λαμίας να γυρίζει τον χρόνο ακόμα πιο πίσω: “Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε σε περίοδο όπου ο κόσμος είναι πιο αγριεμένος. Αυτό έχει προέλθει από τη δεκαετή κρίση του 2010. Σε προηγούμενο σχολείο που δίδασκα, υπήρχαν παιδιά που δεν μπορούσαν ούτε κουλούρι να αγοράσουν Υπάρχει αύξηση της κοινωνικής ανισότητας”.
Δημόσια – Ιδιωτικά: Παρόμοιο πρόβλημα, όχι και λύσεις
 
Αφού συμφωνήσουμε ότι μόνο λανθασμένος θα είναι ο διαχωρισμός δημοσίων-ιδιωτικών σχολείων σχετικά με την έξαρση του bullying και της βίας (“θα εκπλαγείτε με τα φαινόμενα περιστατικών στα ιδιωτικά σχολεία”, μάς είπε πολύπειρη καθηγήτρια ιδιωτικού σχολείου), αξίζει να εξετάσουμε αν διαθέτουν και τα ίδια μέσα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του φαινομένου.
 
Στην Λεόντειο Σχολή Αθηνών για παράδειγμα υπάρχουν δύο ομάδες Ενάντια στον εκφοβισμό και Ενάντια στην κακοποίηση, με επικεφαλής τις Όλγα Ζευκιλή και Μαριάννα Δεσύπρη αντίστοιχα. Η πρώτη αποτελείται από εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους, επόπτες για κάθε τάξη, λειτουργώντας κυρίως προληπτικά με ερωτηματολόγια, συναντήσεις ψυχολόγων με μαθητές, επαφές με νομικούς συμβούλους κ.α.
 
Όσο για τη δεύτερη, που προφανώς ασχολείται με σοβαρά περιστατικά, ακολουθεί συγκεκριμένο πρωτόκολλο αντιμετώπισης: “Το προσωπικό μας, όπως και αυτό της Νέας Σμύρνης έχει περάσει από σεμινάρια και κάθε χρόνο γίνεται μία υπενθύμιση για το πώς λειτουργούμε σε περιπτώσεις εκφοβισμού ή κακοποίησης. Προσπαθούμε να εντάξουμε και τους γονείς/κηδεμόνες καθώς και να συνεργαστούμε με σχετικούς φορείς και ΜΚΟ (Συνήγορος του Παιδιού, Χαμόγελο, Cyber Crime Unit της Ελληνικής Αστυνομίας, κ.λπ.). Ανάλογα το περιστατικό μπορεί κεντρικός να είναι ο επόπτης της τάξης ή το πρόσωπο αναφοράς, δηλαδή ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνονται όσοι έχουν γίνει μάρτυρες κάποιου περιστατικού και από εκεί και πέρα υπάρχουν πρωτόκολλα τα οποία προσπαθούμε να ακολουθούμε”, λέει η κ. Δεσύπρη.
 
Εκπαιδευτικοί από άλλα ιδιωτικά σχολεία, παρέθεσαν αντίστοιχα μέτρα, όπως η καθημερινή παρουσία ψυχολόγου και επόπτη, η εφημερία νοσηλευτή, καθώς και σχετικές πολιτικές που οι γονείς υπογράφουν κατά την εγγραφή. Τι ακούσαμε, όμως, από εκπαιδευτικούς δημοσίων σχολείων;
“Το Υπουργείο μάς αγνοεί”
 
Η πλατφόρμα για ανώνυμες καταγγελίες περιστατικών, ο Σύμβουλος Σχολικής Ζωής “χωρίς ειδική επιμόρφωση” και η εκ περιτροπής παρουσία ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού σε συστάδες σχολείων, δεν είναι και δεν θα μπορούσαν να είναι επαρκή εργαλεία στα χέρια των καθηγητών, όπως παραδέχονται οι ίδιοι.
 
Η Ουρανία Παπαζεύκου, που είναι πρόεδρος της ΕΛΜΕ Τρικάλων, σημειώνει στο NEWS 24/7: “Προσπαθούμε να αξιοποιούμε όσο μπορούμε την ψυχολόγο ή την κοινωνική λειτουργό. Η παρουσία τους όμως δεν φτάνει. Διεθνείς οργανισμοί είχαν τονίσει τις σοβαρές ψυχοκοινωνικές συνέπειες που είχε η πανδημία και μία από αυτές ήταν η αύξηση της σχολικής βίας. Καλούσαν για συγκεκριμένα μέτρα και εμείς είχαμε καλέσει το Υπουργείο να πάρει πρόσθετα μέτρα. Ωστόσο δεν εισακουστήκαμε σε καμία περίπτωση. Το Υπουργείο δεν βλέπει τίποτα από όλα αυτά. Το μόνο που έκανε ήταν να θεσμοθετήσει την πλατφόρμα καταγγελιών, ενώ κατήργησε τον τομέα των κοινωνικών επιστημών και της καλλιτεχνικής παιδείας, δύο σημαντικούς τομείς μέσα από τους οποίους οι εκπαιδευτικοί είχαν χώρο και λόγο να μιλήσουν με τα παιδιά. Οι θέσεις και οι παρεμβάσεις της Ομοσπονδίας για όλα αυτά τα θέματα είναι πάρα πολύ σημαντικές και δυστυχώς το Υπουργείο μάς αγνοεί”.
Έξτρα βάρος στις πλάτες των εκπαιδευτικών
 
Με ανοιχτή την πληγή της ενδοσχολικής βίας, κατά την η επιστροφή στα σχολεία της χώρας μετά τα lockdown, φαίνεται πως οι εκπαιδευτικοί, όχι μόνο δεν είχαν την απαραίτητη ολιστική στήριξη του ΥΠΑΙΘ για να την επουλώσουν, αλλά επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο, γεγονός περιόρισε τον χρόνο και τον χώρο που θα έπρεπε να έχουν ως παιδαγωγοί δίπλα στα παιδιά.
 
“Δεν έγινε προσπάθεια να περιοριστεί η εντατικοποίηση των εξετάσεων, ίσα-ίσα εκείνη την εποχή είχαμε τους νόμους που τις εντατικοποιούσαν ακόμα περισσότερο. Στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα είχαμε δράσεις που αφορούσαν την ψυχοκοινωνική επανένταξη και τον περιορισμό της ευαλωτότητας των μαθητών, κάτι που εδώ δεν έγινε. Αντίθετα, πέρα από τις εξετάσεις, την ύλη, την Τράπεζα Θεμάτων, τη μείωση των εισακτέων, την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής που μπήκαν σε εκείνη τη φάση, είχαμε και άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, περιορίστηκαν από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα μαθήματα τέχνης που δημιουργούν ένα κλίμα πιο φιλικό για το παιδί που σχετίζεται με τον περιορισμό της επιθετικότητας, ή την εξάλειψη των μαθημάτων πολιτειότητας, που βοηθούν στη γνώση των δικαιωμάτων των παιδιών ”, λέει η Μαρία Γεωργαρίου από το ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ και συμπληρώνει: “Στη διαδικτυακή πλατφόρμα γίνονται ανώνυμες καταγγελίες, οπότε στην ουσία δεν έχουμε ένα εργαλείο ουσιαστικής καταγραφής και ανάλυσης του φαινομένου.
 
Είναι απαραίτητο το υπουργείο να περάσει σε μία καταγραφή των μορφών, των διαστάσεων, της έντασής τους, για να έχουμε αναλυτικά εργαλεία, να κατανοήσουμε το φαινόμενο και να το προλάβουμε. Η πλατφόρμα δεν κάνει κάτι τέτοιο και μάλιστα τολμώ να πω ότι μπορεί να δώσει και στρεβλή εικόνα”.
 
Όσο για την κατάσταση και την όποια οχύρωση στην επαγγελματική εκπαίδευση, η κα Πατραμάνη από το ΕΠΑΛ Σαντορίνης καταλήγει: “Έχουμε αναλωθεί σε μία σειρά από διαδικασίες που αφορούν στην καθημερινότητα του σχολείου και δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθούμε με τον Γιωργάκη και τη Μαρία που είναι ο ρόλος μας. Ο σύλλογος διδασκόντων δεν έχει εργαλεία. Αυτή τη στιγμή έχουμε θεσμικά τον «σύμβουλο σχολικής ζωής» που είναι όμως ένας εκπαιδευτικός. Έχουμε κυρίως αναπληρωτές καθηγητές άρα δεν προλαβαίνουν να κάνουν κάτι. Δυστυχώς γίνονται διάφορες εξαγγελίες αλλά στην πράξη δεν αλλάζει τίποτα. Δεν υπάρχει κάποια συλλογική προσπάθεια”.
 
Χρήστος Μπαρούνης