Macro

Γιατί η «εναλλακτική αριστερά» θα πετύχει εκεί που απέτυχε το κέντρο

Υπάρχει περίπτωση να συμμετέχετε σε μια πολιτική συνωμοσία χωρίς καν να το γνωρίζετε; Εγώ ανακάλυψα τους τελευταίους μήνες ότι είμαι μέλος του «alt-left», τουτέστιν της εναλλακτικής Αριστεράς. Σχολιαστές όπως ο Τζέιμς Γουόλκοτ του Vanity Fair προσπαθούν να ανιχνεύσουν τα βασικά της ρεύματα: μια χούφτα τυχαίοι στο twitter, ο Γκλεν Γκρίνγουολντ, η Σούζαν Σαράντον, η Τούλσι Γκάμπαρντ κι ο Κορνέλ Γουέστ.

Δεν είναι κακή η παρέα, αν επιτρέπεται σε μένα να το πω. Σύμφωνα με τον Γουόλκοτ, αυτό που έχουμε κοινό, είναι μια συμπάθεια για τη Ρωσία, μια ρητορική που θυμίζει Τραμπ και επιτίθεται στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό και μια συνταρακτική αντίθεση απέναντι σε υπηρεσίες ασφαλείας με αρχικά όπως «CIA/FBI/NSA», που ο ίδιος τις εμπιστεύεται τόσο πολύ.

Οι συντάκτες του New York Magazine είναι λίγο πιο συγκεκριμένοι στον ορισμό που παραθέτουν. Δείχνουν προς τον Μπέρνι Σάντερς, τον Τζέρεμι Κόρμπιν και τον Ζαν-Λικ Μελανσόν ως κεντρικά πρόσωπα του «alt-left».

Αν το προσεγγίσει κανείς αναλυτικά, η ταμπέλα δεν βγάζει νόημα. Στο τέλος τέλος, οι ΗΠΑ δεν έχουν ένα κόμμα με εργατικές, πόσω μάλλον σοσιαλιστικές, αναφορές. Αντί γι’ αυτό, έχουμε ένα Δημοκρατικό κόμμα, και το Δημοκρατικό κατεστημένο δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ιδιαίτερα να συνδεθεί με την Αριστερά.

Εριστικοί αντιδραστικοί του διαδικτύου αντιπαρατέθηκαν στους πρωτευουσιάνους συντηρητικούς και τους παραδοσιακούς, αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «alt-right» (εναλλακτική Δεξιά)· δεν υπήρχε όμως αμφιβολία ότι υπήρχε μια κανονική «Δεξιά» πριν από αυτούς. Στην Αριστερά, από την άλλη, ποιου πράγματος αποτελούμε άραγε εμείς την «εναλλακτική»;

Η ταμπέλα «alt-left» έχει την έννοια της σπίλωσης, είναι ένας τρόπος να συνδεθούν οι πιο επίμονοι εχθροί της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης με αυτούς που θέλουν να διαλύσουν όσα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα μας έχουν απομείνει. Αναφέρεται όμως σε ένα πραγματικό στιλ και νοοτροπία – σε μια προθυμία να απευθυνόμαστε σε μια αντισυστημική διάθεση, να ερχόμαστε σε ρήξη με την «πεπατημένη της πολιτικής» με τρόπο πολύ πιο ουσιαστικό από αυτόν του Τραμπ.

Βέβαια, σε μια εποχή αυξανόμενης αυταρχικότητας, είναι κατανοητό οι φιλελεύθεροι σχολιαστές να φοβούνται κάποιες μορφές αντισυστημικού λαϊκισμού. Η κατάρρευση μιας άδικης τάξης πραγμάτων δεν σημαίνει ότι κάτι καλύτερο θα πάρει τη θέση της. Τα πολιτικά πρόσωπα όμως που συνδέουν με το «alt-left» δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν μοχθηρά διαδικτυακά τρολ.

Ο Μπέρνι Σάντερς, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, και ο Ζαν-Λικ Μελανσόν έχουν όλοι πλατιές βάσεις, χτισμένες μέσα από εκστρατείες γύρω από σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων, του δικτύου κοινωνικής προστασίας και της μεγαλύτερης λαϊκής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τις ζωές των καθημερινών ανθρώπων. Δεν είναι ακραίες πολιτικές, δεν είναι δημαγωγία. Είναι πολιτικές που μπορούν να κερδίσουν δεκάδες εκατομμύρια τα οποία αισθάνονται πως η πολιτική δεν δούλεψε ποτέ υπέρ τους και τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα τα κερδίσει η λαϊκιστική δεξιά.

Ούτε κλείνουν τα μάτια σε ζητήματα ταυτότητας: οι μειονότητες που αγωνίζονται να επιβιώσουν δεν υποστηρίζουν τυχαία την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την κοινωνική πρόνοια και τη δημόσια παιδεία. Για να κερδίσεις ψηφοφόρους απαιτείται οργάνωση και προβολή, είναι φιλελεύθερη φαντασίωση όμως να πιστεύει κανείς ότι οι μαύροι και οι λατινοαμερικάνοι εργαζόμενοι αδιαφορούν για τα προβλήματα «της τάξης των λευκών ανδρών» όπως οι θέσεις εργασίας, η δημόσια υγεία και η στέγαση.

Αυτή η οικουμενική απεύθυνση δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε – βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής μας. Εργαζόμενοι σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο έχουν εγκαταλειφθεί για δεκαετίες από μια παγκοσμιοποίηση που την καθοδηγούν οι πολυεθνικές. Βλέπουν τους μισθούς τους να μένουν στάσιμοι και την εργασία τους να γίνεται όλο και πιο επισφαλής. Είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τη θεραπεία, οι σοσιαλιστές προτείνουν μια σαφή λύση για το πρόβλημα: μια πολιτική που δεν απορρίπτει την πολυμορφία και την πρόοδο, αλλά εξασφαλίζει ότι κανένας δεν θα βρεθεί στο περιθώριό της.

Οι άνθρωποι είναι οργισμένοι και η Αριστερά δεν μπορεί να μην απευθυνθεί σ’ αυτή την οργή. Το κάνουμε με μια συνεκτική στρατηγική – έχουμε πάνω από έναν αιώνα εμπειρίας στη χρήση της ταξικής πάλης για να κερδίζουμε παραχωρήσεις από τις ελίτ, που κατά τα άλλα δεν έχουν πρόβλημα να ξεγράφουν ολόκληρα κομμάτια της χώρας. Αν ταυτιζόμασταν όμως με δημοσιολογούντες αρκετά ικανοποιημένους με την άνετη ζωούλα τους ενώ εκατομμύρια άλλοι υποφέρουν σιωπηλά, θα γινόμασταν ίδιοι με εκείνους που διοχετεύουν τη δυσαρέσκεια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία.

Είναι σαφές ότι το φιλελεύθερο κέντρο έχει ξεμείνει από ιδέες. Κι ας μη μιλήσουμε για λύσεις – ούτε μια φορά δεν αναφέρει ο Γουόλκοτ τις πιέσεις που ίσως έχουν τσακίσει τους καθημερινούς ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό ώστε να μείνουν σπίτι τους το Νοέμβριο ή (λιγότερο πιθανό) να πάνε να ψηφίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ. Τα παράπονά του επί της ουσίας περιορίζονται στους κακούς τρόπους των «alt-left», στην ανικανότητά μας να αναγνωρίσουμε το μεγαλείο της Μέριλ Στριπ , στην αδυναμία μας να αντιληφθούμε τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν ως την πραγματική «Αυτοκρατορία του Κακού». Είναι τα παράπονα μιας φλύαρης τάξης και μιας πολιτικής που δεν έχει τίποτα απτό να προσφέρει στους συνηθισμένους ανθρώπους.

Φουντώνει μια αντίδραση ενάντια στο σύστημα, αντίδραση που θα ξεσπάσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το παλιό πεθαίνει και το νέο δε θα γεννηθεί από τις ομιλίες στις Χρυσές Σφαίρες. Όσο πρωτόλεια και ανεπαρκής κι αν χαρακτηρίζεται η «alt-left» από μέσα όπως το New York Magazine και το Vanity Fair, αυτή είναι η Αριστερά, και όλο και περισσότερο είμαστε η μοναδική ελπίδα της νεωτερικότητας (και της δημοκρατίας).

Ο Bhaskar Sunkara είναι ο ιδρυτής του περιοδικού Jacobin.

Μετάφραση – επιμέλεια: Έφη Γιαννοπούλου, Κώστας Ψιούρης

Πηγή: The Guardian