Macro

Γιάννης Κουζής: 16ωρο: κοινωνική αναλγησία και επικίνδυνη άγνοια

Η δήλωση του αρμόδιου υπουργού Εργασίας αναφορικά με τη νομιμοποίηση του 16ωρου (8ώρου x 2) ημερήσιου ωραρίου σε περίπτωση παράλληλης απασχόλησης σε διαφορετικούς εργοδότες, εκφράζει ακραία ιδεοληπτική προσέγγιση με στοιχεία κοινωνικής αναλγησίας απέναντι στην έννοια της εργασίας. Αυτή συνδυάζεται με την επικίνδυνη άγνοια στοιχειωδών κανόνων του εργατικού δικαίου, που, τουλάχιστον, ο προϊστάμενος ενός τόσο ευαίσθητου υπουργείου οφείλει να γνωρίζει.
 
Η σχετική δήλωση στη δημόσια τηλεόραση έγινε με αφορμή το επικείμενο νέο εργασιακό νομοσχέδιο ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας 2019/1152 για τους «διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας» και ειδικότερα για το ζήτημα της παράλληλης απασχόλησης σε διαφορετικούς εργοδότες. Εκκινώντας από την άποψη ότι είναι ευλόγως θεμιτή η 16ωρη ημερήσια μισθωτή εκμετάλλευση με τη «συναίνεση» του εργαζόμενου ως ακραία εθελόδουλη επιλογή σε συνθήκες επιβαλλόμενης οικονομικής ανέχειας, αντιλαμβάνεται τον εργαζόμενο ως απόλυτα άψυχο εμπόρευμα, αποκλεισμένο από κοινωνικό περίγυρο και ελεύθερο χρόνο.
 
Ωστόσο μια τέτοια ακραία αντίληψη που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία του εργαζόμενου, και ως αιτία εκδήλωσης εργατικού ατυχήματος, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με στοιχειώδεις κανόνες του εργατικού δικαίου, καθότι η θέσπιση ανώτατων ορίων στα εργάσιμα ωράρια οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην ανάγκη προστασίας της υγείας και ασφάλειας της εργασίας. Οταν, μάλιστα, γίνεται επίκληση του κοινοτικού δικαίου από τον υπουργό, επιβάλλεται η εκ των προτέρων γνώση ότι η προβλεπόμενη νόμιμη ανώτατη διάρκεια ημερήσιας μισθωτής απασχόλησης στην Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, είναι οι 13 ώρες (οδηγία 2003/88).
 
Το όριο αυτό πρέπει να είναι σεβαστό ανεξάρτητα από την ελαστική διευθέτηση των κοινοτικών ανώτατων ορίων της 48ωρης εβδομαδιαίας εργασίας που αξιοποιεί και ο νόμος Χατζηδάκη (4808/21), ως συνέχεια επτά προηγούμενων σχετικών νομοθετημάτων για τις απλήρωτες υπερωρίες. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το 16ωρο προσκρούει στα ανώτατα κοινοτικά όρια ημερήσιου ωραρίου για λόγους προστασίας των εργαζομένων, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργοδοτών στους οποίους παρέχεται η ημερήσια εργασία. Γι’ αυτό, άλλωστε, η υπό ενσωμάτωση νέα οδηγία προβλέπει ότι για την παράλληλη απασχόληση επιβάλλονται περιορισμοί από την εθνική νομοθεσία, στους οποίους ενδεικτικά αναφέρονται και οι λόγοι υγείας στην εργασία.
 
Ειδικότερα για την Ελλάδα, όπου καταγράφεται ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό πολυαπασχόλησης (περίπου 20%), επιβάλλεται αυστηρά ένας τέτοιος περιορισμός ώστε να αποφεύγεται η υπέρβαση των ανώτατων ημερήσιων ορίων με την παράλληλη εργασία πλήρους απασχόλησης, σε συνδυασμό με τον αποτελεσματικό έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας σε μια χώρα που η εργοδοτική αυθαιρεσία παραμένει παροιμιώδης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το εκτεταμένο φαινόμενο της πρόσθετης απασχόλησης αναδεικνύει τη συνεχή τάση φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων της μισθωτής εργασίας, όταν το 30% απασχολείται με μειωμένα ωράρια, ο γενικός κατώτατος μισθός πλήρους ωραρίου υπολείπεται του ορίου φτώχειας και η αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχει οδηγήσει το 75% των εργαζομένων εκτός συλλογικών συμβάσεων.
 
Οι κοινοτικές διατάξεις για την παράλληλη απασχόληση εντάσσονται στο πλαίσιο οδηγίας που επιχειρεί να θέσει κανόνες λειτουργίας σε πλευρές των εργασιακών σχέσεων για τον περιορισμό της ακραίας εργοδοτικής αυθαιρεσίας, παρά το γεγονός ότι οι κοινοτικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών έχουν ενισχύσει σημαντικά το φαινόμενο της εργασιακής απορρύθμισης στον ευρωπαϊκό χώρο. Η νέα κοινοτική παρέμβαση συνιστά μια ακόμη έκφραση της αμφιλεγόμενης έννοιας flexicurity, θέτοντας τους ελάχιστους κανόνες λειτουργίας της εργασιακής ευελιξίας, προβαίνοντας, επίσης, στη ρητή αναγνώριση της ακραίας ευελιξίας των μηδενικών ωρών εργασίας.
 
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί σοβαρή απειλή για την περαιτέρω επέκταση των πρακτικών εργασιακής απορρύθμισης στην Ελλάδα ως μια επιπλέον μορφή εργασίας χαμηλής ταχύτητας δικαιωμάτων και αμοιβών.
 
Επίσης, η εξαγγελθείσα 6μηνη ανώτατη διάρκεια των συμβάσεων δοκιμής, για τις οποίες ανέκαθεν προβλέπεται η μη καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, αποτελεί συμμόρφωση στην κοινοτική οδηγία και συνιστά σχετική βελτίωση του ισχύοντος καθεστώτος στην Ελλάδα. Και αυτό γιατί, μέσω της κοινοτικής ρύθμισης, καταργείται η απαράδεκτη μνημονιακή διάταξη της τότε υπουργού Εργασίας Λ. Κατσέλη (Ν. 3899/10, άρθρ. 15α) που επέκτεινε τον χρόνο της δοκιμαστικής περιόδου από τους 2 στους 12 μήνες (!), ως πρόσθετη διευκόλυνση των επιχειρήσεων για την αποφυγή καταβολής αποζημιώσεων απόλυσης. Ωστόσο, η δοκιμαστική περίοδος θα πρέπει να είναι συντομότερη του 6μηνου ανώτατου κοινοτικού ορίου, σύμφωνα και με σοβαρές εκτιμήσεις σχετικά με τον απαιτούμενο χρόνο για την αξιολόγηση των ικανοτήτων του υπό δοκιμή εργαζόμενου.
 
Τέλος, σε αναμονή του νέου νομοσχεδίου, θα πρέπει να τονίζεται σε όλους τους τόνους ότι ο πολύπαθος κόσμος της εργασίας, βιώνοντας την ισοπέδωση της νέας «κανονικότητας» που επέβαλε η βαρβαρότητα και η κληρονομιά των μνημονίων, έχει ανάγκη παρεμβάσεων που θα ενισχύουν τη θέση του αντί «μεταρρυθμίσεων» με όρους απορρύθμισης.
 
Ο Γιάννης Κουζής είναι Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου